«το φως αρνεύει τις ψυχές »
Το φως αρνεύει τις ψυχές..παλεύει το σκοτάδι
άνοιγε τα πορτόφυλλα ο ήλιος να τρυπώνει
κι αν οι ελπίδες είναι φρύγανα
φωτιά να μην πυροδοτείς
άστες να υπάρχουνε στο δάσος της ψυχής
ξερόχορτα..μα ρίζες πως γεννούνε!
Έλα λοιπόν κοντά μου κάθησε
σίμωσε την ψυχή μου..
την αρμονία της φύσης να καλέσουμε
στη γιατρειά μας σύμμαχος να γίνει..
απ' την αρχή να μάθουμε να κουβεντιάζουμε
να κοιταζόμαστε στα μάτια
αλήθειες που χαθήκανε να λέμε..
Κι αν βαρεθούμε την κουβέντα μας
ας σηκωθούμε να χορέψουμε..
τα βήματα κρατώντας στο ρυθμό της..
το μαγικό εις τους ανθρώπους είναι η όσμωση
η απλότης στις κουβέντες της καρδιάς
είναι οι αλήθειες τους που δεν τις μολογάν
φορώντας το τσεμπέρι φτιασιδώματος
της ατσαλάκωτης εικόνας τους
βαρειά εγκυμονούντες.
Έλα λοιπόν..ένα πλησίασμα εκ βαθέων να τολμήσουμε
τον εγκλεισμό του σώματος μη φοβηθείς
της ψυχής τη φυλακή σου να φοβάσαι..
**
''ανερυθρίαστοι..συστημικοί
εργάτες''
Χούντες..μαστίγια..φάλαγγες..πείνες..ξορίες
εφυτρώνανε
στις άκρες απ' τους ποταμούς..εις
τα λιβάδια όλου του κόσμου
μα στο μικρό ρυάκι της μονάχα
παπαρούνες εφυτρώναν..
είχε ξεκόψει απ' τον κάμπο
τους απ' τα μικράτα της
σ' ένα μικρό της καπνοχώραφο
εκάθονταν στις αυλακιές
ένα τραγούδι έρχονταν από τα
γάργαρα νερά
ηχούσε στα αυτιά της..ένα
τραγούδι αλλόκοτο
στα χρόνια
της..χιλιοτραγουδισμένο
εμίλαε για το δίκαιο..εκείνο
του εργάτη
εμίλαε για τη φαμίλια της..που
με ίδρωτα εκουβάλαε
στ' αμπάρια της τον επιούσιον
τον άρτον..
εμίλαε και για τη
λευτεριά..εμίλαε για τα παιδιά της
ν' ανέβαιναν τη σκάλα με τις
γνώσεις τους εις τα σχολειά
να φτάνανε στο μπόι του
ανθρώπου..
μα επαραφύλαγαν..καρτέρι είχαν
στήσει στ' ανοιχτά
ανερυθρίαστοι..συστημικοί
εργάτες
στου χρόνου τις καταπακτές η
αλλοτρίωση
επροσκυνήσανε εις τα
κρυφά..οβίτσια κι αξιώματα
γκρεμίσαν τα συνθήματα απ' τις
ταράτσες των σπιτιών
για ίδιον όφελος για εαυτόν
που οι ίδιοι διαλαλούσανε..για
Ψωμί..Παιδεία Ελευθερία..
Τώρα μονάχη ετριγυρνούσε με τ'
ανάκατα μαλλιά..
γκριζάραν από τότες κι οι
κροτάφοι...
ασάλευτο το βλέμμα
της..τρύπωνε στους δαφνώνες..
λίγα κλαριά..λίγα κλωνάρια
δάφνης και ελιάς.. του στεφανώματος..
επεριμάζωνε..τις κόμες των
αντρειωμένων να στολίσει..
κι ένα κερί..κι ένα κερί..να
σιγοκαίει στης μνημοσύνης..μη στερέψει..
θυμάται ήταν Νοέμβρη 17 ..ένα
γαρύφαλλο εκράταε
της κατακόκκινης να μοιάζει
παπαρούνας της ψυχής της..
*ανερυθρίαστοι
= αυτοί που δεν κοκκινίζουν από την ντροπή τους