Τοῦ εἶπαν
σάν ρώτησε ποιόνε φυτεύουν σαββατιάτικα
ξενομερίτης ἦταν’
Λυπητερή καμπάνα ἐπαναλάμβανε
ἁπλῶς
στίχους ἀτελείωτους
ἔρωτες ἡμιτελεῖς καί κουρασμένους
βιβλίου καθημερινοῦ καί ἀποκαμωμένου
Θά πάω εἶπε
Θά πάω
θά πάρω τήν τρομπέτα
θά σαλπίσω
θά ξεσηκώσω ζωντανούς
θά ζωντανέψω πεθαμένους
τόν κάτω κόσμο ἀπάνω θά τόν φέρω
τῶν ἀρχαγγέλων ὅλων τά βιολιά καί τά σπαθιά
θά κατεβάσω
ἀντάμα ὅλοι νά σταθοῦμε στό ξόδι ἐτοῦτο
τοῦ ξενοτοπίτη
Νά ἰδῶ κι ἐγώ τί ἀπομένει στήν ψυχή μου
Σ’ αὐτά τά πέντε σπίτια
δικοί τοῦ καπετάνιου τό ρακί κι οἱ ἀναμνήσεις
Παλιές ἁλμύρες
ἀρόδο οἱ ἔρωτες
σέπια φωτογραφίες τσακισμένες
δέν χώραγαν ἐδῶ
Πάντα κρατοῦσε ἕνα πουγκί θαλασσινό στήν
πίσω τσέπη
γκάπ γκούπ
Ἦταν ταξιδευτής
φευγάτος
λέγαν
γκάπ γκούπ
ἡ Κωνσταντίνα ὁ παπάς κι αὐτός
γκάπ γκούπ ὁ νεκροθάφτης ἔξω στό καθῆκον
Τρελά στριφογυρίζει ὁ μπούσουλας
τρελά τρελά
ταχύτερα κι ἀπό τό φῶς
γιά νά τοῦ δείξει δρόμο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου