ΜΠΑΪΡΟΝμνήμη Πάτρικ Λη Φέρμορ
Ενάμιση αιώνα μετά
Ένας Εγγλέζος τζέντλεμαν
Έψαξε και βρήκε
Ένα ζευγάρι παπούτσια
Του Λόρδου Βύρωνα Στο Μεσολόγγι
Άμστερνταμ Κωνσταντινούπολη με τα πόδια
Επίσκεψη στα χαλάσματα της Ευρωπαϊκής ιστορίας
Παρελθόντα και επερχόμενα
Η ωδή στην ανατολή του Οράτιου
Ώστε έτσι λοιπόν κύριε ταγματάρχα
Και σπάει ο πάγος του Δούναβη
Οι αντίπαλοι χάνονται
Η ποίηση νίκησε
Μια απαγωγή για τις πατρίδες
Τσάμπα χωρίς λίτρα
Μια αδέσποτη βεντέτα στην Κρήτη
Ένα αυτοκίνητο σμπαράλια
Που τίναξαν με δυναμίτη
Στη Μάνη
Τα Μετέωρα πιασμένα στο δίχτυ
Οι Σαρακατσαναίοι χωρίς τέσσερα επί τέσσερα
Οι Γκραβαρίτες αρτιμελείς
Χωρίς ντουρβάδες
Κουράστηκε
Πήρε τις μπαγιάτικες
Λονδρέζικες εφημερίδες του
Και μετανάστευσε διά παντός
Ολομόναχος για την πατρίδα
Ο τελευταίος φιλέλληνας
**
ΠΕΡΙ ΕΥΦΩΝΙΑΣ
Λιθοξόος στα λόγια ο φιλόσοφος.
Έχει ξεχάσει: το σύμπαν τέμνεται οριζοντίως και καθέτως
από ιδέες που αναιρούν η μια την άλλη
Ο ποιητής καταλήγει σε συμπεράσματα:
Το επί ματαίω συχνά πυκνά τινάζεται
μπροστά στα μάτια μας σαν τίγρης της Βεγγάλης
− ή σαν μηχανάκι μ’ όλα τα γκάζια ερεβώδη −
εις μάτην έρχεται ξανάρχεται βοά βουίζει
τρυπάει το αυτί όμως
αποσιωπάται η κάθε του κίνηση, η ορμή του
κρύπτεται υπό, λανθάνει, υποφώσκει
(να φέρνει χαλασμό θα έπρεπε - αντί γι’ αυτό
η ύπαρξη το διώχνει).
Ο ποιητής είναι ανθοπώλης ( Ποιος αγοράζει;)
**
Δωμάτιο με θέα
Ο ποιητής κοιτάζεται στα πράγματα μέσα στο σπίτι· η φύση του σπιτιού ξέρει ν’ αλλάζει συνεχώς· πέφτουν καρέκλες και τσακίζονται, πηδάνε άλογα στις πολυθρόνες. Οι νύχτες βόσκουν στα πατώματα. (Αν τις ταΐσεις ποιήματα θα χορτάσουν;) Λάμπα μου φέξε, το σώμα κόβεται σε πολλές λέξεις, οι λέξεις βγάζουν τα ρούχα τους. (Τη νύχτα που πέθανε ο ποιητής Τάσος Δενέγρης, ήρθε στον ύπνο μου και μου είπε: Τα ποιήματα είναι οι σκιές των δασών).
(Η όραση συνήθως αυταπατάται; O Mπόρχες νομίζω θα έλεγε: η όραση είναι βιβλιοθήκη· ομοίως κι αυτή περισυλλέγει το ένα το άλλο. Πολλές φορές γλιστράει και φεύγει χωρίς να βλέπει αυτό που συμβαίνει. Μια βιβλιοθήκη δεν είναι βοσκός αλλά δοχείο με φτερουγίσματα. Όμως το ζητούμενο, η σοφία, πάντα εχθρεύεται τα τοπία της σκόνης· ζει κρεμασμένη σε μια αιώρα που δεν περιμένει τον κουνιστή της αλλά την αδαμάντινη χαρά τού ουδέν οίδα.)
**
Όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου
Ποίημα, σε λίγο θα φύγεις, θα πάρεις
τους δρόμους σαν σκύλος
σαν ντάλια κομμένη – τι θα έχω τότε,
ποιος θα είμαι; σε τι κατοικίες θα πλαγιάζω
χωρίς φαΐ, χωρίς νερό, χωρίς κορμί;
Ποίημα, μου ρίχνεις τόσους σκοτωμένους
να με σκεπάσουν όλα τα υπαρκτά
και τα κατεβατά της ερήμου
όλοι οι άνεμοι, οι σχηματισμοί πτηνών και οι
φωλιές τους, οι θύελλες οι αισθηματικές τους.
Ποίημα, συ ο παρών, ο ενεδρεύων
σε κάμπους πίσω από μάτια και μυαλά,
σε όλα τα λόγια που με διώχνουν από τη
φωλιά, σε οράματα που φτύνουν στο στόμα μου
όπως οι σαμάνοι
μα και σε ουρλιαχτά των Άλπεων
(τόσο πολύ χιόνι μαζεύεται όταν λείπεις)
Ποίημα, ποιος είσαι; Ποιοι είμαστε όλοι οι
κρυμμένοι στον έναν αυτόν που τώρα μιλά;
Αν γίνεις ο ρυθμός, το σχήμα, το ρίγος
το στήθος των φτερωτών ζηλωτών των γλωσσών
σαν λαμπάδα του Πάσχα θ’ ανάψεις
σαν έρως του Ενός
−μνήσθητί μου, Ποίημα, όταν έρθεις εν τη
βασιλεία σου στο σπίτι του Κανενός.
(Μούσα συμπλήρωσε εσύ ό,τι χρειάζεται να συμπληρωθεί)
Το ωραίο είναι ατίθασο σαν ξίφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου