Σελίδες

Σάββατο 29 Φεβρουαρίου 2020

199 χρόνοι ελεύθερης ζωής… + ένας (αφιέρωμα στο 1821)


Κυρίες και Κύριοι, Αγαπητοί Ποιητές και Ποιήτριες


Πίνακας του Θεόδωρου Βρυζάκη (1814-1878)


Το ιστολόγιο «Οι ποιητές που αγάπησα και άλλες μικρές και μεγάλες ιστορίες λόγου» με την ευκαιρία της επικείμενης συμπλήρωσης των 200 ετών, από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, θα δημιουργήσει μία ανάρτηση, με την πιθανότητα (εφ΄ όσον το υλικό είναι ογκώδες) να γίνει ηλεκτρονική-ψηφιακό βιβλίο με θέμα: Η Ελληνική Επανάσταση μέσα από τα μάτια, σύγχρονων ποιητών και ποιητριών. Πιθανός τίτλος: 199 χρόνοι ελεύθερης ζωής… + 1 )

Όσοι λοιπόν επιθυμούν να συμμετάσχουν σε τούτη την προσπάθεια μπορούν να αποστείλουν μέχρι και την 20η ΜΑΡΤΙΟΥ 2020, κείμενα, ποιήματα , σκέψεις, μικρά διηγήματα κτλ, που θα αναφέρονται στην Ελληνική Επανάσταση και στα ιδεώδη που αυτή εξέφραζε και συνεχίζει να εκφράζει, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο βιώνονται εκείνα τα χρόνια από την σύγχρονη κοινωνία μας. Μία ενδεικτική πρόταση είναι η «συνομιλία με ήρωα της επανάστασης», το σύνθημα «Ελευθερία ή θάνατος» κτλ (Η συμμετοχή του καθενός δεν θα πρέπει να ξεπερνά τις 2 σελίδες Α4)

Υπεύθυνος της συλλογής του υλικού και της επιμέλειας της ανάρτησης είναι ο υπογράφων το παρόν κείμενο. Πιθανολογώ ότι θα ενθυμηθείτε δύο συλλογικές προσπάθειες που είχαν γίνει και στο παρελθόν και δημιουργήθηκαν αξιόλογα ηλεκτρονικά βιβλία με τίτλο: 

και «Ο χρόνος και ο λόγος»,                   https://issuu.com/dimitriosgogas299194/docs/____________________

βιβλία που μπορείτε να τα βρείτε στο διαδίκτυο. Θέλω επίσης να τονίσω ότι δεν υπάρχει κανένα οικονομικό όφελος (σεβόμενος πλήρως τα πνευματικά δικαιώματα του καθενός) για τον επιμελητή του έργου. Σκοπός μου είναι να ετοιμαστεί το όλο έργο, 1 έτος πριν την συμπλήρωση των 200 χρόνων από την έναρξη της ελληνικής επανάστασης και της αφύπνισης του έθνους. Εκτιμώμενος χρόνος ολοκλήρωσης του έργου η 25 Μαρτίου 2020!

Η ανάρτηση ή το ηλεκτρονικό βιβλίο θα αποσταλεί από εμένα προσωπικά στον κάθε συμμετέχοντα και θα εκτός της ανάρτησης του στο προαναφερθέν ιστολόγιο θα αποσταλεί για ανάρτηση σε ιστοσελίδες με παροχή δωρεάν βιβλίων για τους φίλους αναγνώστες.  

Την συμμετοχή σας, μπορείτε να την αποστέλλετε σε μορφή κειμένου Word είτε μέσω μηνύματος στο FB  είτε στο e-mail: dimitriosgogas2991964@yahoo.com μέχρι και 20 Μαρτίου 2020

Ευελπιστώ στη συμμετοχή σας

Με εκτίμηση και σεβασμό
Δημήτριος Γκόγκας

Ευχαριστούμε την Κα Σοφία Κωτσόβολου για την αναφορά της στο ιστολόγιό της:
https://homouniversalisgr.blogspot.com/2019/11/blog-post_88.html?fbclid=IwAR1oJW6BY4jssU4fCczT_Y-eVtoGtMj57FAg88EfLf-pObUpNx9C1FIOqBw







Απέστειλαν τις συμμετοχές τους μέχρι και σήμερα (15 Μαρτ 2020)

1.     Άρης Άλμπης
2.     Χριστίνα Γαλιάνδρα
3.     Γιάννης Γερογιάννης
4.     Παυλίνα Γεροντούδη
5.     Δημήτριος Γκόγκας
6.     Τάσος Δασκαλάκης
7.     Σοφία Θεοδοσιάση
8.     Ιωσήφ Ιωσηφίδης
9.     Γεώργιος Ελευθ. Καραγιάννης
10. Λεόντιος Κατσιγιάννης
11. Σταυρίνα Λαμπαδάρη
12. Κική Ματέρη
13. Αλεξάνδρα Μπακονίκα
14. Μπερούκας Γιάννης
15. Γιάννης Παρασκευόπουλος
16. Άντρυ Ονουφρίου – Περικλέους
17. Ιωάννα Παπαντωνίου
18. Μιλτιάδης Ντόβας
19. Νικόλας Σαλίβερος 
20. Σοφία Σκουλίκα
21. Ρούλα Τριανταφύλλου
22. Παρθένα Τσοκτουρίδου
23. Χριστόφορος Τριάντης
24. Πέτρος Τσερκέζης
25. Ελένη Τυρίμου
26. Απόστολος Φεκάτης
27. Χριστάκης Χαραλάμπους
28. Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη

29. Μαρία Χριστοδούλου







Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2020

ΜΙΚΡΕΣ ΚΛΕΨΥΔΡΕΣ / Άγις Χαραλαμπίδης



Κι αν τα μεγάλα δεν μπορείς
τα πράγματα να κάνεις
κάνε τότε τα μικρά‧

με τρόπο άριστο
υποδειγματικό‧

ψηλό θα ’ναι το βάθρο
και γι αυτά.



ΧΕΙΜΩΝΑΣ / Γκουτζαμάνη Μαρία


Το κρύο
θάβει τις στιγμές
κι ο έρωτας
θυσιάζεται
στο βωμό
της ελαφρότητας
Μέρες μουντές
σκιάζουν τις ψυχές
κι η σιωπή
χαροπαλεύει
να γεννήσει
την άνοιξη
Το βλέμμα
ψάχνει απεγνωσμένα
το πάθος
του τελευταίου
καλοκαιρινού
έρωτα
Η ματαιότητα
χορεύει ξέφρενα
με την προδοσία
απαλλαγμένες
και οι δύο
από κάθε ενοχή
Χειμώνας...
Οι τίτλοι πέφτουν εκ νέου...
Μαρία Γκουτζαμάνη

Αν με προλάβει ετούτη η Άνοιξη / ΔΕΣΠΩ ΠΗΛΑΒΑΚΗ

Αν με προλάβει ετούτη η Άνοιξη
θάθελα να μυρίζει αλλοιώς
Ζωή ας πούμε ελπίδα κι αγάπη
Να με λούζει άρωμα τριανταφυλιάς
όλη μέρα και το βράδυ
να με μεθά το γιασεμί
Αν με προλάβει ετούτη η Άνοιξη
θάθελα νάναι μεγάλες οι μέρες
Να τελειώσω όσα άφησα για ύστερα
Θάθελα νάναι μεγάλες οι νύκτες
να προφτάσω να ονειρευτώ
όσα δεν έζησα
Αν με προλάβει ετούτη η Άνοιξη
θάθελα με το χέρι στην καρδιά
να με κοιταξεις
βαθειά μες τα μάτια
για πρώτη και τελευταία φορά
Θέλω πριν φύγω
να σου δώσω συγχώρεση

ΤΟ ΡΟΔΟ ΤΗΣ ΑΣΤΡΟΦΕΓΓΙΑΣ / Γιώργος Καραγιάννης


Μετά την έκλειψη της ανθρωπιάς
ξύπνησες και ούρλιαξες
μες στη νύχτα.
Κάτω απ’ τους τοίχους
γλίστρησες πεισματικά
να ξεφύγεις απ’ τα πλοκάμια και τα νύχια
ενός ύπουλου κι ακήρυχτου πολέμου,
που σου τράνταζε την ψυχή,
να υποταχτείς,
να μη σου μείνει
ούτε ένα στήριγμα να κρατηθείς,
για να καρφώσεις με χαρά
το ρόδο της αστροφεγγιάς
στο ξάστερο του κόσμου,
να γίνεις συ ο προπομπός μιας άνοιξης
που άρχισε να ξεμυτά,
κάθε πρωί να μας σκορπά
μες στη δροσιά τα πέταλά της,
να βρίσκουμε το δρόμο.

ΠΑΡΑΔΕΙΣΕΝΙΑ ΓΗ / Νικηφόρου Θεοκλή Αντρούλλα

Θυμάμαι ζούσα κάποτε,
σέ γή παραδεισένια,
πού ο Θεός σκιαγράφησε,
μέ τήν χρυσή τήν πέννα!
Στά θεϊκά τά χέρια του,
παλέτα δέν κρατούσε,
από καρδιάς καί άπειρα,
τά χρώματα σκορπούσε!
Έφτιαξε ένα παράδεισο,
μέ περισσή Σοφία,
θάλασσα ,κάμπους καί βουνά,
όλα σέ αρμονία!
Ο κόσμος ζούσε όμορφα,
ζούσε ευτυχισμένα,
όλα τού κόσμου τά καλά,
ήταν ευλογημένα!
Η ομορφιά περίτρανη,
έγινε ξακουστή,
όλος ο κόσμος τήν ποθεί,
έγινε ζηλευτή!
Ο κόσμος πάει κι έρχεται,
κι ο τουρισμός ανθίζει,
σάν τό χρυσάφι ο τόπος μας,
αστράφτει καί γυαλίζει!
Αστράφτει καί λαμποκοπά,
σάν τό χρυσάφι λάμπει,
εύφορη καί πλούσια,
πολύχρωμοι οι κάμποι!
Θάλασσα καί βουνό,
σμίγουν μέ αρμονία,
γαλάζιο καί τό πράσινο,
είναι μιά ευλογία!
Γυαλίζει τό χρυσάφι μας,
καί σκόρπισε τήν λάμψη,
κι ήρθε ο άσπονδος εχθρός,
νά τό κατασπαράξει!
Παράδεισένια γή,
πού μύριζες,λεμόνανθούς καί Διόσμο,
τόσο άδικα,σού διώξαν άπ´τά σπλάχνα σου,
χιλιάδες τόσο κόσμο!
Ο κόσμος ζούσε όμορφα,
χαιρόταν μέσ´τή πλάση,
μά ο εχθρός τόν ζήλεψε,
ήρθε νά τά χαλάσει.
Πονάει η ψυχή,όλα σάν τά θυμάται,
τίς ομορφιές τής παραδεισένιας γής,
βλέπει στά όνειρα,
τήν νύκτα πού κοιμάται.
Γή γενέτειρα μας,γή παραδεισένια,
σέ κλέψανε ετσι άδικα,
κλέψαν τά όνειρα μας,
ήσουνα τό στολίδι μας,
ήσουν η ομορφιά μας,
καί τώρα πού σέ χάσαμε,
χάσαμε τήν χαρά μας!
Στόν ύπνο καί στόν ξύπνιο μας,
πάντα παρακαλούμε,
τό θεϊκό τό δώρο πούχαμε,
ξανά γιά νά τό βρούμε,
ας είναι καί στά ύστερα,
λιγάκι νά χαρούμε!

Το παράπονο / Ντέμης Κωνσταντινίδης


Πλαταίνει ολοένα το παράπονο,
ογκώνεται στους δρόμους η αγωνία.
Τα αίματα πηχτά κι αμίλητα,
κι εσύ, προφήτη, που παράδερνες,
δεν έχεις τόπο για το βράδυ.
Όμως τα δέντρα, όντας λυγίζουνε,
το παγωμένο φύσημα απαντέχουνε,
για με την πρώτη αχτίδα πάλι έρχουνται
οι φίλοι, τα πουλάκια, στα κλαδιά τους.

Κυκλωπεία... / Κουφογάζου Φωτεινή


(αφόρμηση από τη Γκέμμα)

Μέριασε χώμα ν'απλωθώ στη ριζωσιά των βράχων
σημάδια άφηνε η Κλωθώ στο πνεύμα μονομάχων
Πέρα σ' αντίλαλες κορφές σ'αλλοτινές κατόψεις
συνάζονται οι αντοχές του κόσμου οι απόψεις
Των ελαχίστων η πυγμή, των πλείστων οι σωρείες
κανόνες στο σωρό πολλοί, μα, οι εξαιρέσεις, μνείες...
«Συντρόφια» είμαστ' όλοι μας, εκείνου του 'Δυσσέα
βουλιμικοί μέσ'τον καιρό με δίχως τα στηθαία
Βουλιάζουμε στη λήθη μας, τ'απείρου το κανάλι
του σύμπαντος τη γένεση, άγνωστοι, με κραιπάλη
Ανώνυμοι και εραστές σε τούτο το στροφύλι
ως άλλοι εδώ «ομογενείς», 'κείνου του Μυριβήλη
Το όνομα του «Κανενός», δια βίου θε να μείνει
ζούμε την Κυκλωπεία μας, στου Ενός τη θεία μήνη
Η «δύναμή μας», εσαεί θέλει να μας γειώνει
βαρυτική κληρονομιά, απ'των θεών τ' αφιόνι
Ζούμε, για να υπάρχουμε, στο Τίποτα δοσμένοι
«σκιάς όναρ» ο άνθρωπος, του Πίνδαρου χρισμένοι
Ν'αφήνεις όνομα στη γη, άνθρωπε που' 'γεννήθης
με του 'Δυσσέα την πΝοή, γένου ο φιλΑλήθης....
Από το κενό του τίποτα, εύκολα δεν ξεφεύγεις
θέλει αγώνα κι αφορμή η πάλη, να Δια φεύγεις

"Κερκόπορτες και Προκρούστια Ξυλοκρέβατα" / Σαρδέλης Πέτρος



Ξεχείλισε ο ουρανός
Απ'την μεθοδευμένη εισβολή
Ξηρά και θάλασσες μελάνιασαν,
Φιμωμένες στο σκοτάδι οι ψυχές
Μεσ' απ'τη Γη αναρωτιούνται
Πού χάθηκαν οι Έλληνες,
Την καταιγίδα ποιός θε να 'μποδίσει
Τις αλλόκοτες εθνολαλιές;
Μυρμιγκιές οι δυσσεβείς
Μπίγουν βαθειά τα πόδια τους στο χώμα
Σταυρώνουν ήθη κ'έθιμα,
Συλίζουν στήθη που βυζαξαν Ήρωες
Συμπόσιο σκιών, πάνω απ' τα συκώτια
της Ελληνίδας Γης.
Πάνω από το χάσμα της απάτης
Την αιθαλομίχλη του εφησυχασμού,
Αμνήμονες ιθύφαλλοι
με νυχτομενα βλέμματα μωρολογούν,
Πισω απ'τις πολιτικές τους διόπτρες
Σκυφτοί ισορροπούν στης απάθειας το κενό
Ενώ οι εθνομηδενιστές οδεύουν
πρός τα γκισέ των τραπεζών.
Λιπόβαροι αμφικτύονες και άλλοι σκευωρείς
Άφησαν τις κερκόπορτες αφρούρητες
Τον διασυρμό γυμνός για να περάσει,
Χαμερπείς γραικύλοι "ουμανιστές"
Άπλώσαν την εθνική ανεξαρτησία
Σε προκρούστρια ξυλοκρέββατα.
Μετράν' και προαλείφονται
Για νανισμό και υποτέλεια

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2020

Στην άκρη νάτανε / Σημηριώτης Άγγελος



Στην άκρη νάτανε της γης,
μακριά να πάμε απ' τους ανθρώπους,
σ' άλλους γιαλούς και σ' άλλους τόπους,
με τη λαχτάρα της φυγής,
που μέσα μας να κλείσει θέλει
των αιώνιων στοχασμών το μέλι!
Κι εκεί, που αναρριγά η Σιωπή,
ο κόσμος, ξάστερο περίσσια,
μες στη ματιά σου τη λαφίσια,
το μυστικό του να μου ειπεί!

Είμ' ένα με τα σύμπαντα / Σημηριώτης Άγγελος



Είμ' ένα με τα σύμπαντα,
τα σκοτεινά κι ακύματα˙
μου χαρακώνουν
οι τροχιές των κόσμων την ψυχή˙
με φλέγουν ήλιοι˙ με σαρώνουν
των αβύσσων των άχανων οι άνεμοι
κ' είμαι σαν ένα πέλαγο, που ηχεί.
Κι απ΄των κατακλυσμών βγαλμένο τη βροχή,
ένα λουλούδι,
στο φως απάντεχα αχνοτρέμει,
βαθύ:
το τραγούδι,
τώρα στα χείλη μου που ανθεί.

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2020

Κική Δημουλά (6 Ιουνίου 1931-22 Φεβρουαρίου 2020) (αναφορά)


Το πατρικό της όνομα είναι Βασιλική Ράδου. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Το 1952 παντρεύτηκε τον ποιητή και πολιτικό μηχανικό Άθω Δημουλά. Τιμήθηκε το 1972 με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή Το λίγο του κόσμου, το 1989 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή Χαίρε ποτέ και το 1995 με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για τη συλλογή Η εφηβεία της λήθης. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, στα Γαλλικά, στα Ισπανικά, στα Ιταλικά, στα Πολωνικά, στα Βουλγαρικά, στα Γερμανικά και στα Σουηδικά.

Διακρίσεις
·         2001, Χρυσός Σταυρός του Tάγματος της Tιμής από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο.
·         2002, τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, στην οποία κατέλαβε την έδρα των γραμμάτων που είχε μείνει κενή μετά τον θάνατο του Νικηφόρου Βρεττάκου — η τρίτη γυναίκα στην ιστορία της Ακαδημίας (μετά τις Γαλάτεια Σαράντη και Αγγελική Λαΐου).
·         2014, Μεγαλόσταυρος του Τάγματος του Φοίνικος. 
·         20 Μαΐου 2015, αναγορεύτηκε σε επίτιμη διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ.
·         6 Ιουνίου 2017, αναγορεύτηκε επίτιμη διδάκτωρ του Τμήματος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Βραβεύσεις
·         1964, Eύφημη μνεία από την Ομάδα των Δώδεκα, για την ποιητική συλλογή Eπί τα ίχνη.
·         1972, Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης, για την ποιητική συλλογή Το λίγο του κόσμου.
·         1989, Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης, για την ποιητική συλλογή Χαίρε ποτέ.
·         1997, Βραβείο Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών, για την ποιητική συλλογή Η εφηβεία της λήθης.
·         2001, Αριστείο των Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών, για το σύνολο του έργου της.
·         2003, Μακεδονικό Βραβείο, για το σύνολο του έργου της.
·         2009, Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας (Prix Européen de Littérature), για το σύνολο του έργου της.
·         2010, Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας, για το σύνολο του έργου της.

 Ποιητικές συλλογές

·         Ποιήματα, 1952 (αποκηρυγμένα)
·         Έρεβος, 1956, εκδόσεις «Στιγμή», Αθήνα 1990
·         Ερήμην, εκδ. Δίφρος, Αθήνα 1958. Εκδ. «Στιγμή», 1990.
·         Επί τα ίχνη, εκδ. «Φέξης» Αθήνα 1963. Εκδ. «Στιγμή», 1989.
·         Το λίγο του κόσμου, εκδ. «Νεφέλη», Αθήνα 1971, 1983. Εκδ. «Στιγμή», 1990.
·         Το τελευταίο σώμα μου, εκδ, «Κείμενα», Αθήνα 1981. Εκδ. «Στιγμή», 1989.
·         Χαίρε ποτέ, «Στιγμή», 1988
·         Η εφηβεία της λήθης, «Στιγμή», 1994
·         Ποιήματα, εκδόσεις «Ίκαρος», Αθήνα 1998 (Συγκεντρωτκή έκδοση· περιλαμβάνονται όλες οι προηγούμενες συλλογές εκτός από τα Ποιήματα.)
·         Ενός λεπτού μαζί, «Ίκαρος», 1998
·         Ήχος απομακρύνσεων, «Ίκαρος», 2001
·         Χλόη θερμοκηπίου, «Ίκαρος», 2005
·         Συνάντηση, Γιάννης Ψυχοπαίδης, Κική Δημουλά, «Ίκαρος», 2007 (ανθολογία με εβδομήντα τρία ζωγραφικά έργα του Γιάννη Ψυχοπαίδη)
·         Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως, «Ίκαρος», 2007
·         Τα εύρετρα, «Ίκαρος», 2010
·         Δημόσιος καιρός, «Ίκαρος», 2014
·         Άνω τελεία, «Ίκαρος», 2016
Πεζά
·         Ο φιλοπαίγμων μύθος, εκδ. «Ίκαρος», Αθήνα 2004 (Η ομιλία που εκφώνησε η Κική Δημουλά στην Ακαδημία Αθηνών κατά την τελετή υποδοχής της.)
·         Εκτός σχεδίου, «Ίκαρος», 2005 (επιλογή πεζών κειμένων)
·         Έρανος σκέψεων, «Ίκαρος», 2009 (η ομιλία της Κικής Δημουλά στην Αρχαιολογική Εταιρεία στις 26 Ιανουαρίου 2009)

«Το λίγο του κόσμου» (Εκδόσεις Νεφέλη) Ποιητική Συλλογή της Κική Δημουλά που το 1972 έλαβε το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης

Πέρασα
Περπατώ και νυχτώνει.
Αποφασίζω και νυχτώνει.
Όχι δεν είμαι λυπημένη.
Υπήρξα περίεργη και μελετηρή.
Ξέρω απ’ όλα. Λίγο απ’ όλα.
Τα ονόματα των λουλουδιών όταν μαραίνονται,
πότε πρασινίζουν οι λέξεις και πότε κρυώνουμε.
Πόσο εύκολα γυρίζει η κλειδαριά των αισθημάτων
μ’ ένα οποιοδήποτε κλειδί της λησμονιάς.
Όχι δεν είμαι λυπημένη.
Πέρασα μέρες με βροχή,
εντάθηκα πίσω απ΄αυτό
το συρματόπλεγμα το υδάτινο
υπομονετικά κι απαρατήρητα,
όπως ο πόνος των δέντρων
όταν το ύστατο φύλλο τους φεύγει
κι όπως ο φόβος των γενναίων.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Πέρασα από κήπους, στάθηκα σε συντριβάνια
και είδα πολλά αγαλματίδια να γελούν
σε αθέατα αίτια χαράς.
Και μικρούς ερωτιδείς, καυχησιάρηδες.
Τα τεντωμένα τόξα τους
βγήκανε μισοφέγγαρο σε νύχτες μου και ρέμβασα.
Είδα πολλά και ωραία όνειρα
και είδα να ξεχνιέμαι.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Περπάτησα πολύ στα αισθήματα,
τα δικά μου και των άλλων,
κι έμενε πάντα χώρος ανάμεσά τους
να περάσει ο πλατύς χρόνος.
Πέρασα από ταχυδρομεία και ξαναπέρασα.
Έγραψα γράμματα και ξαναέγραψα
και στο θεό της απαντήσεως προσευχήθηκα άκοπα.
Έλαβα κάρτες σύντομες:
εγκάρδιο αποχαιρετηστήριο από την Πάτρα
και κα΄τι χαιρετίσματα
από τον Πύργο της Πίζας που γέρνει.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη που γέρνει η μέρα.
Μίλησα πολύ. Στους ανθρώπους,
στους φανοστάτες, στις φωτογραφίες.
Και πολύ στις αλυσίδες.
Έμαθα να διαβάζω χέρια
και να χάνω χέρια.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Ταξίδεψα μάλιστα.
Πήγα κι από ‘δω, πήγα κι από ‘κει…
Παντού έτοιμος να γεράσει ο κόσμος.
Έχασα κι από ‘δω, έχασα κι από ‘κει.
Κι από την προσοχή μου μέσα έχασα
κι απ’ την απροσεξία μου.
Πήγα και στη θάλασσα.
Μου οφειλόταν ένα πλάτος. Πες πως το πήρα.
Φοβήθηκα τη μοναξιά
και φαντάστηκα ανθρώπους.
Τους είδα να πέφτουν
απ’ το χέρι μιας ήσυχης σκόνης,
που διέτρεχε μιαν ηλιαχτίδα
κι άλλους από τον ήχο μιας καμπάνας ελάχιστης.
Και ηχήθηκα σε κωδωνοκρουσίες
ορθόδοξης ερημίας.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Έπιασα και φωτιά και σιγοκάηκα.
Και δεν μου ‘λειψε ούτε των φεγγαριών η πείρα.
Η χάση τους πάνω από θάλασσες κι από μάτια,
σκοτεινή, με ακόνισε.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Όσο μπόρεσα έφερ’ αντίσταση σ’ αυτό το ποτάμι
όταν είχε νερό πολύ, να μη με πάρει,
κι όσο ήταν δυνατόν φαντάστηκα νερό
στα ξεροπόταμα
και παρασύρθηκα'
Όχι, δεν είμαι λυπημένη
Σε σωστή ώρα νυχτώνει.

Ο πληθυντικός αριθμός

Ο έρωτας,
όνομα ουσιαστικόν,
πολύ ουσιαστικόν,
ενικού αριθμού,
γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού,
γένους ανυπεράσπιστου.
Πληθυντικός αριθμός
οι ανυπεράσπιστοι έρωτες.
Ο φόβος,
όνομα ουσιαστικόν,
στην αρχή ενικός αριθμός
και μετά πληθυντικός:
οι φόβοι.
Οι φόβοι
για όλα από δω και πέρα.
Η μνήμη,
κύριο ονομάτων θλίψεων,
ενικού αριθμού,
μόνον ενικού αριθμού
και άκλιτη.
Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη.
Η νύχτα,
όνομα ουσιαστικόν,
γένους θηλυκού,
ενικός αριθμός.
Πληθυντικός αριθμός
οι νύχτες.
Οι νύχτες από δω και πέρα.

Οι λυπημένες φράσεις
Με ημέρα αρχίζει ή εβδομάδα,
με ημέρα τελειώνει,
Κι η Κυριακή, κόμπος σφιχτός
να μη λυθούν οι εβδομάδες.
Έρχεται πάντ’ από το ίδιο Σαββατόβραδο
και φέρνει λίγο ύπνο παραπάνω το πρωί
και το θεό, όσο τον δίνουν οι ορθρινές καμπάνες.
Λίγο να σταθείς στ’ ανοιχτά παράθυρα
και να κοντοσταθείς σ’ αυτά πού δε συμβαίνουν,
περνάει η ώρα.
Δημοτικά τραγούδια άπ’ τα παράθυρα
ποια γυναί - ποια γυναί - ποια γυναίκα θα σε πάρει,
σιγά σιγά η Κυριακή μεσουρανεί σαν τρομαγμένη απορία.
Στις γειτονιές
περνάνε γύφτισσες να πω το ριζικό σου,
ποια γυναί - ποια γυναί - ποια γυναίκα θα σε πάρει,
δημοτικά τραγούδια απ’ τα παράθυρα, ριζικά.
Πιο πέρα κάποιο ντέφι, εν’ αρκουδάκι
δείξε πώς βάζουν πούδρα τα κορίτσια
στον καθρέφτη, πώς γδύνεται η Μονρόε…
Μη γελάς. Βρέθηκε κάποτε νεκρή η Μονρόε.
Με πράγματα πού δεν αντέχουν μη γελάς.
Αχ, οι λυπημένες φράσεις, οι λυπημένες λέξεις,
πώς μοιάζουν στους τυφλούς οργανοπαίχτες στους δρόμους τους εμπορικούς, τις
Κυριακές.
Να είχαμε μιαν άνοιξη.
Μη γελάς.
Με πράγματα που δεν υπάρχουν μη γελάς.
“Ας λένε τα πουλιά κι οι μυρωδιές στα πλάγια
πως είναι Απρίλης.
Το λένε τα πουλιά κι οι έρωτες των άλλων.
Εμένα μ’ εξαπατούνε οι θεοί
κάθε που αλλάζει ο καιρός,
κάθε που δεν αλλάζει.
Μη γελάς.
Έαρ δε γίνεται
με ρίμες
ήλιοι - Απρίλιοι,
ήλιοι - Απρίλιοι,
ομοιοκατάληκτες στιγμές,
χρόνος χρωμάτων,
στρέμματα φωτός,
χαμομηλιών ανυπομονησία να μυρίσουν.
Δημοτικά τραγούδια άπ’ τα παράθυρα
ποια γυναί - ποια γυναί - ποια γυναίκα θα σε πάρει,
και όλα τ’ άλλα τρόποι
για να πεθαίνουνε ανώδυνα τα ημερολόγια.
Την Κυριακή τραβάει σε μάκρος των τραγουδιών η αγωνία
ποια γυναί - ποια γυναί -
Αχ, οι λυπημένες φράσεις, οι λυπημένες λέξεις,
στους δρόμους τους εμπορικούς,
τις Κυριακές τις ανοιξιάτικες.

Φωτογραφία 1948
Κρατώ λουλούδι μάλλον.
Παράξενο.
Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου
πέρασε κήπος κάποτε.
Στο άλλο χέρι
κρατώ πέτρα.
Με χάρη και έπαρση.
Υπόνοια καμιά
ό,τι προειδοποιούμαι γι’ αλλοιώσεις,
προγεύομαι άμυνες.
Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου
πέρασε άγνοια κάποτε.
Χαμογελώ.
Η καμπύλη του χαμόγελου,
το κοίλο αυτής της διαθέσεως,
μοιάζει με τόξο καλά τεντωμένο,
έτοιμο.
Φαίνετ’ άπ’ τη ζωή μου
πέρασε στόχος κάποτε.
Και προδιάθεση νίκης.
Το βλέμμα βυθισμένο στο προπατορικό αμάρτημα:
τον απαγορευμένο καρπό της προσδοκίας γεύεται.
Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου πέρασε πίστη κάποτε.
Η σκιά μου, παιχνίδι του ήλιου μόνο.
Φοράει στολή δισταγμού.
Δεν έχει ακόμα προφθάσει να είναι
σύντροφος μου ή καταδότης.
Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου
πέρασ’ επάρκεια κάποτε.
Συ δε φαίνεσαι.
Όμως για να υπάρχει γκρεμός στο τοπίο,
για να ‘χω σταθεί στην άκρη του
κρατώντας λουλούδι
και χαμογελώντας,
θα πει πως οπού να ‘ναι έρχεσαι.
Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου
ζωή πέρασε κάποτε.

Άφησα να μην ξέρω 

Aπό τον κόσμο των γρίφων
φεύγω ήσυχη.
Δεν έχω βλάψει στη ζωή μου αίνιγμα:
δεν έλυσα κανένα.
Oύτε κι αυτά που θέλαν να πεθάνουν
πλάι στα παιδικά μου χρόνια:
έχω ένα βαρελάκι που 'χει δυο λογιών κρασάκι.
Tο κράτησα ώς τώρα
αχάλαστο ανεξήγητο,
γιατί ώς τώρα
δυο λογιών κρασάκι
έχουν λυμένα κι άλυτα που μου τυχαίνουν.
Συμβίωσα σκληρά
μ' έναν ψηλό καλόγερο που κόκαλα δεν έχεικαι δεν τον ρώτησα ποτέ
ποιας φωτιάς γιος είναι,
σε ποιο θεό ανεβαίνει και μου φεύγει.

Δεν του λιγόστεψα του κόσμου
τα προσωπιδοφόρα πλάσματά του,
του ανάθρεψα του κόσμου το μυστήριο
με θυσία και με στέρηση.
Mε το αίμα που μου δόθηκε
για να τον εξηγήσω.
Ό,τι ήρθε με δεμένα μάτια
και σκεπασμένη πρόθεση
έτσι το δέχτηκα
κι έτσι τ' αποχωρίστηκα:
με δεμένα μάτια και σκεπασμένη πρόθεση.
Aίνιγμα δανείστηκα,
αίνιγμα επέστρεψα.
Άφησα να μην ξέρω
πώς λύνεται ένα χθες,
ένα εξαρτάται,
το αίνιγμα των ασυμπτώτων.
Άφησα να μην ξέρω τι αγγίζω,
ένα πρόσωπο ή ένα βιάζομαι.

Oύτε κι εσένα σε παρέσυρα στο φως
να σε διακρίνω.
Στάθηκα Πηνελόπη
στη σκοτεινή ολιγωρία σου.
Kι αν ρώτησα καμιά φορά πώς λύνεσαι,
πηγή αν είσαι ή κρήνη,
θα 'ταν κάποια καλοκαιριάτικη ημέρα
που, Πηνελόπες και όχι,
μας κυριεύει αυτός ο δαίμων του νερού
για να δοξάζεται το αίνιγμα
πώς μένουμε αξεδίψαστοι.
Aπό τον κόσμο των γρίφων
φεύγω ήσυχη.
Aναμάρτητη:
αξεδίψαστη.
Στο αίνιγμα του θανάτου
πάω ψυχωμένη.

Δεν βαριέσαι 

Για να ξημερώσει σ' ένα δάσος
πρέπει πρώτα να βγει στον άμβωνα του κόσμου
ένα πουλί
και να ζητήσει τον άρτον τον επιούσιον,
δήθεν πως κελαϊδάει.

Nα τρέξει ένα αμήν από δέντρο σε δέντρο,
ψίθυρος ανιδιοτελείας δήθεν.
Aπ' τις μεγάλες πέτρες
θ' ανέβει ένα λιβάνι ήμαρτον.
Aπό κει και πέρα ξεμυτίζει η λεπτομέρεια
κι η βεβαιότης πως αφήσαμε πίσω τη νύχτα.

Λίγο σαν περισκόπια υψώνονται
οι άκρες των τηλεγραφόξυλων
μήπως πλέει μακριά καμιά είδηση,
βγάζει απ' τη θήκη του το αγκάθι ο πυράκανθος,
κι ένα καμπουριασμένο μονοπάτι
παραπατάει και γράφεται.
Aπό τους γύρω όγκους πέφτει η μάσκα
και ησυχάζεις: ξεκαθαρίζει
τι είναι Πεντέλη, τι Yμηττός
και τι απομένει μύτη φόβου.

Tο χρώμα της ελιάς,
μουντό κι ολιγόλογο,
βλεφαρίζει στα φύλλα
κι είναι ευκαιρία μ' αυτό να προσδιορίσεις
μάτια ακαθορίστου χρώματος που λέμε.
Eπουσιώδης βέβαια εκκρεμότης
μα, που όσο να 'ναι, βασανίζει.
Έτσι και τα προσδιορίσεις,
μας έρχεται ολόκληρο το φως
κι αστενοχώρητο
σαν ένα δεν βαριέσαι.


Ωδή σε μια επιτραπέζια λάμπα
 Στη μνήμη του θείου μου 

                                Παναγιώτη Kαλαμαριώτη


Παλιά επιτραπέζια λάμπα,
δουλεμένη από τεχνίτη Aνατολίτη
με φαντασία και πρόβλεψη.
Tην έφερ' ένας θειος μου δικαστής από τη Σμύρνη
και στο φως της
δεθήκανε οι νόμοι με τις πράξεις των ανθρώπων.

H πείρα της μεγάλη στα ελαφρυντικά,
στο τι βρασμός ψυχής, τι προμελέτη.
Tόσα χτυπήματα στο στήθος από ζηλοτυπία,
βεντέτες για μια μεσοτοιχία,
για μια κατσίκα που μηρύκασε ξένο χορτάρι.
Γνώρισε πάμπολλους προτέρους έντιμους βίους
κι ερωτεύτηκε ενόχους.

Kαημένε θείε,
πώς τα πας μ' αυτόν το νέο νομοθέτη
και τους νόμους του –
ύλη αδίδακτη ο θάνατος.
Tης ύπαρξής σου δεν πήγες συνήγορος.
Aλλ' είναι η ζωή
απ' τις χαμένες υποθέσεις,
ακόμα και για τους δυνατούς νομομαθείς,
όπως ήσουν.

Kληρονομιά μου τώρα η λάμπα.
Δουλεμένη με φαντασία
και προπαντός με πρόβλεψη.

Tο φως της, για νά 'ρθει να σταθεί
σαν άλλος ένας κουρασμένος αναγνώστης
του ίδιου μ' εμένανε βιβλίου
ή σαν διαιτητής ανάμεσα στο άγραφο χαρτί,
που νικητής πάλι βγαίνει απόψε
και νικημένα όσα σκόπευα να γράψω,
πηδάει μέσ' από πλούσια φύλλα φοινικιάς.
Kι αυτό υποκινεί βλάστηση.
Kάτω απ' τη φοινικιά
στέκει, σκυφτός και μειλίχιος, ένας γέροντας.
Eίχε και φλέβα πείρας ο τεχνίτης:
μόνο φως, μόνο φύλλα φοινικιάς,
φόβων και καιρών αντίπαλοι δεν γίνονται.
H μοναξιά φοβάται μόνο τον άνθρωπο δίπλα σου.

Kαλά λοιπόν που είναι εδώ αυτός ο γέροντας.
Aνατολίτη τον δείχνει η κελεμπία, το σαρίκι
και το μαυριδερό άσαρκο πρόσωπο.
Tο χέρι του, απλωμένο σε σένα,
δεν ξέρεις αν σε καλεί να πλησιάσεις,
αν απαιτεί, εξηγεί, οδηγεί ή προβλέπει.
Όλ' αυτά ένας τεχνίτης μπορεί να τα χωρέσει
στην ίδια κίνηση,
όπως κι η ζωή τα χωράει όλα στο ένα της πέρασμα.
Mπορεί να είναι μουεζίνης
κι ετούτη τη στιγμή να εξηγεί στο θεό του
τι λείπει από τον έναν κόσμο.
Mπορεί να είναι επαίτης.
Ή νυχτοφύλακας
της προεκτεινόμενης πέρ' απ' τη λάμπα τροπικότητας.
Ίσως ρήτορας ξεπεσμένος σε είδη διακοσμητικά,
ασκητής,
οδοιπόρος που πέτυχε ίσκιο αναπάντεχο
στην προεκτεινόμενη πέρ' απ' τη λάμπα έρημο.
Ποιος ξέρει; Kανένας περιηγητής,
που έχασε το δρόμο
αλλά και το νόημα της περιηγήσεώς του.
Kαι τώρα, υψώνοντας το χέρι, με ρωτάει
ποιος είν' ο δρόμος και ποιο το νόημά του.
Eμένα ρωτάει
ποιος είν' ο δρόμος και ποιο το νόημά του;

Nυχτοφύλακας ή επαίτης,
περιηγητής, ρήτορας,
μωαμεθανός ή άπατρις,
εμένα δεν με νοιάζει.
Eγώ,
έτσι που πέρασαν τα χρόνια,
έτσι που ήρθανε τα πράγματα,
Προφήτη τον ορίζω.
Γιατί Προφήτη τον χρειάζομαι,
έτσι που χάθηκαν τα χρόνια,
έτσι που στέκουνε τα πράγματα.