Μάρκο σε θυμάμαι να πετάς τεράστιους
χαρταετούς
μόνος τους έφτιαχνες χωρίς κανέναν
ν’ακούς
μάνες από καλάμια, πολύχρωμοι ένα μπόι
μεγάλοι
μικρότεροι εμείς τρέχαμε να σου κάνουμε ‘’κεφάλι’’
Τους έσπρωχνε ο αέρας και έφθαναν στον ουρανό
πουλιά εξωτικά αλλόκοτα με ουρά μεγάλη
κι άφηνες όλη τη καλούμπα εσύ, να πάνε
στο θεό
το’ ξερες η ζωή τους ήταν μια, δεν είχαν
άλλη.
Μέχρι που χάνονταν στον ουρανό,
κουκίδα
μα εσύ κρατούσες το σχοινί γερά είχες
ελπίδα
στο πρόσωπο σου βλέπαμε μια Άγια ηρεμία
σαν να’ ταν η ψυχή σου εκεί να άγγιζε τα
Θεία.
Οι φορτωμένοι με ελπίδες κι όνειρα
χαρταετοί σου
στα ζύγια τους, σαν να κουβαλούσαν και τη
ζωή σου
Μα πάντα κάποια στιγμή άλλαζε ο αέρας
ξαφνικά
έκοβε το σπάγκο κι ο αητός χανόταν
μακριά.
Σε λίγες μέρες άλλον έφτιαχνες και ήσουν
πάλι εκεί
αλλά κι αυτός είχε την ίδια μοίρα τη
σκληρή.
Τα χρόνια πέρασαν και η ζωή άλλαξε πολύ
χαθήκαμε άγνωστοι γίναμε, στης πόλης τη
βουή.
Ήταν δεκαεπτά Νοέμβρη το εβδομήντα τρία
όταν μάθαμε για την άνανδρη σου δολοφονία.
Ήσουν ψηλά σε ταράτσα σε πολυκατοικία
αντιδρούσες κι εσύ ενάντια στη δικτατορία.
Εκείνο το πρωί δεν ήταν ο αέρας που τέντωσε
το σχοινί
ήταν βλήμα όπλου παράφρονα που σου πήρε τη
ζωή.
Άνανδρος δολοφόνος σου έκοψε αναίτια το
νήμα της
στυγνής αυταρχικής εξουσίας έπεσες θύμα
της.
Σημαδεύτηκε για πάντα και πάγωσε η παιδική
μας η ψυχή
θυσιάστηκε ένας φίλος, ένα εικοσιτριάχρονο παιδί.
Ας είναι
αιώνια η μνήμη σου κι ψυχή σου αναπαυμένη
ηρωικά ψηλά, εκεί στους χαρταετούς σου,
πούνε χαμένοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου