Σελίδες

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2018

Ο Χρόνος και ο Λόγος : Συλλογικό έργο / Συλλογή Ποιημάτων και επιμέλεια έκδοσης και ανάρτησης Δημήτριος Γκόγκας / 12 Οκτ 2018 (Ενότητες: Δοκίμιο και Ποίηση σε έμμετρο στίχο)

Ο Χρόνος και ο Λόγος







Ποιήματα, Κείμενα, Διηγήματα, Σκέψεις, αποφθέγματα
και ένα Δοκίμιο για τον χρόνο




ISBN 978-9925-7392-3-3


----------------------------------------------------------------------------------------


της Φωτεινής Κουφογάζου


Χρόνος και Σοφία  [απόσπασμα]

         Το παράλογον και παράδοξον στην ιστορία «Άνθρωπος», είναι ο χρόνος.
Όχι αυτός που μετράμε με τα ρολόγια, μια υβριδική έννοια που προκύπτει από την εισβολή της ιδέας του χώρου στην επικράτεια της καθαρής συνείδησης,
αλλά, ο άλλος, ο εσωτερικός, εκείνος που μας σπρώχνει συνεχώς στο επέκεινα,
το γραμμικό συνεχές, στο οποίο τα γεγονότα συμβαίνουν με εμφανώς μη αναστρέψιμη τάξη.
-Στην πραγματικότητα αυτές οι χρονικές μονάδες δεν υπάρχουν, γιατί ο χρόνος, είναι μια μελωδία, ένα ποτάμι. Η ιδιαιτερότητά του, έγκειται στο γεγονός, ότι κυλά μέσα από τα χέρια μας σαν νερό, είναι αψηλάφητος, -όπως το έθεσε ο Άγιος Αυγουστίνος.
Ένα ισχυρό ρεύμα μεταφέρει την ανθρωπότητα στο ποτάμι του χρόνου.
Ο άνθρωπος είναι προσωρινός, φευγαλέος, καθώς δεν μπορεί να αδράξει σταθερά ένα σημείο και να αντισταθεί στο ρεύμα του.
Στην πραγματικότητα, εμείς, είμαστε ο Χρόνος, παράδοξο, αλλά αληθινό, ότι, ενώ είναι αγέννητος και αθάνατος, σύρεται στο οντικό σύμπαν από τα όντα που ο ίδιος δημιούργησε.
Και μην μου πείτε πώς δεν ακολουθεί τη νομοτέλεια...
κατά βάθος, όλοι γνωρίζουν πού πάμε, απλά, αδυνατούν ν' αποδεχτούν το γεγονός.
        Τα παράδοξα του Αριστοτέλη και του Ζήνωνα για τον χρόνο και τον χώρο, ώθησαν Ατομιστές όπως ο Επίκουρος και ο Διόδωρος Κρόνος, να θεωρήσουν τη δομή του κοκκιώδη.
Οι θεοί, κατά τον Επίκουρο, είναι έξυπνο δημιούργημα των εξουσιών, για να διαχειρίζονται τους ανθρώπους από «μέσα», απ' τον αρχέγονο φόβο του θανάτου.
Πολλοί από μας, ίσως θέλουν ν' ακουμπάνε κάπου το μυαλό, τη σκέψη,
καθότι βροτοί, ανασφαλείς και φοβικοί στην ιδέα του θανάτου,
κι αυτό το «κάπου» είναι οι κατά κόσμον θρησκευτικές απόψεις και θεωρίες.
Υπόσχονται τον παράδεισο με την συγχώρεση και την άφεση, και αν μη τι άλλο, το μόνο που κάνουν είναι να εγκλωβίζουν τη σκέψη, με το φόβο της αμαρτίας, της ενοχής και του ευνουχισμού.
Όλη αυτή συμπεριφορά, ερμηνεύεται ως ακατανόητη και παράφορη.
Ο εγκλωβισμός της σκέψης, δεν απελευθερώνει το μυαλό, έτσι ώστε να δούμε, από μια διαφορετική οπτική θέση τα πράγματα.
        Ότι βλέπουμε είναι μια ερμηνεία της πραγματικότητας, που βασίζεται σε υποκειμενικά, ελαττωματικά ή προκατειλημμένα παραδείγματα.
Αυτό έχει επιπτώσεις όχι μόνο στο πώς αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο, αλλά και πώς αντιλαμβανόμαστε τους ανθρώπους..
Ο άνθρωπος, δε μαθαίνει τίποτε νέο παρά μόνο αποκτά συνείδηση των όσων ήδη γνωρίζει. Η γνώση, είναι ανάμνηση, προϋπάρχει μέσα μας...
        Περιέργως, σπρώχνουμε το χρόνο να φύγει, να κυλίσει γρήγορα, βιαζόμαστε να διώξουμε τις ώρες, τους μήνες, τον καιρό, να έλθει η επόμενη μέρα, η επόμενη Κυριακή, η επόμενη εβδομάδα, ο μήνας....
Το ταυτόχρονο μοιάζει με τις νότες ενός μουσικού κομματιού, που δεν παίζονται μόνον ως διακεκριμένες, αλλά ως συγχορδίες, δηλαδή ταυτόχρονα.
      Εμμέσως πλην σαφώς, υποσυνείδητα οδεύουμε την κατιούσα εν αγνοία μας, (εφόσον η γέννηση, είναι για μας η έναρξη-αρχή του χρόνου μας.)
ή εν γνώσει, με ματαιοδοξία και εγωϊσμό, γιατί αναντίρρητα, δε γνωρίζουμε πώς, να αξιοποιήσουμε τη ζωή που μας έχει απομείνει.
Το άγιο δίπτυχο τούτης τής σταγόνας, που λέγεται ζωή...είναι: -Διάβαζε και Ζήσε.
      Είναι δύσκολο να κατανοήσουν οι άνθρωποι το Χρόνο, σαν κάτι οικείο σ' αυτούς.
Φαίνεται μάλιστα αδύνατη αυτή η κατανόηση, επειδή είναι πνιγμένοι στα λόγια, έχασαν την βαθιά γνώση των πραγμάτων.
Η Σοφία, είναι ο δίκαιος νόμος που ενυπάρχει στον Χρόνο, και η δύναμή του, αλλά και το κορυφαίο από τα γνωρίσματά του.
Αυτή λοιπόν, η Σοφία, αναδείχθηκε σε κυρίαρχη του -Είναι- δύναμη, όπως και ο Χρόνος, στον οποίο εμφωλεύει και από τον οποίο αντλεί την ισχύ της.
Και δεν υπάρχει τρόπος τεχνικός να γνωρίζει κάποιος και να αποδείξει ό, τι την χαρακτηρίζει, εάν δεν γίνει αυτός κοινωνός του 'Έρωτος και της «φροντίδος σχάσεως» όπως επίσης της εκστάσεως και της διαστολής του Εγώ προς τα Άλλα.
      Μέσω της Σοφίας και των έργων του Χρόνου, γίνεται φανερό, ποια είναι η αφύσικη και ατελής ύπαρξη, και ακόμη, σε ό, τι φαίνεται τέλειο, και σε ό, τι είναι δυσδιάκριτο, είναι φανερή η διαφθορά.
      Η Σοφία δεν έχει να κάνει με το πόσες πληροφορίες έχει αποκτήσει κάποιος στη ζωή του, ή πόση τυπική μόρφωση και πόσες επαγγελματικές ικανότητες έχει.
Η Σοφία είναι το σύνολο των εμπειρικών γνώσεων κατά τη διάρκεια του βίου, είναι όλα εκείνα τα σταλάγματα που αποκομίζονται ,διευρύνονται και αναλύονται ανάλογα με το βάθος της εσωτερικής ματιάς και οπτικής γωνίας.
Είναι η αυτογνωσία, είναι η επίγνωση είναι η Υπέρβαση.
Από έρευνα που έχει γίνει αλλά και από την εμπειρική μας γνώση (προσωπική και κοινωνική), αποδεικνύεται πως: οι γηραιότεροι είναι πιο σοφοί, με την έννοια ότι μαθαίνουν να αποδέχονται τις συνεχείς αλλαγές στη ζωή και μπορούν να τα βγάζουν πέρα καλύτερα με τις συγκρούσεις, όντας πιο συναινετικοί από τους νέους, που τείνουν να επιδεινώνουν τα πράγματα με την επιθετική στάση τους.
Γιατί Σοφία είναι Λόγος, είναι η ευβουλία, η πνευματική ετοιμότητα, η ικανότητα του διακρίνειν, η αγάπη στην αλήθεια, στην ανθρωπιά και στη ζωή. Είναι η βαθιά εκείνη ικανότητα που συνδυάζει την εμπειρική γνώση και  αναπτύσσει την κριτική σκέψη
Είναι η φρόνιμη και λογική εφαρμογή της γνώσης για αυτοκριτική και επίγνωση.
      Κατά τον  T. S. Eliot, η μόνη Σοφία που ελπίζουμε πως μπορεί να αποκτήσουμε είναι εκείνη της ταπεινοφροσύνης
Είναι το μήνυμα της μυστικιστικής εμπειρίας από τη μυστικιστική εσωτεριστική γνώση για το σκοπό της ανθρώπινης ζωής και τη σχέση της με την αιωνιότητα,
όπου η σύμπτωση μορφής και ουσίας δίνουν  δύναμη και ομορφιά.
Είναι μια εξελικτική πορεία προς την Υπέρβαση που κορυφώνεται στην Ένωση με το Απόλυτο.
Η παρουσία του παρόντος και του παρελθόντος στο μέλλον συνδέεται  με την έννοια του νόμου ανταπόδοσης των πράξεων προηγούμενων ζωών, ο παρελθών χρόνος είναι πάντα παρών, δεν λυτρώνεται γιατί πάντα σχετίζεται με τον παρόντα χρόνο.
Ο χρόνος δεν εξαγοράζεται.
Ό,τι θα μπορούσε να έχει γίνει κι ό,τι έγινε, κατευθύνουν σ’ ένα σκοπό που είναι πάντοτε παρών σαν μια δυνατότητα για τον άνθρωπο να διαλέξει αυτό το μονοπάτι που οδηγεί σε μια άλλη σφαίρα ύπαρξης, διαφορετική που θα αλλάξει τη μοίρα του.
Αναμνήσεις έρχονται στη μνήμη από βήματα που έπρεπε να γίνουν και δεν έγιναν στο μονοπάτι που οδηγεί στο ροδόκηπο της υπερβατικής ζωής για το δρόμο της γνώσης.
         «-Τι είναι, λοιπόν, ο χρόνος; Αν δε με ρωτά κανείς, γνωρίζω. Αν, όμως,, θέλω να το εξηγήσω σε κάποιον που με ρωτά, δε γνωρίζω. Αλλά σε κάθε περίπτωση τολμώ να πω πως τούτο γνωρίζω Αν τίποτε δεν τελείωνε, δε θα υπήρχε παρελθόν. Αν τίποτε δεν πλησίαζε, δε θα υπήρχε μέλλον. Αν τίποτε δεν υπήρχε, δε θα υπήρχε και παρόν. Όμως, πώς είναι δυνατόν να υπάρχει το παρελθόν και το μέλλον, αφού τo παρελθόν πέρασε και το μέλλον δεν έχει έρθει ακόμη; Από την άλλη, αν το παρόν ήταν πάντα παρόν και δεν κυλούσε, το παρελθόν δε θα ήταν χρόνος αλλά αιωνιότητα Αλλά, αν ήταν το παρόν μόνο χρόνος, γιατί κυλά στο παρελθόν, πώς μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει; Υπάρχει, μόνον γιατί κάποια στιγμή θα πάψει να υπάρχει. To μόνο, λοιπόν, που μπορούμε να βεβαιώσουμε είναι ότι ο χρόνος οδηγεί στη μη-ύπαρξη.»( -Άγιος Αυγουστίνος-)




 ΑΛΕΞΙΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Ο ΓΕΡΟΣ

                      "Στην άμμο τα έργα στήνονται μεγάλα των ανθρώπων
                       και σαν παιδάκι τα γκρεμίζει ο Χρόνος με το πόδι."
                                   Κ. Γ. Καρυωτάκης / Φθορά       

   Μικρός Σαμουράι τολμηρά, σπαθιά του φοράει κοφτερά
   κι ορμά σε Δρυμό ( σαν φωτιά ) που οι φήμες ουρλιάζουν: "Κρατά
   νεράιδες και δράκους στοιχειά, που κόβουν ζωής την τροχιά."

   Εμπόδιο μπροστά ο Δισταγμός, πανούργος της Τόλμης χαμός.
   _"Φοβάσαι" φωνάζει ο φρικτός, "για σέναν ο Δρόμος κλειστός."
   _"Σαγίτα σου στέλνω" ο μικρός, κι ο πρώτος εχθρός του νεκρός.

   Πιο πέρα κοιτά Λυγερή, λευκό της μετάξι φορεί.
   _"Φιλί" η Λησμονιά του ζητεί, τη Μνήμη του αλήθεια απαιτεί.
   _"Μαντήλα σου κλέβω" ( σιγή• ) και τ' άτι μακριά τ' οδηγεί.

   Δυνάστης γεννάει τις Πληγές, του Κόσμου χαλάει τις Αυγές.
   _"Κατάνα αν μου δώσεις διπλές, τον Πλούτο προσφέρω_ τι λες;"
   _"Δικές σου" απαντάει με ιαχές, λεπίδες τινάζονται οχιές.

   Στο τέρμα το Χρόνο απαντά, κι ο Γέρος με δόλο ρωτά:
   _"Τους πάντες νικάς σαν παιδιά• με 'μένα διαθέτεις καρδιά;"
   _"Χάι, σούρικεν στέλνω σειρά" του Γέρου τρυπάει τα πλευρά.

   Μα... ο Νέος κυλιέται απνοής: _"Αισθάνομαι τέλος ζωής•
   αδύναμος γέρνω στη γης, σε γήρατος φρίκη πληγείς!"
   _"Εγίνης ( που να φανταστείς! ) του χρόνου σου, ναι, ο χαλαστής."

   Γερνά ο Σαμουράι ξεψυχά, το γέλιο σου Χρόνε αντηχά...


*Κατάνα: Ιαπωνική σπάθη μάχης.
*Σούρικεν: Αστέρια μεταλλικά κι αιχμηρά
που ο πολεμιστής τα πετάει
 με ορμή στους εχθρούς του.


*

ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΛΕΞΙΑΔΗΣ

ΤΟΥ  ΧΡΟΝΟΥ ΤΑ ΑΠΡΟΣΜΕΝΑ


Μεγαλώσαμε φίλε μου,
και o χρόνος αλλιώτικος μας μοιάζει,
το κάθε πράγμα που ‘σπρωχνες,
τ αφήνεις τώρα να ωριμάζει.

Δεν δέχεσαι παράταιρα
να σου χαλούνε τις στιγμές σου,
φτιάχνεις γεγονότα στρόγγυλα,
να κλείνουν τις χαρές σου.

Χορογραφία έγινε η κίνηση,
που απ’ τα εσώψυχα σου βγαίνει,
και η παλέτα των ματιών,
ζεστά χρώματα στον άλλον φέρνει.

Μεγαλώσαμε αδερφέ μου,
και μίκραινε o χρόνος,
λυτρωμός έγινε το γέλιο σου,
και σοφία o δικός σου πόνος.

Φτιάχνε ήλιους το πρωί....
για να χεις καλή τη μέρα....

 *

ΑΡΗΣ ΑΛΜΠΗΣ

ΧΡΟΝΟΣ 2

Χρόνε εχθρέ, που μας πεθαίνεις,
χρόνε εχθρέ, που μας γερνάς,
που τους ανθρώπους ξεσκεπάζεις,
που τη νεότητα ξεχνάς.

 Χρόνε που τρέχεις δίχως στάση,
δεν ξέρεις πλούσιους και φτωχούς,
μες στη φθορά σου κάθε δράση,
χάρη δεν κάνεις στους καλούς.

 Φίλε μας χρόνε, πώς δαμάζεις
πάθη που ήτανε θεριά;
Φίλε μας χρόνε, πώς λιμάρεις
νύχια που ήτανε σπαθιά.

 Άφιλε χρόνε, μνημοπνίχτη,
πώς ξεθωριάζεις τα παλιά,
όμορφες σχέσεις τις θαμπώνεις,
αγάπες ρίχνεις στην πυρά.

 Εσύ  των πάντων καταλύτης,
του σύμπαντος ο βασιλεύς,
νέων αστέρων ο γεννήτωρ,
των παλαιών καταστροφεύς.

 Χρόνε ανίκητε δυνάστη,
χρόνε αδίστακτε θεέ,
ακούραστε χαλασοχτίστη,
δεν ξέρεις τι θα πει ποτέ.
 *


ΕΙΡΗΝΗ ΑΝΔΡΕΟΥ

ΣΑΝ ΚΟΜΠΑΡΣΟΣ ΣΕ ΤΑΙΝΙΑ … 

Αρχίζει να βραδιάζει
κι ο χρόνος με τρομάζει
πόσο γρήγορα κυλά ...
στα ίδια και στα ίδια...
Αρχίζει να βραδιάζει
κι ένα δάκρυ πάλι στάζει
και στο μάγουλο κυλά....
χαράσσει μια ρυτίδα..

Πλησιάζει πια το δείλι
και γω έζησα σαν ξένος
σαν κομπάρσος σε ταινία....
ψεύτικα φιλούσα χείλη
κι ας αγάπησα με σθένος
ποια πληρώνω αμαρτία;

Αρχίζει να βραδιάζει
κι η καρδιά μου μπάζει
από χίλιες δυο ρωγμές...
πλησιάζει πια η δύση
πάμε φίλε μου κομπάρσε
γέλα, αγάπησε και κλάψε
όπως έκανες και χτες.......
μια ζωή στις ψευδαισθήσεις....

 *

ΕΙΡΗΝΗ ΑΝΔΡΕΟΥ

ΟΝΕΙΡΟ ΑΝΟΙΞΗΣ

Χρόνια και χρόνια περιμένω
και ας μην ξέρω τι καρτερώ
πέφτω, σηκώνομαι μα επιμένω
κυλάει ο χρόνος σαν το νερό.

Σαν το ποτάμι κι εγώ στην άκρη
τα όνειρα μου με προσπερνούν
δέντρ' ανθισμένα τα καλοκαίρια
και τα φθινόπωρα φυλλοροούν..

Φύλλα στον άνεμο, και πάνε
μες στο ποτάμι τα παίρν' η βροχή
κι έρχεται η άνοιξη και μου γελάνε
και ξαναρχίζω απ την αρχή.

Χρόνια και χρόνια περιμένω
τι περιμένω, το ξέρω θαρρώ...
κάτι άπιαστο κι' αγαπημένο
όνειρο άνοιξης αλαργινό....

 *

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΓΑΛΙΑΝΔΡΑ

ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Πάλι με χτύπησε ο χρόνος στην καρδιά
της πίκρας το μαντήλι μου κρατάω
κι έτσι ξυπόλητη με ξέπλεκα μαλλιά
παίρνω απόφαση βαριά και το φοράω.

Δεν με πειράζει που οι μέρες μου χαλούν
κι έτσι τα χρόνια μου που άδικα περνάνε
σε 'κείνο όμως που τα μάτια μου πενθούν
είναι που ψέματα μαζί  μου πια γερνάνε.

Έλα στο πλάι μου για λίγο να σταθείς
να δεις , αν θέλεις , άθελά μου που βαδίζω
κι ύστερα φύγε, δεν μπορώ να σ' αντικρύζω.

Έλα και τίποτα μην πεις αυτή την ώρα
του χρόνου εγώ γνωρίζω το σκοπό
γιατί με χτύπησε αλύπητα η μπόρα.


*

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΑΤΣΙΑΝΤΩΝΗΣ

ΧΡΟΝΟΣ ΑΧΡΟΝΟΣ


Νά  ’ταν ο χρόνος άχρονος
κι αιώνια η στιγμή,
ατέλειωτο της νιότης φως
κι ο πόνος σταλαμή.

Νά ’ταν ο χρόνος νά (έ)χανε
λογαριασμό και λήξη,
να μην μπορούσε νά ’κανε
τα δόντια του να τρίξει.

Να ’ταν στο χρόνο άφθαρτο
τ’ ωραίο πρόσωπό σου
κι όταν κοντά σου ’ναι να ’ρθώ,
να φώτιζα απ’ το φως σου.

Κι οι δυο στο χρόνο νά ’μασταν
σ’ αιώνια αφθαρσία
κι η αγάπη μας θε να βαστά
για πάντα, με ουσία.


 * 
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΑΤΣΙΑΝΤΩΝΗΣ

ΧΡΟΝΟΥ ΧΡΟΝΙΚΟ

Θα γράψω Χρόνου Χρονικό
σε ύφος μονοτονικό
και κλίση στο ειρωνικό,
να θίγει τεκταινόμενα,
θα τα στοιχίσω με σειρά,
τα δεξιά, τ’ αριστερά,
που κολυμπούν, πού ’χουν φτερά,
τα πριν και τα επόμενα.

Θα πω για χρόνου γέννηση
που απωθεί το πέρυσι
και δίνει νέα ώθηση
για νέα, φρέσκα δρώμενα.
Μ’ αυτού του πέρσι το ποιόν
το αγνοεί, κατά Θεόν
κι εν μέσω αυθαιρεσιών
ψάχνει για νέα κτώμενα.

Όλου του χρόνου τους καρπούς,
καρπούς του “εὖ” ή χαλεπούς,
καρπούς ληγμένους ή νωπούς,
του σκόρσου ή της άνεσης,
που ζουν σε σκότος ή σε φως,
π’ ακούς κι ας είσαι και κουφός,
να εκθειάζονται σαφώς,
εν μέσω αντιπαράθεσης.

Κράζεις να φύγει η χρονιά
που σ’ έστησε σε μια γωνιά,
με μια στο πρόσωπο μπουνιά
και κλαις μ’ ένα παράπονο
πως φεύγει ο χρόνος αστραπή
και δεν μπορεί ν’ ανατραπεί,
είν’ οι καρποί του ποταποί
και σε αφήνει άφωνο.


 *

ΧΡΗΣΤΟΣ Ν. ΚΟΥΚΟΥΣΟΥΡΗΣ

Η ΖΩΗ ΔΕΝ ΧΑΝΕΤΑΙ

‘Όπως τον κόσμο κοίταζες στο βράχο καθισμένη
κι αναπολούσες εποχές που έζησες ξεγνοιασιάς,
με δυο μικρά κυκλάμινα η σχισμάδα στολισμένη
σου έδειχνε πως δεν χάνεται η ζωή όπου κι αν πας.

Είναι που τα χαμόγελα δεν έρχονται με τρένα
κι οι ελπίδες δεν γλυκοπετούν μ’ αγγέλων τα φτερά
εσύ πάντοτε φρόντιζες να ντύνεσαι στην πένα
ν’ ακολουθείς το ένστικτο και να πατάς γερά.

Είναι που η αγάπη μας γεννήθηκε στη σκόνη
και τα όνειρά μας, πλήγωναν κάθε γλυκιά βραδιά,
κι όπως τα χρόνια πέρασαν καρδιά, μείναμε μόνοι
κι απ’ το τραγούδι έμεινε μια κίβδηλη ροκιά.

Ένα σου δάκρυ έφτανε το βράχο να δροσίσει
το κλάμα σου σαν μια βροχή τους κήπους της καρδιάς,
φαντάσου, η αγάπη μας μπορούσε και ν’ ανθίσει
αν στο τραγούδι πρόσθετες δυο νότες ανθρωπιάς.

Είναι που εκείνος ο καιρός και ότι κουβαλούσε
νύχτωνε και ξημέρωνε πάντα αφαιρετικά,
χανόμουν και χανόσουνα και ότι μας πονούσε,
είναι αυτό που τελικά μας τρώει τα σωθικά.

Είναι που δεν κατάλαβες πως κάποτε τελειώνει
χάνεται η ελπίδα και μαζί χάνεται κι η μιλιά
κι όπως ο πόνος, σύντροφος στο βράχο που είσαι μόνη
και ο χρόνος της αναμονής γίνεται μια θηλιά.




*
ΧΡΗΣΤΟΣ Ν. ΚΟΥΚΟΥΣΟΥΡΗΣ

ΤΟ ΓΡΑΜΜΕΝΟ ΤΑΞΙΔΙ

Τώρα σου δείχνω μια φωτογραφία,
πρωτίστως τα λόγια δεν φτάνουν,
το γραμμένο ταξίδι το πρώτο
δεν ξεκίνησε ως φαίνεται ακόμα,
λέξεις φευγάτες σε σκέψη με βάνουν,
μάτια θολά δίχως χρώμα.

Ήταν τότε… μικρή σ’ έναν κάμπο
αγκαλιά γελαστά και τα δύο
το χορτάρι παχύ μ’ ένα θάμπο
Κυριακή ήταν μα δεν το θυμάσαι
ήταν άνοιξη κι έκανε κρύο,
ήσουν τόσο μικρή μη λυπάσαι.

Με ‘στα κίτρινα σ’ είχα ντυμένη
κι ο αδελφός σου αγκαλιά σε κρατάει,
πως περάσαν τα χρόνια, τι μένει;
Μια ανάμνηση σ’ ένα χαρτί,
την ψυχή μου κανείς δεν ρωτάει
αν μπορώ πια ν’ αντέξω γιορτή.

Τώρα οι λέξεις πια δύσκολα μπαίνουν
σε σειρά, για να πω τον καημό μου
κάτι ανάσες μισές μόνο μένουν
να θυμίζουν πως έκλαψα τόσο
να κρατήσω κρυφό το θυμό μου
κι άλλη πίκρα σε σένα, μη δώσω.

Στο καλό… να θυμάσαι γλυκιά μου
άλλη αγάπη από σας πια δεν έχω
ν’ αγκαλιάζω τρυφερά τα παιδιά μου
με φτερά και με μάτια αετού
βήμα- βήμα για σας να προσέχω
μην ακούσω συριγμό ερπετού.


 *

ΧΡΗΣΤΟΣ Ν. ΚΟΥΚΟΥΣΟΥΡΗΣ

ΑΝΑΣΤΡΟΦΕΣ

Μας άρεσε πάντα που η σκέψη μακραίνει την κάθε στιγμή
με όνειρα ύμνους και κάποιες υποσχέσεις που μ’ έχουν ξεχάσει
ο χρόνος γεμίζει με μια σου ανάσα με ένα φιλί
εσύ μοιάζεις να ‘σαι πανώρια πηγή, φωτοβόλος, σε δράση.

Τα βράδια που οι ώρες οκνές χαλαρώνουν κι η ένταση αφήνει
κορμιά κουρασμένα, ποδάρια πρησμένα και σκέψεις στο δρόμο
καθώς ταξιδεύουν με γύπες μου μοιάζουν πετάνε σε δύνη
‘συ θες να προκάμεις να κλείσεις τα μάτια γερμένη στον ώμο.

Το αύριο τρέχει, το κέφι που πάντα σκορπίζεις ξεχνιέται
προέχουν τα λόγια, που ηχούν στο μυαλό σου και υπόσχονταν Πλάνοι,
χιλιάδες οι κυνηγοί της ελπίδας, που σαν γόπα τσιγάρου πατιέται
αν θα ‘βρω δουλειά σου το λέω ρητά θα σου βάλω στεφάνι.

Αν θα ‘βρω δουλειά θα μπορώ να σου φέρνω ψωμί στο τραπέζι
τα γαρύφαλλα Κυριακές και γιορτές ευωδιές θα γεμίζουν το σπίτι
μουσική και τραγούδια με στίχους του Γκάτσου το ραδιόφωνο παίζει
και τα βράδια χορτάτοι με ζεστή την καρδιά θα σου διαβάζω Ελύτη.

Νοιώθω ο κόσμος πως τρέχει με χίλια και ‘μεις κάνουμε βήματα πίσω
μου θυμίζει εποχή που μ’ αγνές τις καρδιές για τον κόσμο, κινούσαν
οι γονείς χαιρετούσαν το φώς, καπελάκια φορώντας με γείσο
με τα χέρια γεμάτα αντοχές, ως τη δύση του ήλου που πάντα σχολούσαν.

Η Ελλάδα μπορεί σαν μια χώρα μικρή να ελίσσεται και να βιώνει
του θανάτου το ρόγχο, του λαού που πατά στο λαιμό και ορίζει
και ακούει συχνά, γιατί η μπότα βαριά με καρφιά στο τακούνι πληγώνει,
αλλά δεν σταματά πρέπει να ‘ναι μπροστά, στης Ευρώπης το μετερίζι.

 *

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΝΤΟΒΑΣ

ΑΝΘΙΣΕΙ


Η  Δευτέρα  μέρα  πρώτη, 
άνθρωποι  και  μύριοι  κρότοι! 
Με  την  Τρίτη  θε’  να  σμίξει 
προκοπή  να  μας  χαρίσει!

Η  Τετάρτη  ακολουθάει, 
χελιδόνια  κουβαλάει!
Πέμπτη  και  Παρασκευή  αντάμα, 
γέλιο  και  κρυμμένο  κλάμα!

Του  Σαββάτου  η  «κατηφόρα», 
έφερε  χαράς  την  ώρα!
Κυριακή  που  ξημερώνει, 
μ’  έναν  ήλιο  σαν  λεμόνι!

Ετελείωσε  η  βδομάδα, 
κι  άλλη  είναι  στην  αράδα!
Με  Δευτέρα  θ’  αρχινήσει, 
Κυριακή  θε’  να  ανθίσει!


*

ΠΑΝΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΚΟΣ

Ο ΧΡΟΝΟΣ ΣΚΟΤΩΝΕΙ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ

Όποιος τον ήλιο, απλά τον κοιτάζει
πότε θα δύσει, πότε χαράζει
και την ελπίδα, στον χρόνο χαρίζει
το σήμερα, … τ’ αύριο και χθες δεν τα χωρίζει.

Όποιος στο αύριο, …. ελπίδα γυρεύει
σε άγονη γραμμή, …. τη ζωή ταξιδεύει
αφήνει το σήμερα, απλά να περνάει
κι’ ο χρόνος περνάει, … ο χρόνος γερνάει.

Όποιος φορά, στο χέρι ρολόι
σαν χάντρες οι δείκτες του, σε κομπολόι
νομίζει κρατά, τον χρόνο στο χέρι
μα! χρόνος κι’ ελπίδα, …δεν γίνανε ταίρι.

Όποιος στο αύριο, βήμα δεν κάνει
στο χρόνο νομίζει, πως κάνει σεργιάνι
μια μέρα άσπρη, ασκόπως προσμένει
όσο  στο χθες και  στο σήμερα μένει.

Όσο στο αύριο , το σήμερα μένει
έστω και έσχατη, ελπίδα πεθαίνει
ο χρόνος περνάει,  ο χρόνος στερεύει
και τη ζωή μας, το μέλλον κηδεύει.

 *

ΠΑΝΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΚΟΣ

ΟΛΟΥ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΟΙ ΕΠΟΧΕΣ

Όλου του κόσμου οι εποχές, λάμπουν στο πρόσωπο σου
Με χρώματα με μουσικές, μεσ’ το χαμόγελο σου
Αηδόνια γλυκολάλητα, φωλιάζουν στη φωνή σου
Και μάνας γης, χώμα – πυλός, θα πλάθει τη μορφή σου

Άνοιξη και φθινόπωρο, χειμώνας καλοκαίρι
Μπροστά σου υποκλίνονται, πιασμένες χέρι – χέρι
Σε ντύνουν, σε στολίζουνε, με ομορφιές της φύσης
Και γίνεσαι μια θάλασσα, το νου μου να δροσίσεις

Της Άνοιξης   τα χρώματα, μέσα στα μάτια σου θα δω
και του Μαγιού αρώματα, στα χείλη σου θα τα γευθώ
Τριανταφυλλιά μου ανθιστή, κρυστάλλινη πηγή μου
Είσαι νυχτιάς αστροφεγγιά, είσαι η ΑΝΟΙΞΗ ΜΟΥ

Καλοκαιριού γλυκό καρπό, πανσέληνο Αυγούστου
Όποιοι γευθούν τα χείλη σου, μεθούν μέθη του μούστου
Θαλασσινή μου θάλασσα, θαλασσινό μου αγέρι
Είσαι δροσιά, είσαι φωτιά, είσαι το ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Του φθινοπώρου άρνηση, Σεπτέμβρη πρωτοβρόχι
Την μια δροσίζεις τη ψυχή, την άλλη λες το όχι
Πρωτοβρόχι μου, βροχή μου, ξέρας γης το όνειρο
Είσαι φως και συννεφιά μου, είσαι το ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ

Τον χειμώνα λιώνουν χιόνια, τα καυτά σου τα φιλιά
Τον Γενάρη, παραγώνι, η ζεστή σου αγκαλιά
Χιονάτη μου, νιφάδα μου και του βοριά ανεμόνα
Μία κρύο-παγωνιά, μία τζάκι-ζεστασιά ίδια με  ΧΕΙΜΩΝΑ


ΠΑΝΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΚΟΣ
ΧΡΟΝΟΚΥΚΛΩΝΕΣ

Του χρόνου αναβάτες
Του κόσμου διαβάτες
Με τζιν ή γραβάτες
Γεμάτοι αυταπάτες

Αναλωνόμαστε !!!

Ημέρες και ώρες
Μήνες , αιώνες
Απλά σαν θαμώνες
Σε χρόνο κυκλώνες

Αναλωνόμαστε !!!

Χαμένες αξίες
Μασκέ και σωσίες
Του θέλω απληστίες
Και ματαιοδοξίες

Αναλωνόμαστε !!!

Κι’ η γη σαν γυρίζει
Το τέρμα ορίζει
Ο χρόνος αρχίζει
Να τερματίζει

Αναλωνόμαστε !!!

Του χρόνου αναβάτες
Σε χρόνο κυκλώνες
Του κόσμου διαβάτες
Απλά σαν θαμώνες

Αναλωνόμαστε !!!
Μα ! όσοι τον χρόνο,
σαν μένα σνομπάρουν
Που έχουν να δώσουν,
δεν θέλουν να πάρουν
Ο χρόνος γυρίζει και δεν τους αγγίζει
Για πάντα ο χρόνος, ΠΑΙΔΙΑ τους νομίζει

ΔΕΝ αναλωνόμαστε !!!

*


ΟΛΓΑ ΡΟΥΒΗΜ
ΙΕΡΗ ΝΙΚΗ

Ταξίδι, με πυξίδα την πνοή,
στους απάτητους οιωνούς πέρα απ’ τη γη.
Κρατάω τα σύμβολα, ρίχνομαι μ’ ορμή
στου χάους την ατέλειωτη τη δίνη.

Χάνω το κουράγιο μου, στου νου την παραζάλη.
Πλοκάμια στήνει του χρόνου το θεριό
κι εγώ παλεύω αλώβητη να βγω.
Μα πάντοτε ξυπνάω κι είμαι μια άλλη.

Και, τότε, μες το βλέμμα σου κοιτώ.
Μεθάω και ξεχνάω να σκεφτώ.
Ρυθμό δίνει, του σώματος το χτυποκάρδι,
κι ανοίγουν ιεροί χάρτες!  Χρυσάφι και σμαράγδι!

Κι η αστείρευτη αγάπη ξεπηδά.
Κράτα με σφικτά στην αγκαλιά.
Γίνε ήλιος και θα ‘μαι η σελήνη.
Διαμάντι! Κι ο έρωτας μας, το καμίνι.


*

ΑΘΩΣ ΧΑΤΖΗΜΑΤΘΑΙΟΥ

ΠΩΣ

Πώς μπορώ να ξεχάσω το γλυκό σου φιλί
που στο σώμα μου απάνω άνθιζε κάθε βράδυ
γιασεμί μυρωμένο στης καρδιάς την αυλή
με μι' ανάσα να σμίγει στου ονείρου το χάδι.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου