τιμητική διάκριση στους 34ους Ποιητικούς Δελφικούς Αγώνες.
Είμαστε ο νεόφυτος πολιτισμός της σήψης.
Αρχαιοκάπηλοι κάθε θυσίας των προγόνων,
τυμβωρύχοι στα ιερά λείψανα της ιστορίας.
Είμαστε οι δήμιοι που βεβηλώσαμε τα Ηλύσια πεδία,
αποκάμοντας τα κενοτάφια του θάρρους και της αρετής.
Αυτοί που υφάρπαξαν τον μίτο από τα χέρια του Θησέα,
παραβιάζοντας το πιθάρι της Πανδώρας,
κραδαίνοντας τον μαινόμενο θίασο του ερέβους.
Είμαστε αυτοί που υποκλίνονται δουλικά, στη ματαιοδοξία και τον φθόνο,
χαράζοντας τα ονόματά μας, στη συλημένη κλίνη του αγνώστου στρατιώτη.
Αυτοί που ακόνισαν το σκουριασμένο σφυρί του Ηφαίστου,
στην κολυμπήθρα της λήθης·
Νοτίζοντάς το με τα δάκρυα του Λεωνίδα και του Αλεξάνδρου,
χαλυβδώνοντας αδυσώπητα τις αλυσίδες, πάνω στον βράχο του Προμηθέα.
Είμαστε το ψηφιδωτό της άγνοιας, ορκισμένο σ’ αιματοβαμμένα ράσα,
συνδαιτυμόνες του φόβου, μεταλαμβάνοντας τον Αχέροντα
σε μικρές δόσεις θανάτου.
Ο νάρκισσος οίστρος, που χορεύει διονυσιακά στο σπήλαιο του Πλάτωνα, παραδίδοντας τις ψυχές μας, στη ζοφερή Άτροπο της φιλαυτίας.
Το ξήλωμα και η ραφή που παλεύουν για το μαντάρισμα των σαβάνων.
Αυτοί, που εξοστρακίζουν στα πυρωμένα σπλάχνα της κοίλης γης,
την όσια τέφρα των αδάμαστων εραστών.
Είμαστε οι αδηφάγοι ρήτορες, όταν η αλήθεια ελλοχεύει στη μήτρα
του σύμπαντος, ξεγυμνώνοντας τη δυσωδία των ακάθαρτων εμβλημάτων.
Το δολωμένο βλέμμα, που σέρνεται πίσω από τη λατρεία της ηδονής.
Τα λυσσασμένα χείλη της αλαζονείας,
που αρνήθηκαν να πιουν το άγιο νάμα, απ’ τις παλάμες του Θεού.
Τα οκνηρά ώτα, στους βρυχηθμούς των σοδομισμένων ονείρων.
Είμαστε αυτοί που κηλίδωσαν με το άγγιγμά τους,
το ελλάνιο όλων των ένδοξων αιώνων, που σμίλευσαν οι προκάτοχοί μας.
Αρχαιοκάπηλοι κάθε θυσίας των προγόνων,
τυμβωρύχοι στα ιερά λείψανα της ιστορίας.
Είμαστε οι δήμιοι που βεβηλώσαμε τα Ηλύσια πεδία,
αποκάμοντας τα κενοτάφια του θάρρους και της αρετής.
Αυτοί που υφάρπαξαν τον μίτο από τα χέρια του Θησέα,
παραβιάζοντας το πιθάρι της Πανδώρας,
κραδαίνοντας τον μαινόμενο θίασο του ερέβους.
Είμαστε αυτοί που υποκλίνονται δουλικά, στη ματαιοδοξία και τον φθόνο,
χαράζοντας τα ονόματά μας, στη συλημένη κλίνη του αγνώστου στρατιώτη.
Αυτοί που ακόνισαν το σκουριασμένο σφυρί του Ηφαίστου,
στην κολυμπήθρα της λήθης·
Νοτίζοντάς το με τα δάκρυα του Λεωνίδα και του Αλεξάνδρου,
χαλυβδώνοντας αδυσώπητα τις αλυσίδες, πάνω στον βράχο του Προμηθέα.
Είμαστε το ψηφιδωτό της άγνοιας, ορκισμένο σ’ αιματοβαμμένα ράσα,
συνδαιτυμόνες του φόβου, μεταλαμβάνοντας τον Αχέροντα
σε μικρές δόσεις θανάτου.
Ο νάρκισσος οίστρος, που χορεύει διονυσιακά στο σπήλαιο του Πλάτωνα, παραδίδοντας τις ψυχές μας, στη ζοφερή Άτροπο της φιλαυτίας.
Το ξήλωμα και η ραφή που παλεύουν για το μαντάρισμα των σαβάνων.
Αυτοί, που εξοστρακίζουν στα πυρωμένα σπλάχνα της κοίλης γης,
την όσια τέφρα των αδάμαστων εραστών.
Είμαστε οι αδηφάγοι ρήτορες, όταν η αλήθεια ελλοχεύει στη μήτρα
του σύμπαντος, ξεγυμνώνοντας τη δυσωδία των ακάθαρτων εμβλημάτων.
Το δολωμένο βλέμμα, που σέρνεται πίσω από τη λατρεία της ηδονής.
Τα λυσσασμένα χείλη της αλαζονείας,
που αρνήθηκαν να πιουν το άγιο νάμα, απ’ τις παλάμες του Θεού.
Τα οκνηρά ώτα, στους βρυχηθμούς των σοδομισμένων ονείρων.
Είμαστε αυτοί που κηλίδωσαν με το άγγιγμά τους,
το ελλάνιο όλων των ένδοξων αιώνων, που σμίλευσαν οι προκάτοχοί μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου