Μεσάνυχτα και κάτι.
Νυσταγμένο το φεγγάρι
χάθηκε στο δρόμο της περιπλάνησης.
Μετά την οδύσσεια της μέρας,
στην αμυδρώς φωτισμένη πλευρά της πόλης,
αραιά και πού κάποια βιαστική φιγούρα
σαν στο θέατρο σκιών
θολωμένη απ’ τους συλλογισμούς της μέρας
και τα όνειρα που έμειναν φτερουγίσματα,
χάνεται στο βάθος της κοιμισμένης πολιτείας,
λες και την κατάπιε το σκοτάδι.
Σ’ ένα παγκάκι αχνόφεγγο,
με φόντο τις αστρόφωτες πυγολαμπίδες,
νέος αναμαλλιασμένος σαν αγρίμι πληγωμένο,
με μια σύριγγα θανάτου στο χέρι
πιστεύει ότι θα κερδίσει τη μάχη της ζωής.
Αόρατα άσματα, μελωδικά,
με γεύση πικραμύγδαλου
απελευθερώνουν το άγχος της μέρας
και ανακατεμένα με τις κόρνες αυτοκινήτου
ραγίζουν τη σιωπή της αστρόφωτης νύχτας.
Ξαφνικά παραπατώντας
προβάλλουν μεσοστρατίς οι μελωδοί
ευτυχισμένοι απ’ τους χυμούς του Διονύσου.
Αφήνοντας τις σιωπές της νύχτας με τον κόσμο της
ανηφορίζω στην πολυτάραχη πόλη
με τα αυτοκίνητα ενοχλητικά σαν σφήκες,
τα φώτα να μην αφήνουν σπιθαμή γης κρυφή,
ενώ οι άνθρωποι αργοπερπατούν και συνομιλούν
δίνοντας άλλη γεύση ζωής.
Στην οθόνη του μαγικού κουτιού
γνωστή κυρία της αστραφτερής ζωής
και του μαγευτικού κόσμου του θεάματος
με του χρόνου τα υνιά να σκάβουν βαθιά
το ζεστό, πήλινο σώμα της,
αναπολεί την ένδοξη, την πλούσια,
τη σκορπίστρα ζωή
και μοιρολογώντας την κατάντια της
σαν ζήτουλας ζητά ελεημοσύνη για την προσφορά της.
Το σχήμα της συμπόνιας
στα ηλιοκαμένα πρόσωπα των αγροτών,
που ολημερίς μασουλούν μια μπουκιά ελπίδας
ανακατεμένη με το χώμα,
των οικοδόμων, σκιές στο γιαπί,
που το αγιάζι τους δέρνει αλύπητα
και περνάει ανενόχλητα απ’ τις τρύπιες τσέπες
των ανθρώπων του μόχθου,
ανέκφραστο.
Μη δοκιμάσεις με ρητορείες να τους αλλάξεις
κουφοί στο άκουσμά τους,
καυτός ο ιδρώτας ξεροψήνει το δέρμα τους
και στη μνήμη τους δεν έρχονται δροσερά καλοκαίρια.
Πέλαγος η ζωή γεμάτη ανθρώπινα κορμιά,
άλλα σαν μαδημένα νούφαρα το κύμα αποβράζει
και άλλα αγέρωχα, με κυβερνήτες σαν τον Οδυσσέα,
αρμενίζουν με θέα την Ιθάκη.
Αν μιλώ περισσότερο για τη στενάχωρη ζωή,
είναι γιατί πονάει και μένει περισσότερο στη μνήμη μας
σαν το ενδοδερμικό τατουάζ.
Οι φυλλωσιές και ο άνεμος σαν τα μικρά παιδιά
τρελό παιχνίδι έχουν αρχίσει.
Απρόσεκτος ο γοργοκίνητος
δροσιάς χαστούκια με γεμίζει
και μου έρχονται συνειρμικά σαν σε κινηματογράφο
σκηνές απ’ τη ζωή
κι ενώ στ’ αυλάκια του μυαλού
στριμώχνονται οι συλλογισμοί
σαν ξεπεταρούδια οι απορίες φτερουγίζουν.
– Γιατί στους δρόμους της ζωής άνθρωποι δύο ταχυτήτων
και η ζωή να σέρνεται στης νύχτας τα μπουντρούμια;
– Συμφέροντα, η στάμνα των ολίγων για να ξεχειλίσει!
Όλοι συνυπεύθυνοι μικραίνουν οι μπουκιές μας.
– Αδιαφορία για το τι γίνεται δίπλα μας!
Το πεινασμένο σκυλί θα μπει και στην αυλή μας.
– Φταίει το φως της ημιμάθειας,
που σκοτεινούς έχει τους δρόμους!
– Φταίει ο διαλογισμός,
που δείχνει μισοάδειο το ποτήρι!
– Φταίει η μυωπία μας,
που το αύριο δε λαγαρίζουμε παρότι στέκει εμπρός μας!
– Τι φταίει;
Η ζωή, σαν άλλος Πόντιος Πιλάτος, νίβει τα χέρια της,
βλαστήμιες δεν της αρμόζουν.
Έργο καλλιτεχνικό στης πλάσης το καναβάτσο
με τις πινελιές του κάθε δημιουργού
την εικόνα της ν’ αποτυπώνουν.
Γιάννης Τάτσης
Από την ποιητική συλλογή "Ταξίδι Ονείρου"