Σελίδες

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2018

Ο Χρόνος και ο Λόγος : Συλλογικό έργο / Συλλογή Ποιημάτων και επιμέλεια έκδοσης και ανάρτησης Δημήτριος Γκόγκας / 12 Οκτ 2018 ( Ενότητα: Διηγήματα και κείμενα)

Ο Χρόνος και ο Λόγος







Ποιήματα, Κείμενα, Διηγήματα, Σκέψεις, αποφθέγματα
και ένα Δοκίμιο για τον χρόνο




ISBN 978-9925-7392-3-3


----------------------------------------------------------------------------------------





ΝΙΚΟΣ ΒΑΡΕΛΗΣ

Η ΤΕΤΑΡΤΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ

     Χαιρόμαστε την αυταπάτη του τίποτα χαράσσοντας γράμματα και σου λέω πως έχεις ξαναμπεί στο υαλοπωλείο και πήρες ξανά τα βάζα του χρόνου. Τα πήγες και πάλι να μελετηθούν πριν τοποθετηθούν οριστικά στο αρχείο του αχυρώνα. Για αυτό στέκονται πάντα αμφιθεατρικά τα όνειρά σου διακινδυνεύοντας το σημείο της κατάρρευσης. Γιατί μέχρι να πάρει ορισμένη τιμή δεν αντιλαμβάνεσαι την καμπυλότητα και δεν μπορείς να υπάρξεις ούτε καν ως σημείο.
    Το ότι βρίσκομαι σε έναν χώρο Μινκόφσκι το κατάλαβα φωτογραφίζοντας τα γυμνά τετράστιχα των βασανισμένων από τον ιό της ποίησης. Ακόμα τα βλέπω φρικώδη μέσα στην ερημία της Μεγάλης Παρασκευής συντροφεύοντας τις καμπάνες που ηχούν πάντοτε και σε άλλα σύμπαντα. Οι άρρωστοι δεν το ξέρουν. Διαβάζουν αυτόν τον ψεύτικο χάρτη νομίζοντας ότι έχουν βρει την Κομαγηνή και το Βερολίνο. Ουδέποτε όμως φυσάει απουσία όπως στην πλάνη. Είναι για να βεβαιώνει το πρώτο κινούν την ανυπαρξία της προβολής και να επιμένει ότι λόγω της επιθυμίας της θέλησης εθεμελιώθει ούτος ο κόσμος, ως πιθανότητα εξαίρεσης.
    Βεβαίως και μπορείς πάντοτε να απολαύσεις τα ζεστά καλαμπόκια και τις θυμωνιές που καίνε το καλοκαίρι μες στα ποτήρια ώστε η ρύπανση να αποφεύγεται του κάμπου. Εγώ δεν έκανα τέτοια πράγματα γιατί υστερούμην μορφώσεως και μόνο τη Γραφή διάβαζα και ξαναδιαβάζω ασμένως. Δεν είχα καταλάβει ο ανόητος πως κάθε φορά την έγραφα και πάλι με λάθος τα σημεία στίξεως. Για αυτό δεν έβγαζα νόημα για τον κόσμο.
Ενίοτε λοιπόν, περπατούσα με τα παπούτσια στα χέρια και δεν μπορούσε να χωρέσω σε κανένα κανόνα.
    «Πρέπει να γράφεις κείμενα μικρά» μου λέγαν  και γω θρηνούσα την νυκτωδία στην Κροστάνδη, μακροσκελώς. Της το χρωστούσα γιατί την αγόρασα στα «φοβερά ντοκουμέντα» που προέκυψαν από μια επίσκεψη στο παζάρι. Για αυτό πονούσα πάντοτε τα απογεύματα της Κυριακής που έβρεχε σονέτα. Τα έβλεπα να χτυπούνε στο πρεβάζι και τα λυπόμουνα. Αλλά πώς να φερθείς που όλοι χάσαμε το αριστερό παπούτσι και περιφερόμαστε όπως και εγώ μονοσάνδαλοι στην Ιωλκό του μύθου.
Καλύτερα να είχαμε μια βάρκα χρώματος γαλάζιου ώστε να ήμασταν αόρατοι από τη θάλασσα. Αλλά η περιπέτεια της γραφής μας θέλει με ενώτια χρυσά πηγμένα στα φωνήεντα ώστε να κάνει αντίθεση στην ερημία του πλήθους.
Θα  περιφέρομαι, λοιπόν, ωσότου η καμπυλότητα χάσει την τιμή της και τότε είμαι σίγουρος πως  και μετά  θα γράφω στίχους για ωραίους θλιμμένους κομήτες ή για νεογέννητα αστέρια που δεν θα υπάρχουν αλλά θα συνεχίσετε ανέστιοι να τρώτε  τα φώτα τους τα βράδια.
     Βάδιζε, λαός μου, είσελθε εις το ταμείον σου, απόκλεισον την θύρα σου, αποκρύβηθι….



 *

ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΕΡΟΓΙΑΝΝΗΣ

Ο ΧΡΟΝΟΣ


-Εγώ θα τον πυροβολήσω το χρόνο, φώναξες κι όλοι γέλασαν.
-Να τον πετύχεις στην καρδιά, ανταπάντησαν απ’ τα διπλανά τραπέζια οι θαμώνες.
-Στο κεφάλι θα τον πετύχω ξαναφώναξες.
-Στο μυαλό ν’ αλλάξουν οι σκέψεις του, να αλλάξουν τα μυαλά του, να αλλάξουν οι εποχές και η μοίρα μας.
Γέλασαν οι θαμώνες κι έφυγες βιαστικά. Γευμάτισες στο σπίτι. Πήγαμε κι εμείς στα δικά μας σπίτια. Ανοίξαμε την τηλεόραση και βλέπαμε με νοσταλγία παλιές ευτυχισμένες στιγμές. Το ελληνικό τραγούδι σ’ όλο του το μεγαλείο. Δύσκολες εποχές και χρόνια φτωχικά, μα δεν έλειπαν τα μεράκια, τα βάσανα κι οι χαρές του λαού μας. Ξετυλίγονταν σήμερα μπροστά μας και ξυπνούσαν μέσα μας την παράξενη νοσταλγία για τα παλιά χρόνια.
Όσο περνούν τα χρόνια οι λύπες που μας τσάκισαν και ρήμαξαν τη ζωή μας, χάνονται και μένει μόνο η ομορφιά και η νοσταλγία για το παλιό γι’ αυτό που είχαμε κάποτε και το χάσαμε.
Έριξα ξύλα στο τζάκι, δυνάμωσα τη φωτιά και περίμενα. Η Θαλπωρή αγκάλιασε τους νοτισμένους τοίχους κι η υγρασία άρχισε να φεύγει και να έρχονται οι ελπίδες και τα όνειρα για καλύτερες μέρες.
Η φωτιά εξορκίζει το κακό, τις περίεργες σκέψεις και πολλές φορές, οι σπίθες της φωτιάς πετάγονταν πάνω μας και μαζί τους πετάγονταν οι ελπίδες και τα όνειρα που μας πυρώνουν την καρδιά και μας δίνουν σινιάλο για έναν κόσμο ομορφότερο και καλύτερο.
Την παντρεύανε τη φωτιά οι παλιότεροι κι έπρεπε να διατηρηθεί άσβεστη ως την επόμενη μέρα του έτους. Δυνατή κραταιή και τροπαιοφόρος.
Περιμέναμε τα μεσάνυχτα. Να τελειώσει ο προορισμός του έτους και να δώσει τα σκήπτρα του στον επόμενο.
Μαζεύτηκαν οι συμφορές κι οι λύπες και βάρυναν πολύ ετούτο τον χρόνο. Λέγαμε πότε θα φύγει. Πότε θα μας αδειάσει την γωνιά. Πότε θα ελευθερωθούμε λες κι ο χρόνος ήταν που μας βασάνιζε.
Τώρα αισθανόμασταν χαρά κι αγωνία για την έλευση του νέου χρόνου. Τι άραγε θα μας φέρει; Τι χαρές και τι δώρα; Ούτε που περνούσε απ’ το μυαλό μας ότι θα μας έφερνε καινούργιες στεναχώριες και καινούριες λύπες. Η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία. Ο νέος χρόνος μόνο καλά θα μπορούσε να μας φέρει.
Θα φόρτωνε στην καμπούρα μας έναν ακόμη χρόνο και όλοι μας θα βαδίζαμε στο πεπρωμένο μεγαλύτεροι και σοφότεροι.
Δεν περιμέναμε βέβαια Αγιοβασίλη. Δεν είχαμε άλλωστε μικρά παιδιά στην παρέα μας, που να προσμένουν κάτι τέτοιο. Τα τέλη κυκλοφορίας περιμέναμε και τις δόσεις της εφορίας.-Δεν χρειάζεται, ούτε να μελετάμε τέτοια πράγματα, χρονιάρες μέρες-.
Ο Λευτέρης πάλι ετοίμαζε εξαιρετική υποδοχή στον νέο χρόνο. Θα τον πυροβολούσε όπως έλεγε να τον τρομάξει. Θα τον σκότωνε άραγε με τα όπλα; Θα τον φόβιζε; Ή μήπως θα συνέβαινε κάτι άλλο; Σκοτώνεται άραγε ο χρόνος με τα όπλα; Φοβάται άραγε ο χρόνος τα βεγγαλικά μας, τα όπλα μας και τις κουβέντες;
Η ώρα πλησίαζε δώδεκα. Όλοι ετοιμαζόμασταν για τις ευχές και τα χρόνια πολλά. Άρχισαν τα πρώτα τηλεφωνήματα. Πυροβολισμοί ακούστηκαν απ’ το σπίτι του Λευτέρη, στη συνέχεια ακούστηκαν κι άλλοι πυροβολισμοί από διάφορες κατευθύνσεις. Κάποιος φώναξε:
-Τον σκότωσε ο Λευτέρης τον χρόνο και λευτερώθηκε.
Συνεχίσαμε τις ευχές. Είπαμε αστεία και πολλά εύθυμα και ευτράπελα. Το πρωί πήγαμε στην εκκλησία και κάναμε τον σταυρό μας. Χρονιάρα μέρα φωτεινή και ολόδροση. Δυνατό κρύο που υποχωρούσε καθώς ο ήλιος έριχνε τις πρώτες ηλιαχτίδες. Χαρούμενες εκκλησιαστικές μελωδίες κι όλο το εκκλησίασμα παρακολουθούσε με κατάνυξη τη λειτουργία. Όταν τελείωσε αντάλλασαν παντού ευχές και αισιόδοξα χαμόγελα ,λέγοντας μεταξύ τους: «χρόνια πολλά» και «καλή χρονιά».
Σφίγγαμε τα χέρια και αλλάζαμε ασπασμούς. Μα ένας έλλειπε από την παρέα μας. Ήταν ο Λευτέρης. Η καμπάνα χτυπούσε πένθιμα και μας καλούσε λυπητερά στην κηδεία του κι αυτός αντί να πυροβολήσει το χρόνο ήταν ένα ακόμη θύμα του.
Ποτέ μας δεν μάθαμε το τι και το πώς κι ο χρόνος συνέχισε να πορεύεται άτρωτος και αγέρωχος αψηφώντας τους λεονταρισμούς και τα γεμάτα υπερβολές λόγια μας, που δίνουν αρκετές φορές μια ευχάριστη νότα κι ένα ωραίο χαμόγελο πριν την τελευταία μας αναλαμπή.
Στο μεταξύ ο χρόνος συνέχισε να κατασπαράζει τα θύματά του και δεν ευβρέθη κανείς μέχρι σήμερα να τον πυροβολήσει και να σταματήσει το έργο του το αδηφάγο.


 *
ΑΡΕΤΗ ΓΟΥΡΓΙΩΤΟΥ


Η ΚΡΑΥΓΗ ΤΟΥ ΧΡΌΝΟΥ

Νοιώθω μοναξιά , είπε ο Χρόνος.
Είμαι το μαύρο της ζωής ερίφιο.
Σεις οι άνθρωποι, το “ανώτερον” του Θεού δημιούργημα, ως υποζύγιο με φορτώνετε ανάλγητα με όλα τα επί γης άχθη, το διάβα το γρήγορο των στιγμών ,τις ρυτίδες ψυχής και σώματος.
Με έχετε φυλακίσει. Ποθώ να δραπετεύσω .!
Εκεί που δεν θα υπάρχετε.
Σε μέρη που δεν θα ακούγονται οι οιμωγές σας.
Στην χώρα όπου δεν κατασκευάζονται καθρέφτες.
Σε τόπο που τα χέρια δεν θα γεμίζουν στίγματα κι οι στεναγμοί σας
δεν θα με φτάνουν.
Με ρωτήσατε; Με ρωτήσατε αν θέλω να ξαναγεννιέμαι κάθε πρώτη του Γενάρη;
Γιατί δεν με αφήνετε να μεστώσω;
Ερήμην μου με ενδύσατε με φορεσιά αιματόβρεχτη και μου φορέσατε μάσκες πολλές.
Την πάλλευκη της Αγάπης.
Την άλικη του Έρωτα
Την γαλάζια της Χαράς.
Την γκρίζα της Θλίψης.
Την μαύρη του Πένθους.
Επιθυμώ Ελευθερία.
Να τρέξω ασύνορα ,να γελάσω ατέρμονα ,να χαθώ στην ουτοπία, να γεράσω.
Ναι! ν’ ασπρίσουν τα μαλλιά μου και να τελέψω κατά βούλησιν.
Δεν είμαι παίγνιό σας!
Ο Χρόνος είμαι !
Και απαιτώ καταδική μου ύπαρξη


*

ΑΡΕΤΗ ΓΟΥΡΓΙΩΤΟΥ
ΕΛΕΗΜΩΝ ΧΡΟΝΟΣ

Την απιθώσανε στ' ακροθαλάσσι κατάχαμα.
Ζέσταινε η άμμος φιλόξενα το κορμάκι της κι η αύρα η πελαγίσια
έπαιρνε την ανάσα της την ξέπνοη κι αλμύρα αντιγύριζε.
Απορώντας οι γλάροι πάνωθέ της κλωθογύριζαν κρώζοντας.
Το κύμα χάιδευε ευεργετικά τ ' ακροδάχτυλά της και
της τραγουδούσε, μάννας νανούρισμα.
Και κείνο, το τοσοδούλι πλασματάκι,  άνοιγε τα ματάκια του
στον καινούργιο κόσμο που μπροστά του ανοιγόταν.
    - Πού είναι ο κάμπος του;;;
Πού τα στάχυα του;
Πού  είναι ο Αϊ Λιάς του ,το βουναλάκι του;
Πού τα γνώριμα μονοπάτια;
Πορεύτηκαν τα ρωτήματα στο Καλλίδρομο
και κείνο έσκυψε και την χαιρέτισε με νεύμα ιαματικό.
Κι ο ήλιος έδυσε βάφοντας
τον ορίζοντα ρόδινο.
Τα ματάκια σφάλισαν ,να δώσουν χώρο στην ανασεμιά την λιγοστή.
Κι η Σελήνη φεγγαρόστρατα ύφανε
να φωτίσει τα όνειρα της ,τα άγουρα.
Τυλιγμένες στης νύχτας την
αχνάδα πρόβαλαν πανέμορφες.!
Θέτις , Κυμοθόη , Ερατώ , Αμφιτρίτη, Μεληταία , Νήσαια ,
Ποντοπόρεια , όλες οι κόρες του Νηρέα , ντυμένες  των Νηρηίδων τα πέπλα
Ακροπατώντας στο νερό τραγουδούσαν χορεύοντας.
Την είδαν! Η λαμπράδα της Σελήνης σπλαγχνικά την έλουζε.
Στεφάνι άνθινο οι θωριές τους πάνωθε της στήθηκαν.
Στοργικά τα νεραιδόπεπλα την τύλιξαν.
 - Ποιά είναι τούτη η μικρή ψυχή, ένα με τ' ακρόγιαλο και τα όστρακα;;
- Από πού ξεπήδησε τούτη η νεραιδούλα;
-Ποιό το όνομά της;
Αφουγκράστηκε το κύμα και φύκια έστειλε, αλμύρα κι ιώδιο γιομάτα.
 - Να την βαφτίσουμε Φυκόεσσα;
 Άνοιξε τα μάτια της....
Οι Νηρηίδες, οι αδερφές της!
Η θάλασσα ,η γεννήτρα της !
Η αλμύρα ,το άρωμα της.
Το ιώδιο ,η ανάσα της.
Οι γλάροι ,οι αγάπες της.
  Χαμογέλασε στην Ζωή.


 *
ΒΙΚΥ ΔΡΑΚΟΥΛΑΡΑΚΟΥ
Ο ΕΡΧΟΜΟΣ

Η νύχτα μύριζε ευωδιά.
Μια γλυκιά σιγή είχε απλώσει η προσμονή στη φύση,
για να σ΄ ακούσω ότι έρχεσαι με ένα φιλί στα χείλη..
Πόσο με γλύκαινε αυτή η προσμονή που μέσα μου καιρό είχε αρχίσει..
Θυμάσαι;
Έφερες και τον Έρωτα μαζί σου εκείνη τη βραδιά που ήρθες να με συναντήσεις.
Σε κράταγε απ΄ τη μέση ... Θεέ μου με τι κίνηση και πόση χάρη σε λίκνιζε, πάνω στο σχήμα του φιλιού του. Με τι γλύκα και τι ομορφιά είχε στολίσει το πρόσωπό σου!
Ανάμεσα μας στάθηκε...
Το λαχάνιασμα της ανάσας του ήταν ευωδιαστό, το βλέμμα του με ατένιζε βαθιά,  ένα ταξίδι όασης υποσχόταν η βαριά αναπνοή του.
Σε θέλω…
Θρόιζε ο ήχος της φωνής του, το σώμα του απαλά και δειλά όλο και τύλιγε το δικό μου. Στα γαλαζοπράσινα μάτια του έρρεαν οι αποχρώσεις του ουράνιου τόξου. Τα ακροδάχτυλά του χάιδευαν την φλεγόμενη αίσθησή μου, και το πάθος του κούρσευε τον δισταγμό της παραδοχής μου.
Ανάμεσά μας παραμόνευε…
Να γευθεί το πρώτο μας φιλί, και ν΄ακούσει τους ήχους απ΄ το κατευόδιο της ευφροσύνης, στο γλυκασμό της τρυφερότητας.
«- Άσε με να σ΄ αγαπώ μου ψιθύρισε... καιρό ακροζυγιάζω τα φτερά μου στα ύψη τ΄ ουρανού σου !
Σε διψώ…
Μέσα στα λόγια τ΄ ανείπωτα, άδικα σου αντιμάχομαι. Είσαι δροσοσταλίδα φεγγαρή κι ανάβεις στα όνειρά μου.
Σε ποθώ…
Το φιλί σου φλυαρεί ευέξαπτα όταν η φαντασία μου σ΄ αγκαλιάζει, και νιώθω ένα πρωτοτάξιδο ερωτικό σκαρί, να σεργιανίζει στο πυρωμένο εντός μου !»

Τι μαγεία Χριστέ μου αναβαστούσε η εύθραυστη σιωπή ανάμεσά μας! Μέσα στους ιριδισμούς των ματιών του έβλεπα την ταραχή μου. Ακόμα κι η ψυχή μου ορθώθηκε να δει το θαύμα.
Και πόθησα…
Γεράκι να υψωθώ στου έρωτά σου τον αιθέρα! Να σ΄αγγίξω… ν΄ αγγιχτώ… κι ας πληρώσω με τον ίδιο μου το νου το κόστος στην πρεμιέρα.
Να σε δω να με φιλάς, της ψυχής μου ανοιξιάτικο κρίνο, κι ο αγιασμός σου τα χείλη μου να σιγήσει.
Να σε δω, δίπλα μου να πλαγιάζεις. Σαν από έρωτα εφηβικό με τρυφερεύει το φιλί σου.



Γουλιά- γουλιά τα μάτια μου να σε πιούν, ακόμα κι αυτή την περίσσεια, η καρδιά μου με την χάρη σου να αναγαλλιάσει.
Να σε δω να με κοιτάς, το φυλλοκάρδι μου γλυκά ν΄ αηδονάει.
Το πλάνο το φως σου να δω, κι ας κάψει του ανθού μου τα φύτρα.
Να δω... να σε γλυκοφιλάει ο μπάτης στα μαλλιά, τον πόθο μου να σου λουλουδίζει...
Να τον ρωτήσεις γιατί εδώ μοσχοβολά; Κι αυτός να σου απαντήσει τρυφερά...

Εδώ η Αγάπη μένει… !




*

ΒΙΚΥ ΔΡΑΚΟΥΛΑΡΑΚΟΥ

ΑΓΟΝΗ ΓΡΑΜΜΗ

Συναντώ κάθε μέρα αυτή την γυναίκα, στη στάση. (της ζωής)
Στα ματόκλαδα της ψυχής της εκπλειστηριάζονται ολόγιομα φεγγάρια.
Βαδίζει πριγκιπικά κάτω από τις τρεμάμενες φλόγες του ήλιου
και μαζί του διαπραγματεύεται το χρύσωμα των μαλλιών της.
Στο ‘’ένδον’’ της έχει μια ‘’ενωτική’’ γέφυρα σεντούκι - θηκάρι νιότης
και μια αρμαθιά μνήμης κρεμασμένη στην έπαρση των βλεφάρων της.
Έχει εξουσιοδοτήσει τον ιθύνοντα νου της στο γαλάζιο να την σεργιανά
και σε τιμή ευκαιρίας να την πουλά στην πεθυμιά της.
Στους κοραλλιογενείς υφάλους του κορμιού της
ακόμα φιλοξενεί πόθους εύχυμους από ανελέητες προσδοκίες…
Κάνει αυτή την διαδρομή κάθε μέρα.
Επισκέπτεται την ζωή.
Της αλλάζει το ρούχο της ανημποριάς
κι αντάμα ολημερίς περιδιαβαίνουν της μνήμης τα σοκάκια,
αναγείροντας παλιές αγάπες, φιλιά εκμαιεύουν.
Πριν τον γυρισμό περνά έξω απ΄ το σπίτι του χρόνου,
στέκεται για λίγο αγέρωχα σαν κυπαρίσσι στην αυλή του.
Δέχεται ηρωικά τον διασυρμό απ΄ τον λιθοβολισμό των ονείρων
και την άρτια απόφαση για την εκποίηση της νιότης.
Με παρρησία υπογράφει πως κι απόψε τα θέλω της θα υποτάξει.
Χαμογελώντας πονηρά ένα τριαντάφυλλο ακουμπά
στις λυρικές άκρες των χειλιών της και δυνατά αναρωτιέται.
-Γιατί τα πουλιά πετούν πάντα ψηλά κι ας έχει καταιγίδα
τι άραγε θέλουν να μου πουν;
Αυτόν τον θρίαμβο της ήττας δεν είναι μπορετό να τον δεχτεί.
Μαζί του κάθε γιόμα νυχομαχεί με όπλο το δια χειρός σθένος
κι ένα- ένα λιανίζει εκείνα τα εμβόλιμα πουλιά
που ραίνουν με νάρκισσους τον θηρευτή δυνάστη χρόνο.
Κι έτσι που είδε τον αιμάτινο ουρανό
γιομάτο από φτερούγιες...
Τις αλυσίδες, πως θα μπορούσε ν΄ αγαπήσει.!


 *

ΒΙΚΥ ΔΡΑΚΟΥΛΑΡΑΚΟΥ

ΚΑΝΕΙ ΜΟΝΑΞΙΑ ΑΠΟΨΕ

Μέσα από τις γρίλιες κοιτάζω ζηλότυπα το φεγγάρι... Στάζει μέλι... Στον δρόμο του ζευγαράκια με κορμιά σφιχτά δεμένα, χορεύουν πάνω στα πλήκτρα του. Χρόνια έχω να κάνω αυτή την διαδρομή... Από τότε που φτυάριζα τα σύννεφα για να φτιάξω την ερωτική φωλιά μου.
Μου λείπει... Τελευταία φορά ήταν πριν την ψυχή μου την μεταφέρουν τα ασθενοφόρα σκοτωμένη, με την καρδιά αιμάσσουσα…  Λαθραία ζω από τότε, με σκηνοθετημένα όνειρα, που τ' ανάβω τις νυχτιές, και το πρωί μυρίζω τον καπνό απ' τις στάχτες τους. Κολασμένη… Στα βαθιά υπόγεια του πόνου μου, ισορροπώντας στον απόηχο της αγάπης, σαν μύρο λησμονημένου τριαντάφυλλου. Λαχτάρισα μια λύτρωση, να ξεπλύνω το μαρτύριο της αρρώστιας από πάνω μου, να κλείσω τα παράθυρα της προσμονής. Με χτυπάνε οι ανεμοθύελλες και κρυώνω.
Πήρα μια βαθιά ανάσα,  ένιωσα μια καυτή οργισμένη λάμα να βυθίζετε μαζί της στην εντός μου άπνοη ελπίδα.
Με πόνεσε, και λύγισα ενοχικά. Αμήχανα έλυσα τα μαλλιά μου. Μια αχτίδα από τον στενό φεγγίτη τα έλουζε με φως. Ένιωσα τις μπούκλες τους να παιχνιδίζουν ελεύθερες, και να χαϊδεύουν την ύπαρξή μου. Θυμωμένα άρχισα να στρώνω το πάτωμα της ζωής μου, και τα χείλη μου να βάφω...
Αποφασιστικά άνοιξα το εκτροφείο της καταχνιάς. Στην σκουριασμένη κλειδαριά του, κρέμονταν κάτι ξέφτια και υπολείμματα από ένα φιλί καταραμένο. Μέσα ήταν ένα σακάκι σκοροφαγωμένο. Θυμήθηκα πως μου το είχε αφήσει δώρο ένας δανεικός έρωτας. Έψαξα στις τσέπες του. Βρήκα μια υπεύθυνη δήλωση, που είχε υπογράψει το άλλοθι μου, και στο τσεπάκι του, το λιανισμένο θυμικό μου. Το κράτησα με ευλάβεια και στοργή στις χούφτες μου, και το παρακάλεσα να με βοηθήσει.                                                                                                                    
Με κοίταξε με χαμόγελο τρυφερό, και σιγοπατώντας, μη και τρομάξει την απόφαση, ξεκρέμασε τον ήλιο που είχα κρυμμένο στην ντουλάπα. Με χάρη και περισσευούμενο νάζι τον έπιασε μ' ένα αστεράκι στα μαλλιά. Με στόλισε με το πρόσωπο που είχα κρυμμένο πίσω απ' τον καθρέφτη, κι ευτυχισμένο, με θαυμασμό μου έκλεισε το μάτι!   
Φόρεσα τις κόκκινες γόβες μου! Εκείνες με το τακούνι στιλέτο. Στηρίχτηκα με πείσμα πάνω τους, και με δύναμη πάτησα τους ιστούς της αράχνης, που φώλιασαν στο αρχοντικό της καρδιάς μου. Μύρισα τον αέρα μου αναζητώντας τα αρώματα της ευφορίας.
Αψηφώντας τη βροχή και της καρδιάς τα μιλήματα, γλίστρησα απ' το οχυρό μου στο βρεγμένο λιθόστρωτο, και άφησα τον δρόμο να με παρασύρει στο πάλαι ποτέ αγαπημένο μου μπαρ (το ναυάγιο, όπως τραγούδησε η Αρλέτα) με σκοπό να με συναντήσω... Καιρό τώρα ήθελα κάτι να μου πω!

Μεσάνυχτα. Κατηφόρισα τον πεζόδρομο και έφτασα στο έρημο καλντερίμι. Η πολύχρωμη  πινακίδα του μπαρ φώτιζε τα βήματά μου. Πλησίασα και κοίταξα μέσα απ' το θολό τζάμι...
Με είδα να κάθομαι στην μπάρα ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, σκυμμένη πάνω σ' ένα ποτήρι ουίσκι σκέτο, κι ένα τσιγάρο στο χέρι που ήξερα πόσο το σιχαινόμουν. Tο παρελθόν είχε τα μπράτσα του πάνω στους ώμους μου. Τα μαύρα και μεθυσμένα μάτια του με κοιτούσαν με πόθο απελπισμένο. Τα βρώμικα χέρια του, χάιδευαν πρόστυχα το ζεστό και άνυδρο σώμα μου. Τα αφρισμένα και σιχαμένα χείλη του μακέλευαν τα δικά μου. Το στόμα του μύριζε σήψη και δυσωδία.
Μπήκα στο μπαρ περπατώντας αργά... Οι κραδασμοί από τις μοιραίες, δυνητικές γόβες μου, σίγησαν το τραγούδι που ακουγόταν: «...για παλιές αγάπες μη μιλάς...». Το ημίφως έσκιζε μια δέσμη φωτός σπαρμένη με μπουμπούκια άνοιξης. Οι φλέβες μου σκίρτησαν...
Με χαριτωμένους ακκισμούς κινήθηκα στον χώρο. Ένα ιλαρό παρόν μισοκρυμμένο πίσω από ένα παραπέτασμα κόκκινου βελούδου, με παρακολουθούσε  με υπέρμετρη προσήλωση! Καλοντυμένο, καθαρό, μοσχοβολώντας έρωτα και νοσταλγία.

Οι χτύποι της καρδιάς μου  δυνάμωσαν… Πόθησα να μυρίσω την ανάσα του! Το διάφανο των ματιών του με τράβηξε κοντά του, και η λαχτάρα της προσέγγισης γέμισε άστρα τον ουρανό, στο κάποτε πένθιμο αμμογυάλι. Ένιωσα γαλήνη. Η χωροχρονική διάσταση μεταξύ μας άρχισε να γλυκαίνει. Οι αισθήσεις μου ξαναγεννιόντουσαν μετουσιώνοντας την ανάγκη της απελευθέρωσης, κι η τέρψη πολιορκούσε τα χτυποκάρδια μου. Άγγιξα μαγεμένη το αλαβάστρινο σώμα του και έγειρα πάνω του.
«Έλα καρδιά μου, ήσυχα, ήσυχα.»
«Ξέρω… », μου είπε. «Όλα πέρασαν πια... Ξέχνα το παρελθόν, σήμερα θα φύγουμε μαζί, θα πάμε εκεί που οι άγγελοι σαλπίζουν στον παράδεισο, θα σεργιανίσουμε μαζί, στο άσπιλο κέλυφος του ήλιου!» Με αγκάλιασε ζεστά κι ένα άνευρο αναστέναγμα λύτρωσης, θάμπωσε έρημους σταθμούς κι άελλα βράδια. Έριξα μια ματιά στα τζάμια. Οι στάλες της βροχής δεν τα αυλακώνουν πια. Σταμάτησε σκέφτηκα, και άφησα τα υγρά μου χείλη να ρεμβάζουν πάνω στα δικά του!
Ο ντι τζέι στην κονσόλα έκανε αυξομειώσεις στην ένταση της απόφασης, και για πολλοστή φορά, σκόπευση στ' αλησμόνητο και χτικιασμένο τραγούδι που αγάπησα, όταν με βρήκαν στην ακτή, μια ματωμένη αυγινή, χωρίς καρδιά και βλέμμα. Η σκέψη μου γέμισε θυμό απ' το εύρος της οδύνης μου. Σήκωσα αποφασιστικά το ανάστημά μου. Στο κερί τρεμοπαίζει ακόμη το αδηφάγο τέρας της φωτιάς. Σκορπά τα τελευταία αποκαΐδια του αυτόχειρα. Εκείνος... Είχε αποτεφρωθεί, με την συναίνεση του θυμικού μου!
Το γλυκοχάραμα με βρήκε να περπατώ ανέμελα, πατώντας δυνατά πάνω στην ευωδιά της ζωής, χωρίς άλλη σκέψη από το υπάρχειν... Πίσω μου ξεμάκραινε ένας πρωτεϊκός διάφανος σκελετός, αφήνοντας ένα θολό αχνάρι... Τον αποχαιρέτησα  συμπονετικά και είπα καλημέρα στο ουράνιο τόξο!
Μέσα στο μπαρ, το άλτερ έγκο  μου σέρνεται τρικλίζοντας στα μουχλιασμένα πατώματα, χορεύοντας εκείνο το χτικιασμένο τραγούδι, τραγουδώντας το με πόνο… Σαν να 'ναι η τελευταία φορά…

 *

ΚΟΚΑΒΕΣΗΣ Γ. ΔΗΜΗΤΡΗΣ

ΠΑΖΛ, ΕΙΚΟΝΑΣ

Άσε, άσε τα σύνθετα να συναρπάζουν θεατρικής παράστασης, δεν θέλω, δεν θέλω να ζω, βλέμμα, που αδειάζει κερκίδες… σε συναίσθημα και ένταση, ψυχής, να απολαύσω και να χαρώ, τις παραλίες σου, ψάχνω!...
Σε ρυθμούς διάθεσης αγνών αγώνων υπάρχουν βάθη;...
Ολιγόλεπτα ψάχνω!...
Ποσότητες σε ένταση ψυχής, ανεπαρκείς στα γαλάζια να γεμίσω!...
Ακτές σου, σχηματίζω, πιο ήρεμες στο σώμα, μετακινώ κάθε εξέλιξη και μία πορεία στα λίγα θέλω, σαν τα λιγνά στήθη, δεν προτιμώ να σέρνω, θάλασσα;
Προτιμώ!....
Σ’ εντάσεις;…
Ελάχιστη, ποσότητα όπως τα λίγα θέλω έκτασης, ανεπαρκής κι ολιγοσέλιδης σελίδας γραφής μου!...
Αντιδρώ, στο απαθή κύμα να βρίσκω σύνθετα διλήμματα, δίχως εξέλιξη, δεν προτιμώ.
Αυτό το φάρδος, έχει ένα τμήμα που αντιγράφει, ουράνια αμοιβή… κομματιασμένου παζλ σε πώληση, περιορίζω, σύννεφα σε χρήσεις πολλαπλές, μη αφήσεις.
Μη αφήσεις, καμπάνες, σε στέκι που δεν χωρά ο ουρανός, θολός σου αιωρείται κι εκεί σκεπάζομαι δίχως ευχάριστα, χειμώνες, τονίζουν πως το διαζύγιο κύματος, δίπλα ακτής;..
Σβήνει, ο φωτισμός της δυσαρέσκειας, δεν έχει χάρη να ενώνει, σύμπαν σε θλίψη αίσθησης, μη αφήσεις να εκδηλώνεται ανήσυχα σε βαθιές σκέψεις, δεν βάζω συνοδείες σε μελωδίες μουσικής υπόκρουσης για να τρομάζουν, την ακτή. … …

 * 

Γ. ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ

Παρατηρώ τις φιγούρες των πεζών να βαδίζουν σε πεζοδρομημένα τμήματα του εφήμερου, μια αδιάκοπη κίνηση με τα βήματα της επιθυμίας στα γρανάζια των αντιφάσεων μπλεγμένα.
Εκ πρώτης όψεως φαίνονται να κινούνται σε μια προκαθορισμένη γραμμή, δίχως να διακρίνεται με γυμνό μάτι η τάση παρέκκλισης, για μια ενδεχόμενη στάση στα καταστήματα τροφοδοσίας καταναλωτικής βουλιμίας.
Με την κρυφή κάμερα της παρατήρησης των περαστικών, πού καλά τοποθετημένη στο βλέμμα εγγράφει τις σκηνές, μοιάζω μ άνεργο σκηνοθέτη, πού κλέβει εικόνες για μια ανέξοδη παράσταση των ρόλων της κοινωνίας που διαδραματίζονται σε μονόπρακτα στιγμιότυπα τής τρέχουσας επικαιρότητας των καταστάσεων.
Στις αποβάθρες, στα παραδοσιακά καφενεία, στις υπόγειες διαβάσεις ξετυλίγονται απλές ιστορίες καθημερινής τρέλας. Ένας λαβύρινθος σκηνών με ισχυρές δονήσεις συναισθημάτων. Βλέμματα και αγγίγματα σε αρμονικές δόσεις τρυφερότητας.
Ατελείωτα φιλιά του αποχωρισμού στα τρένα-διαβατήρια νοσταλγίας-, στήθη που φουσκώνουν μ οξυγόνο δράσης, αδένες που πάλλονται στο άκουσμα της σφυρίχτρας της επιβίβασης στο προκαθορισμένο δρομολόγιο αποστασίας, για μια ελεγχόμενη απόδραση στην επόμενη διεύθυνση κατοικίας του αύριο.
Ξετυλίγονται τα κρόσσια του απείρου καθώς απλώνονται στα πόδια της αιωνιότητας τα λυτά κορδόνια των στιγμών, και στην αναμονή των γεγονότων, το ανάγλυφο της καθημερινότητας μεταβάλλεται ακαριαία, η μέρα βγάζει τα παπούτσια της, ξυπόλητη χορεύει στις πατούσες του μυαλού.

 *
ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ

ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΚΡΟΝΟΥ

Τον θυμάμαι πολύ καλά, ήρθε στο γειτονικό σπίτι, γινόταν γάμος, τέλος της χρονιάς, αρχή της άλλης, το έθιμο να σβήνουμε τα φώτα για να μας ξανάρθει σε λίγο το καινούριο φως ήταν τότε στα χέρια των παιδιών, μ’ ανέβασε σε μια καρέκλα, μόλις σου πω να σβήσεις τα φώτα, έτσι κι έγινε, με μια μεγάλη αγωνία, η ιεροτελεστία εξαρτιόταν από το σίγουρό μου δάκτυλο, κι ύστερα μου είπε, άναψε, κι άρχισε η μεξικάνικη μελωδία, ράσπα ήταν ρούμπα ήταν, έπαιρνε σε κάθε τέτοιο επεισόδιο ένα σφουγγάρι, με το κοντύλι γράφαμε στην πλάκα, με το σφουγγάρι σβήναμε, λίγο λίγο μου έσβηνε τα δυνατά χρώματα, τα δυνατά φώτα, τους ρυθμούς και τις μελωδίες, κι ύστερα έμαθα να τον διαβάζω κυκλικά, με τις γιορτές τις εθνικές, με τις γιορτές στην εκκλησιά μου, η βάφτιση, ο ευαγγελισμός, η μεγάλη βδομάδα, εκεί καθυστερούσε αρκετά, ο βηματισμός του γινόταν βαρύς, να τον βλέπω κρεμασμένο στο ξύλο, ανάμεσα στα λουλούδια, ως το μεγάλο Σάββατο, όλα δονούνταν με την έγερση, τα λουλούδια αιωρούνταν στον αέρα κι οι κιτρομηλιές της γειτονιάς διαμαρτύρονταν αν δεν έκοβες φύλλα τους μυρωδάτα να ραντίσει ο παπάς να μοσκοβολήσει το εκκλησίασμα. Κι ύστερα το άγιον Πνεύμα κι ο τροχός από την αρχή, μια τάξη και πειθαρχία, με τις νηστείες και τις γιορτές, όλος στολισμένος ο ενιαυτός, οι θειότατοι Πατέρες έτσι θέσπισαν κι ακολουθούσαμε στη γειτονιά τα χνάρια του, ευχαριστημένοι που είχαμε τάξη στη ζωή, ποικιλία και χάρη.
Νύχτα ήταν όταν μου χτύπησε το τζάμι του υπνοδωματίου, της άνοιξα, καιρός σου, μου λέει, να επαναστατήσεις και συ, τώρα που είσαι νέος, να βγούμε μαζί στα σινεμά, πάρε και τσιγάρα μαζί σου, θα τα σπάσουμε στα κεντράκια, κάναμε κεφάλι, κανένας δεν θυμόταν το γεροντάκο, δεν υπήρχε, εξαφανίζονταν διά μαγείας, κρυφοκοιτούσε, βεβαιωνόταν για την άτακτη πορεία, έκανε υπομονή, κι έβαζε στο πέτο μου γαρύφαλλο, μια γαμπρός μια πατέρας μια παππούς, κι έτσι ερχόταν πάντα την ίδια νύχτα, μεσάνυχτα, άλλοι ανάλαβαν να σβήνουν το φως, ήταν τα παιδιά μου, ύστερα τα εγγόνια μου, από την όψη τους καταλάβαινα τη δική μου, όλα γίνονταν πια συγκριτικά, μια μέρα στο Αθήνησιν γραπτές εξετάσεις, γράφουμε, βγαίνουμε Πανεπιστημίου, κόσμος και κοσμάκης κίνηση πολλή, δεκαετία του εξήντα, τι συμβαίνει πατριώτη, γιατί τόση κίνηση, Κυριακή είναι, εσωτερικά είχε σβηστεί το ημερολόγιο μπροστά στην αγωνία των μαθημάτων, συννεφιασμένη Κυριακή ή Κυριακή του Πάσχα φωτίστηκε μέσα μου, ήταν μια εσωτερική μεγάλη σάλα, εκεί γιόρταζα, μα αν ήταν κάτι σημαντικότερο, σβηνόταν με το σφουγγάρι κι η σάλα κι η τραπεζαρία, μόνος ο Κρόνος έτρωγε τα παιδιά του, κι είναι ο τελευταίος που πιστεύω πως θα ρθει και στην κηδεία μου, θα σταθεί εκεί, ατάραχος, ακίνητος, θα με αφήσει να πετάξω όπως ήρθα, χωρίς να τον εννοήσω, στην αρχή και στο τέλος, μα θα συνειδητοποιώ την καλή ή κακή γειτονία του από τα θραύσματα της καθημερινότητας που θα ποικίλλουν ανάλογα, και θα ομορφαίνουν τη ζωή μου όσο θα τον έχω στη συνείδησή μου, λειτουργικό μου σύντροφο.


 *


ΝΕΦΕΛΗ ΡΗΓΑ

ΑΙΩΝΑΣ !! ΚΑΙ ΤΑ… 100 ΤΟΥ ΧΡΟΝΙΑ

Οι 12 μήνες

Αυτό είναι ένα υποθετικό αλλά και απαραίτητο όριο που του δόθηκε... το διάστημα αυτό ονομάστηκε Χρόνος…
Αιώνα, ή  και Χρόνο… μπορούμε να ονομάσουμε και μια μέρα, μια στιγμή κάτι πιο μικρό και από τον χρόνο.
Είναι η δύναμη των ωρών, των στιγμών, και πως τις ζούμε, πως περνάμε τον χρόνο μας, τι ποιότητα έχει, και με ποιους, και πόσο μας λείπουν μετά, αν μας λείπουν, τότε το επόμενο διάστημα θα το ονομάσουμε αιωνιότητα, κάτι μακρινό, -και όχι-.
Το χρονικό σχετικό διάστημα και αυτή η απόστασή του η μακρινή, δεν είναι  τόσο μεγάλη, και υπαρκτή, αλλά σύμφωνα πάντα με την φόρτιση του.
Όπως μια όμορφη μέρα ευχόμαστε να μην τελειώνει, και ενώ φτάνει στο τέλος της κανονικά ως συνήθως, μάς φάνηκε λίγη, γρήγορη, με την φανταστική πάντα ώρα.
Αντίθετα, μια άσχημη μέρα βασανιστική από ο, τι οτιδήποτε, είτε από πόνους αρρώστιας η από παρέα ανεπιθύμητη, ε.. τότε αυτή η μέρα γίνεται χρόνος, αιώνας, και δίνει την εντύπωση πως δεν λέει να τελειώσει… και εδώ ο χρόνος υποθετικός.
Υπάρχει, και δεν υπάρχει.  Ας μην ξεχνάμε το παράδειγμα του Αϊνστάιν.!
Στην ουσία ο χρόνος κύλισε το ίδιο.
Ο Χρόνος, ο αδυσώπητος, ο σκληρός ο σίφουνας, ο ανελέητος, ο αδάμαστος ο ασταμάτητος και άλλα επίθετα που δεν τον κολακεύουν.
Λίγες είναι η φορές που περιμένουμε τον ερχομό του, η πέρασμά του με αγωνία  και γλυκιά προσμονή, γιατί φεύγοντας, πάντα κάτι μας παίρνει.
Χρόνε στο διαβάσου με τσάκισες,
έσκαψες το πρόσωπό μου φυτεύοντας πίκρες
που θάρρεψαν και άσπρη λύπη στα μαλλιά μου σκόρπισαν..
Τα νιάτα μου τα έκλεψες, και έμειναν τα σημάδια τους. Με τον καθρέφτη εχθρό με έκανες,, συνωμότησε μαζί σου.
Χρόνε!
Στο πέρασμά μου από την ζωή -που ακόμα βαδίζω ακολουθώντας το μονοπάτι σου,- ελάχιστες φορές σε επικαλέστηκα ήταν όμως έντονες και καθοριστικές..
Χρόνε.!
Καθορίζεις το διάστημα που θα ζήσουμε με τις λύπες μας, μετά θα ρίξεις στις πληγές μας σκόνη παρηγοριάς κάνοντας κρούστα πάνω πάνω.
Χρόνε, κυβερνήτη των συναισθημάτων μας..
μας νανουρίζεις αγκαλιάζοντας τις ζωές μας.
Εσύ θα μας οδηγήσεις σιγά και καθοριστικά εκεί που όλα τελειώνουν..


 *



ΣΟΦΙΑ ΣΚΟΥΛΙΚΑ – ΒΕΛΛΟΥ

ΟΧΙ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ

 Όχι κοριτσάκι μου μην τους ακούς .Τίποτε δεν έχει αλλάξει .Αν σε παρενοχλεί κάποιος άνδρας θα πουν αυτή τον προκάλεσε ,τα ήθελε .Τι είπες ; είμαστε στο δυο χιλιάδες δέκα οκτώ ;
Και τι με αυτό. Ακόμα γυναίκες βιάζονται από κάποιους ,τις δέρνουν ,τις προσβάλουν ακόμα και μέσα στο σπίτι τους .Μένουν σε μια ζωή δυστυχίας γεμάτη πικρές . Tις νύχτες δεν σβήνουν οι μνήμες από της φρίκης τα ουρλιαχτά ,το άνοιγμα της πόρτας της φρίκης . Μερικές κοιμούνται τον ύπνο του θανάτου σε χωράφια .Επάνω τους ξεθύμανε ο θύμος ενός άνδρα .
Μην ακούς την δικαιολογία ότι έτσι τον έμαθαν οι αμόρφωτοι γονείς του .Τον σπόρο του κακού τον είχε πάντα μέσα του . Θα σου πουν έτσι είναι ο κόσμος φτιαγμένος μονό για άνδρες έτσι ταιριασμένος. Μην τους πιστέψεις μην αφήνεις κανένα να σε προσβάλει , μην κιοτέψεις .
Γιατί αν δεν με ακούσεις σήμερα που πρέπει. Αύριο ίσως θα έχεις πετάξεις την ζωή σου στα σκουπίδια.


 *

ΣΟΦΙΑ ΣΚΟΥΛΙΚΑ – ΒΕΛΛΟΥ

ΣΤΟ ΚΑΛΑΜΑΚΙ ΥΠΗΡΧΕ ΕΝΑΣ ΣΚΥΛΟΣ

Στο Καλαμάκι στο ντόκο υπήρχε ένας σκύλος ,ένα φίλος πιστός για τους ναυτικούς που δούλευαν στα γύρω κότερα . Νύχτα το έφεραν και τον παράτησαν κάποιοι που δεν αγαπούν τα ζώα .Δεν ήταν διακοσμητικό στοιχειό, πάλευε σκληρά για το μεροκάματο του κάθε μέρα .

Α ήταν πιστός εργάτης πρόσεχε τα κότερα και ειδοποιούσε την νύχτα αν περνούσε κάνεις στον τόκο .Δεν ήταν αποκλειστική ιδιοκτησία κανενός, πάντα έδινε ένα γλείψιμο αγάπης σε εκείνους που τον χάιδευαν και τον τάιζαν .Μας χάρισε όλο του το είναι .

Σιγά σιγά είχε καταλάβει σημαντική θέση στην ψυχή όλων μας .Έτσι έμαθα μια πτυχή ανθρώπινή του .

Ένιωθε την φροντίδα μας την στοργή μας, εμείς τον πλέναμε τον αγκαλιάζαμε τρυφερά . κάποιος ναύτης του έφτιαξε και ένα σπιτάκι .Μαζί του μοιραζόμασταν το φαγητό μας .Εκείνος μας αγαπούσε άδολα όπως ξέρουν να αγαπούν μονό τα ζώα. Έζησε κοντά μας πέντε χρόνια .

Ώσπου ένα ανθρώπινο ζουλάπι απρόσεκτο χτύπησε τον φίλο μας με ένα αυτοκίνητο και τον παράτησε ματωμένο .Ο καημένος ο φίλος μας είχε πληρώσει ακριβά την πιστή του σε μας Τον πήγαμε στο γιατρό αλλά δεν ήταν τυχερό να γλυτώσει .
Όσο έζησε μας χάρισε όλο του το είναι όπως κάνουν μονό τα ζώα .Ίσως για πολλούς από εμάς τους ναυτικούς ήταν ένας από τους λίγους φίλους που έχουμε .Βλέπεις ταξιδεύουμε πολύ και δεν έχουμε φίλους πολλούς στην στεριά .Αυτά μου είπε ο καπετάν –Κίμωνας μια βραδιά και εγώ ένοιωσα ότι όφειλα να τα καταγράψω.

 *

ΣΟΦΙΑ ΣΚΟΥΛΙΚΑ – ΒΕΛΛΟΥ

ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ (BULLYING)

 Για κακή του τύχη γεννήθηκε παιδί αγνώστου πατρός .Δεν έχει νόημα να σου εξηγήσει την ιστορία του. Εσύ γιατί κύρια το συζητάς στο δρόμο έτσι ανεπάντεχα δείχνοντας το, κλείνοντας το μάτι με νόημα ;... Αυτό είναι  μπάσταρδο λες μέσα από τα σφιγμένα δόντια .. Λες έτσι στεγνά και μετά σιωπάς .Αυτή είναι μια σκληρή πτυχή του κακού σου χαρακτήρα. Στη λέξη μπάσταρδος να ξέρεις  υπάρχει πόνου λιοπύρι .Παραδόξως πρέπει να νοιώθεις καλά με τον εαυτό σου .
Κάνω προσπάθεια να μην χάσω την ψυχραιμία μου και σου πω τι σκέπτομαι για σένα. Το μονό που θα σου πω  είναι ότι .ντρέπομαι για σένα όπως φέρεσαι σε ένα παιδί ,που μονό αγάπη έπρεπε να έχεις για αυτό . Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να το αποκαλείς έτσι .Δεν είναι αστείο το πληγώνεις το πονάς ..το κάνεις εύκολο στόχο στον κάθε απάνθρωπο ανόητο που θέλει να συμμετάσχει στο σκληρό σου παιχνίδι. Είναι ένα παιδί όπως όλα τα παιδιά με δυο μάτια ,δυο πόδια δυο χεριά και με καρδιά .και θέλει να ζει ανέμελα ,χαρούμενα όπως όλα τα παιδιά .
Το δικαιούται όπως κάθε παιδί σε αυτή την γη.


 *

ΣΟΦΙΑ ΣΚΟΥΛΙΚΑ – ΒΕΛΛΟΥ

ΑΡΚΕΙ ΕΝΑ ΦΥΣΗΜΑ ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ

Ο Αγγελής τα είχε χαμένα .Τα ιδία του τα λόγια τον είχαν προδώσει .Φοβόταν και το θυμό της γυναίκας του .Εκείνη είχε μάθει τον παράνομο δεσμό του με μια άλλη γυναίκα την Αντιγόνη , την γυναίκα του ίδιου του αδελφού .Η τύχη του αυτή την φορά τον είχε αφήσει, τώρα όλα τον τρόμαζαν .Τα λόγια της γυναίκας του ήταν χωρίς θυμό μα και χωρίς κανένα έλεος για αυτόν . Τώρα όλοι θα μάθαιναν για τον παράνομο δεσμό του, για το ανόσιο πάθος του.
Ερωτεύτηκε την Αντιγόνη από την πρώτη στιγμή που την είδε .Το κορμί της του ξυπνούσε επαίσχυντα ανομολόγητα πάθη. Το βήμα της που ήταν σαν αλαφροπάτημα στο πρωτοβρόχι.
Ξαφνικά σκέφτηκε τον Χριστόφορο τον μικρότερο αδελφό τού ,δεν έπρεπε να γίνει σκέφτηκε .Δεν θα ξεχνούσε το τελευταίο βλέμμα που του έριξε η γυναίκα του όταν του είπε ότι με τα καμώματα του κατέστρεψε τον γάμο τους .Τότε πηρέ την βαλίτσα του και έφυγε.
Από την άλλη η γυναίκα του θρηνούσε την τύχη της .Ήταν καταδικασμένη να ζει με έναν ανέντιμο άνθρωπο που δεν υπολόγιζε ούτε την τιμή του αδελφού του .Όχι ότι αγάπησε τον Αγγελή ,προξενιό ήταν .Ο πατέρας της τον έφερε να της τον γνωρίσει .Εκείνη είχε αλλά όνειρα ήθελε να σπουδάσει .Ο Αγγελής ήταν το τελευταίο είδος ανδρός που θα διάλεγε αλλά είχε ένα μεγάλο προσόν ήταν από το μέρος που κατάγετε ο πατέρας της .Κάποιος διάολος έπαιζε μαζί της σίγουρα Ο γάμος της έφτανε στο τέλος του, το στομάχι της είχε σφιχτεί.
Ο γάμος της θα γινόταν παλιές μνήμες , λυπήθηκε τα νιάτα της .Τόσα χρόνια πέρασε μαζί του πως να τους γυρίσει την πλάτη .Σφάλμα αυτήν την εποχή σκέφτηκε να είσαι τίμια. Μια στιγμή θυμήθηκε πόσο αφελής ήταν σφίγγοντας τα χείλη της, ώστε να μην καταλάβει τίποτα ώσπου ήρθε εκείνο το τηλεφώνημα από έναν μακρινό του ξάδελφο . «Ο άνδρας σου τα έχει με την νύφη του.» της είπε γελώντας . Αρκεί ένα φύσημα του ανέμου για να σβηστεί η θύμηση.
Σε όλη της την ζωή είχε παθητικά υποταχθεί πρώτα στον θετό της πατερά και μετά στον άνδρα της .Το σπίτι ήταν σαν να πενθούσε μαζί της .
Έπρεπε όμως να μεγαλώσει την μικρή κόρη της που έπαιζε στο δωμάτιο της ανέμελα ,χωρίς να γνωρίζει την δυστυχία της μητέρας της. Δεν έπρεπε να μάθει τι είχε κάνει ο ανάξιος πατέρας της .Έπρεπε να διασφαλίσει την ηρεμία του σπιτιού πάση θυσία

 * 

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΤΡΙΑΝΤΗΣ
Ο ΧΡΟΝΟΣ : ΕΝΑ ΠΑΛΙΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ


Ένα παλιό παραμύθι είναι ο χρόνος, αφημένο στο συρτάρι του φθαρμένου κομοδίνου (δίπλα σου). Κι ο μύθος του ( μικρός ή μεγάλος ) κάπως καλά αρχινημένος ( ισχύει για πολύ κόσμο αυτή η αξιωματική  πρόταση). Μα έπειτα (και σύντομα) γίνεται αποκλειστικό δρομολόγιο προς την ισόβια απαξίωση και τη θλίψη. 
Παρεμβαίνουν και επεισόδια κωμικοτραγικά ( τα περισσότερα άνευ σημασίας ) στη σκολιά οδό. Κι όσα από αυτά έχουν μια κάποια δυναμική ή είναι απλώς υποφερτά, εξαϋλώνονται ευθύς, χάνονται από τις κιτρινισμένες σελίδες ( εντός και εκτός του παραμυθιού ). Υπάρχουν βέβαια και στοιχεία άξια καταγραφής ( συνθήκες με τη μνήμη ), όπως π.χ. μια γιορτή ( ή πολλές ), για το πρωτόγνωρο και πρωτοφανέρωτο τού θεάματος. Τα παιδικά μάτια να κοιτούν στροβιλίζουσες φλόγες πάνω σε  τραπέζια και αγίες τράπεζες. Απλοί συνειρμοί για ό,τι αξιοσημείωτο πρόκειται ν’ ακολουθήσει, κατά τα ανθρώπινα μέτρα. Κυρίως, ως ενθύμηση όλων των πραγμάτων που σχεδιάζονται στο νου για να πραγματοποιηθούν και μεταμορφώνονται, σχετικά νωρίς, σε στρεβλά και ημιτελή κομμάτια ενός αποτυχημένου χρωματικά και θεματολογικά πίνακα.
Προσδιορισμένα και δύσκολα, αγκομαχούν σε χωράφια και πολίχνες, και μεταβάλλονται σε συμπλέγματα ψυχής και σώματος (έχουν συγκεκριμένο και καθοριστικό ρόλο στον χρόνο).
Επειδή όμως, γρήγορα ξεχνιούνται οι οδικές φωταψίες, χωμένες σε οστεοφυλάκια και μνημεία, χρειάζονται κι άλλες εικόνες και λέξεις, για να συμπληρώνεται η οδός προς το τέλος ή την αρχή  ( επαναληπτικά ). Διότι οι νευρώσεις και οι ακυρώσεις είναι τόσες πολλές που αναγκαστικά αξίζουν να τοιχοκολληθούν ( ως κειμήλια ) και εκεί να παραμείνουν, μέχρι να κτιστεί ένας άλλος σηματοδότης τοίχος.
Εσύ,  σε ρόλο πάσχοντος μετράς τα δευτερόλεπτα του καθορισμού ή όποιας άλλης ονοματοθεσίας προστίθεται στην προσωπική ιστορία – παραμύθι, (αφιερώσεις στην αλαλία μπροστά στο τίποτα ). Είναι άλλωστε επιεικώς χρειαζούμενο κάτι να υπάρχει στον τοίχο της ύπαρξης, οτιδήποτε –μεταφορικά- πτητικό. Κάθε τοίχος έχει να προσφέρει στην εξέλιξη τού παραμυθιού, λίγο πριν ακυρωθούν χρονικά  οι πλείστες τόσες μέρες ( ίδιες και απαράλλακτες  με τις πρώτες της ενηλικίωσης και στη συνέχεια της ωριμότητας ).
Αλλά στους  προσωπικούς λογαριασμούς  απαγορεύεται να εμφιλοχωρούν ονειρικά τερτίπια, δηλαδή εικόνες όπως : πουλιά να πετούν και σε συμπαρασύρουν σε μακρινά ταξίδια. Όμως κάπου εκεί ( σχεδόν νομοτελειακά), παύει η απόπειρα να πετάξεις και να φύγεις. Ξανά εισέρχονται επί των βημάτων (και των στοχασμών), πλήθος βροχερών ημερών και νυχτών, συναλλαγές μυστικές με τις  μεσημεριανές ώρες,  ζωγραφισμένες  με αίμα. Ένα άλλο αίμα, προϋπόθεση αναγέννησης πατρικών ή άλλων προπατορικών δηλώσεων, «συνδεδεμένο» με μια ακτινοβολούσα σελήνη ή μ’ ένα κομμάτι της (αφημένο στην αυλή του πατρικού ). Είναι απαραίτητη και η ποιητική χροιά της χρονικής εκτίμησης, αλλιώς χάνεται οριστικά ο σκοπός της ζωής. Ναι , υφίσταται ένας σκοπός (άδηλος) σε κάθε μικρή ή μεγάλη εκδήλωση, προνόμιο αξιοπρεπούς παύσης ελπίδων και επιθυμιών, άνευ συζητήσεων και ικεσιών. Ιδιαίτερα, αν εκεί , στο κέντρο της σκοποθεσίας,  δεν μοιράζονται πια χιλιοειπωμένες υποσχέσεις,  έτοιμες να μπερδεύουν όλη τη στοχαστική συναλλαγή με τον εχθρό εαυτό μας, και να την ξαναφέρνουν πίσω στην αρχή, θεατρικά και κωμικοτραγικά.
Με λίγα λόγια,  στο συρτάρι υπάρχει ένα παλιό παραμύθι, όπου εσύ , ως  κεντρικός ήρωας, κάθεσαι δίπλα σ’ ένα κιτς φωτιστικό, για να διαβάσεις  τη δική σου ιστορία, δίχως αυτήν τη φόρα, καμία μα καμία γοητεία. Όλα , μα όλα,  εξαντλούνται από την πραγματικότητα , τις κινήσεις της. Μικρά επεισόδια υπάρχουν : ένα σκούντημα στο πονεμένο πόδι ή ένα χάδι στο ρυτιδιασμένο πρόσωπο. Κυρίως για να γίνει αποδεκτή η επισήμανση : το οριστικό τέλος του μύθου ή αυτού που επρόκειτο να γίνει κάτι σαν μύθος. Ενίοτε δικαιώνεσαι στο παιχνίδι (σπάνια), από λανθασμένο υπολογισμό που κάνουν οι άλλοι. Η μετριότητά τους αποτελεί και τη ήττα τους, δεν την αντιλαμβάνονται όμως, τη θεωρούν ως σημαίνουσα παρουσία στον οργανωμένο κόσμο. Και η ψυχολογική  ερμηνεία : υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων της σάρκας (φάγωμεν, πίωμεν, αύριον γάρ αποθνήσκομεν) και του νου (του κοινού νου).
Μα πάντα  κυριαρχεί η νεότητα , δίχως φκιασίδια και με τη βοήθεια της τύχης (λόγια μεγάλων εραστών αυτά). Αλλά και πάλι, κάπως ενάντια στους κανόνες του αιώνιου, εξαντλείται σχετικά εύκολα σε παιχνιδάκια  και διάφορες ανώμαλες καταβασίες, πασαλειμμένες με χρώματα και σκοτωμένες  πυγολαμπίδες. Για τους  τυχερούς της δεύτερης ευκαιρίας,  δίνεται η δυνατότητα ν’ ακολουθήσουν τις αυλακιές με τα αρχαία οστά και ερείπια. Απλά τέτοιες διαδρομές δεν ενδιαφέρουν κανέναν, ούτε καν όλους όσοι ισχυρίζονται ότι αγαπούν το φως. Γίνονται  κι αυτοί ένα λησμονημένο κομμάτι σκόνης στον δρόμο ( μακρύς ο δρόμος ή ο προορισμός,  κατά τον Κάφκα ).
Κι ως επίρρωση,  έρχονται ένας  σωρός  φθηνοποσίες και διάφοροι άλλοι σχηματισμοί, από ψέματα, ληγμένες ηδονές και μικροενθουσιασμούς  (λόγω νεότητας και ταξικής παραδοχής). Συμπληρώνουν τους επιθανάτιους ρόγχους και το συντακτικό. Συνονθύλευμα εμπειριών, βαφτισμένων ως κρίσιμα μέτρα για κανονική ζωή και ευτυχία, πρωτίστως εκείνη που σε οδηγεί στην ανυπαρξία, ολοταχώς.
Άτυπα, δεν μπορεί να γίνει κι αλλιώς, στο εσωτερικό του χρόνου ενυπάρχουν όλες οι ανθρώπινες εκδηλώσεις, αλλά πάραυτα και σχεδόν συνειρμικά η ροή τους αποδυναμώνεται και χάνεται. Μπροστά στην ευθεία γραμμή (στην αόρατη α-νόητη γραμμή ) βρίσκονται κάθε μέρα νέα επεισόδια εκατομμυρίων προσώπων μέσα στις ίδιες πάντα συντεταγμένες. Εικόνες και λέξεις, υβρεολόγια, ευχολόγια, διαψεύσεις και επικυρώσεις, ντυμένες με αρώματα και μυρωδιές, και τα σάβανα της τελικής παρακμής και πτώσης, άτεχνα και αζωγράφιστα.
Υπερτονίζονται – χαροποιώντας – τους συμμετέχοντες και αύριο αποδέκτες , ένα σωρό τελετές και επιτυχίες ( οι αποτυχίες αποσιωπώνται λόγω εγωισμού και προσωπολατρίας). Κυρίως, όσες αφορούν επιτυχημένα επαγγέλματα, παιδιά, εγγόνια, ωραίους και αποτυχημένους γάμους και συνευρέσεις λειψές κι ολοκληρωμένες, αγορές και πωλήσεις πράγματων και ψυχών (ηδονική κατάσταση η δύναμη πάνω στον άλλον). Ό,τι τέλος πάντων πουλάς και αγοράζεις ακριβά, αξίζει να ενταχθεί στις καλένδες, μήπως και δώσει νόημα στη διαδικασία της αναπνοής. Και όλο αυτό  το χρονικό μακελειό είναι βέβαιο ότι δεν αφορά φτωχούς και απόκληρους. Εδώ δεν χρειάζεται καμιά ψηλάφηση και συγκατάβαση προς τις προδιαγραφές  του χρόνου, αρκεί να έχουν λίγα χρήματα για να πίνουν, να μεθούν και να βρίζουν τα απογεύματα της Κυριακής : μοίρες και θεούς της μπάλας.

  Οι άλλοι οι κυνηγοί εμπειριών και τελετών, ταξιδιών και άλλων δανεικών ιστορικών μοντέλων, είναι οι αρνητές του χρόνου. Ετούτοι πασχίζουν περισσότερο με τα δευτερόλεπτα και τις προκρούστειες λογικές σαν πλησιάζουν τα γηρατειά, οι διαψεύσεις και οι ασθένειες.
Τότε μόνο αντιλαμβάνονται ότι δεν μπορούν να αλλάξουν κατοικίες και ταπετσαρίες , και να πάρουν καινούργιες, ούτε να αλλάξουν εραστές κι ερωμένες, ούτε να τρέξουν στις ορκωμοσίες και στους γάμους τέκνων και παρατέκνων (υπάρχει ένας κορεσμός και μια επανάληψη ), σώζοντας έτσι το γελοίο, και τις όποιες προτάσεις σχηματίζονται με κατηγορούμενα  (αποτελέσματα του συντακτικού ). « Είμαστε χαρούμενοι ή υπήρξαμε για κάποιες ώρες ευτυχισμένοι, είμαστε τακτοποιημένοι (σύνταξη και εφάπαξ ), είμαστε ζωντανοί κι οι άλλοι πεθαίνουν, είναι τα παιδιά μας γερά, είναι οι καταθέσεις μας εύρωστες». Φτωχό τέλος για παραμύθι, αλλά τέλος.



*

ΦΡΟΣΩ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
 ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ


Κι όταν ξεκινήσαμε το τελευταίο κομμάτι του ταξιδιού μας
γαλήνιοι μπήκαμε στη βαρκούλα που θα μας περνούσε στο απέναντι.
Θέλαμε να ρωτήσουμε τον ακούραστο περατάρη μας το όνομά του,
μα πώς, αφού στο στόμα μας φυλάγαμε τον οβολό των ναύλων μας...
Το κατάλαβε όμως, μιας και μυριάδες χιλιάδες χρόνια
στην ίδια διαδρομή, σε όλα τα κεφάλια, την ίδια σκέψη μάντευε
-λες και υπήρχε άλλος περατάρης κει κάπου-
και θλιμμένα, μας απάντησε: «Χρόνο» με λένε, φίλοι μου.

«ΧΡΟΝΟ»

Και καλότυχοι αυτοί που δεν τους περνώ στα μικρά τα τους.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου