Μετά την έκλειψη της ανθρωπιάς
ξύπνησες και ούρλιαξες
μες στη νύχτα.
Κάτω απ’ τους τοίχους
γλίστρησες πεισματικά
να ξεφύγεις απ’ τα πλοκάμια και τα νύχια
ενός ύπουλου κι ακήρυχτου πολέμου,
που σου τράνταζε την ψυχή,
να υποταχτείς,
να μη σου μείνει
ούτε ένα στήριγμα να κρατηθείς,
για να καρφώσεις με χαρά
το ρόδο της αστροφεγγιάς
στο ξάστερο του κόσμου,
να γίνεις συ ο προπομπός μιας άνοιξης
που άρχισε να ξεμυτά,
κάθε πρωί να μας σκορπά
μες στη δροσιά τα πέταλά της,
να βρίσκουμε το δρόμο.
ξύπνησες και ούρλιαξες
μες στη νύχτα.
Κάτω απ’ τους τοίχους
γλίστρησες πεισματικά
να ξεφύγεις απ’ τα πλοκάμια και τα νύχια
ενός ύπουλου κι ακήρυχτου πολέμου,
που σου τράνταζε την ψυχή,
να υποταχτείς,
να μη σου μείνει
ούτε ένα στήριγμα να κρατηθείς,
για να καρφώσεις με χαρά
το ρόδο της αστροφεγγιάς
στο ξάστερο του κόσμου,
να γίνεις συ ο προπομπός μιας άνοιξης
που άρχισε να ξεμυτά,
κάθε πρωί να μας σκορπά
μες στη δροσιά τα πέταλά της,
να βρίσκουμε το δρόμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου