Σελίδες

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2018

Ο Χρόνος και ο Λόγος : Συλλογικό έργο / Συλλογή Ποιημάτων και επιμέλεια έκδοσης και ανάρτησης Δημήτριος Γκόγκας / 12 Οκτ 2018 ( Απόσπασμα από την ενότητα ποίηση / ελεύθερος στίχος Μ-Π)

Ο Χρόνος και ο Λόγος







Ποιήματα, Κείμενα, Διηγήματα, Σκέψεις, αποφθέγματα
και ένα Δοκίμιο για τον χρόνο




ISBN 978-9925-7392-3-3


----------------------------------------------------------------------------------------




ΜΕΤΣΙΟΥ ΚΑΤΙΝΑ


ΧΑΜΕΝΟΣ ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Τελειώνει πάντα ο ενεστώτας.
Ούτε οι λέξεις δεν είναι αιώνιες.
Τα ρήματα, οι χρόνοι, πρώην και απόντες!
Το "έχω" λειψό και αμφισβητούμενο.
"Θα πάω...", "θα δω...",
σου στέλνω μήνυμα, αφηρημένος παραλήπτης!
Η κερασιά θα ανθίσει και φέτος.
Από το μπαλκόνι δεν την βλέπω πια απέναντι μου.
Κι όταν κοιμάμαι αντί για όνειρα,
συμβαίνει ο χαμένος ενεστώτας!
Σε φιλώ στο μάγουλο.
Έχω ακλόνητα πια κι ίσως αθάνατα,
πρόσωπα λέξεις και ζωές!
Η τιμωρία πιο σκληρή για παράλληλες πορείες.




 *


ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΑ
ΤΟ ΣΒΗΣΙΜΟ

Χήρα κι άτεκνη,
από ραγδαία αρρώστια ο θάνατος την πλησίαζε.
Τα ερωτικά γράμματα που της έστελνε ο άνδρας της
πριν από δεκαετίες,
τα έκαψε στο πίσω μέρος του κήπου της.
Σαν ιερουργία που εξαγνίζει,
με συντριβή τα έκαψε,
για τη δυνατή αγάπη τους μέσα στα χρόνια.
Μακρινοί συγγενείς θα κληρονομούσαν το σπίτι της,
τα ερωτικά γράμματα κι άλλα αντικείμενα
με αδιαφορία θα τα πετούσαν στα άχρηστα.

Ποιητική Συλλογή: « Ο κόσμος απροκάλυπτα»


ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ

Του έκανε δώρο δύο κάστανα φτιαγμένα από ορείχαλκο
-στο κανονικό τους μέγεθος-
δώρο διακοσμητικό για τη βιβλιοθήκη του.

Μετά από χρόνια εκείνη τον εγκατέλειψε.
Έμεινε απαρηγόρητος,
πέρασε τον τρισκατάρατο τυφώνα του χωρισμού.
Κι όμως δεν είναι λίγες οι φορές
που οι καμπύλες από τα δύο κάστανα
-πάντα στο ίδιο ράφι της βιβλιοθήκης-
με αποχαύνωση του θυμίζουν
 κάτι από τις πανέμορφες καμπύλες της,
τις καμπύλες στο στήθος και τη ρώγα.

Η παραμυθία της αποχαύνωσης.
Τα κάστανα από ορείχαλκο
ανεκτίμητα ενθυμήματα.

Ποιητική Συλλογή: « Ο κόσμος απροκάλυπτα»



ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΑ

ΤΟ ΠΙΟ ΒΑΘΥ

Το πανέμορφο νεοκλασικό σπίτι
που κάποτε έμενες,
έγινε πολιτιστικό κέντρο.
Με αφορμή μια λογοτεχνική εκδήλωση
βρέθηκα στο χώρο του.
Οι τοίχοι, οι σκάλες, οι συστάδες των ψηλών δένδρων,
κάθε πετραδάκι στην αυλή του
μου θύμιζαν εσένα,
κι ας πέρασαν τόσα χρόνια που χωρίσαμε.
Αναδύθηκες από το πιο βαθύ και αδιάσπαστο του είναι μου.

Εκείνο το σπίτι, η αυλή, τα δένδρα του,
στο βλέμμα μου χώρος ιερός.

Ποιητική Συλλογή: « Ο κόσμος απροκάλυπτα»

ΛΕΙΜΩΝΕΣ ΤΟΥ ΕΣΩΤΕΡΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΜΟΥ

Γνωστός καλλιτέχνης ζωγράφισε το δωμάτιό του.
Ζεστασιά και θαλπωρή εκπέμπει ο όμορφος πίνακας
από κάθε έπιπλο, αντικείμενο
κι ας είναι φτωχικά.
Αντίστοιχα σκέφτηκα δωμάτια και κάμαρες της ζωής μου
μέσα στα χρόνια.
Κάμαρες καταφύγια για ν’ ανασυνταχτώ
κυνηγημένη από σμήνη απελπισίας,
παγετώνες ζοφερότητας.

Κάμαρες,  λειμώνες του εσώτερου εαυτού μου
θάλπος μού δώσατε.

Ποιητική Συλλογή: « Ο κόσμος απροκάλυπτα»


ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΑ

ΣΤΙΛΠΝΟΤΗΤΑ

Όταν έμεινες έκθαμβος
πόσο έλαμπε το φεγγάρι,
αναλογιζόμουν πως είχα χρόνια
να συναντήσω τρυφερό άντρα
σαν και σένα.

Είναι χιλιοειπωμένο το φεγγάρι
δεν με απασχολούσε,
ούτε είχα την άνεση
να το προσέξω
απ’ την αρχή που βγήκαμε
– καλοβολεμένη μέσα στα ρούχα
η δική σου στιλπνότητα υπήρχε.

Ποιητική Συλλογή: « Το γυμνό ζευγάρι»




ΠΡΟΤΑΣΗ

Κολυμπούσαν στα βαθιά
και του πρότεινε να βρεθούν
για έρωτα οι δυο τους ένα βράδυ.
Ό,τι τόσα καλοκαίρια του αρνιόταν
τώρα το άκουγε απ’ τα χείλη της.
Συμφώνησαν μόλις βοηθούσαν
οι περιστάσεις ένα βράδυ,
για το πρωτόγνωρο γύμνωμα,
την πρωτόγνωρη επαφή τους.
Στην παραλία ανάμεσα στους φίλους
δεν κάθισε μαζί της,
πήγε πιο πέρα κι έριξε
τη βάρκα του στη θάλασσα,
τη βούλιαζε παντού, την έπλενε.

Ποιητική Συλλογή: « Το γυμνό ζευγάρι»



ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΑ

ΜΑΥΛΙΣΤΙΚΑ

Σταμάτησες παθιάρικα να με προσελκύεις
και να με κυνηγάς.
Πια αποσύρθηκες.
Σίγουρα σε κούρασαν
και οι τόσες αρνήσεις μου.

Τα πολλά χρόνια
που μαυλιστικά με κυνηγούσες
φτιάχνουν μια ολόκληρη,
περασμένη εποχή.

Ποιητική Συλλογή: «Παρακαταθήκη ηδυπάθειας»


Η ΝΤΟΥΛΑΠΑ

Λαϊκή οικογένεια. Ο πατέρας ναυτεργάτης.
Όταν έμεινε χήρος έφερε γυναίκα και συζούσαν.
Τα παιδιά του -αγόρι και κορίτσι-
ήδη στο τέλος της εφηβείας.
Αποξένωση και κατήφεια υπήρχε στο σπίτι τους.
Το αγόρι, ένας θηριώδης
για το τίποτα ξυλοφόρτωνε την αδελφή του
και ύστερα την έκλεινε σε μια ντουλάπα.
Από την κακομεταχείριση λιποθυμούσε.
Δεκαετία του εξήντα.
Στην περιοχή ένας δρόμος μάς χώριζε.

Ποιητική Συλλογή: «Το τραγικό και το λημέρι των αισθήσεων»



ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΑ

ΝΥΧΤΑ

Κατά μήκος του στενού πεζόδρομου
μπαρ και καφετέριες.
Καθώς πίνει το ποτό της
διακρίνει στο απέναντι μπαρ την αγάπη της.
Η ψηλόλιγνη κορμοστασιά του
μετακινείται ανάμεσα στα υπαίθρια τραπέζια
για να μιλήσει με φίλους του.
Μέσα στο πλήθος εκείνος δεν τη βλέπει.
Σαν το κεράκι φλέγεται από τον πόθο,
όμως δεν θα πάει κοντά του,
πριν από ένα χρόνο την παράτησε.
Στον πανέμορφο πεζόδρομο
με τα φώτα, τις σκιές και τους θαμώνες
μένει καθηλωμένη στη μοναξιά της.


 Ποιητική Συλλογή: «Το τραγικό και το λημέρι των αισθήσεων»




*

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΝΤΟΒΑΣ

ΘΥΜΗΣΕΙΣ


Ερωτικές  θυμήσεις,  χαμόγελα  ναού!  Της  θλιμμένης  αψίδας  τα  δόρατα!      Πάλλευκο  περιστέρι  η  Αυγή  και  τ’  Όνειρο  καθρέφτισμα  σημαδεμένου  ρούχου!       Γεννήθηκε  η  ελπίδα  ξαφνικά,  στα  λόγια  εκείνα  τ’  άρρητα  μοναδικής  σχεδίας!        Σχεδίας  που  «διαβάζουν»  οι  Ψυχές,  στης  Στύγας  το  απόμακρο  κάτασπρο  αρχονταρίκι!  Αρχονταρίκι  της  ελπίδας  που  γελά,  υβρίζοντας  τα  άναστρα  μοναχικά  σημάδια!      Χοές  τα  δάκρυα  και  αγγέλων  η  πυγμή!  Θύμηση  το  ταξίδεμα  στου  Χρόνου  τη  χλαμύδα!  Ντύθηκε  ο  Θεός  την  αστραπή  και  γίνηκε  Απόλυτο  με  δόξα  κι  ικεσία!   Κέρινο  το  καράβι  της  σιγής,  τρέμει  τα  άγια  σήμαντρα  του  γίγαντα  που  κλαίει!    Θυμήθηκε  το  Άστρο  τη  φωτιά,  τ’  αγέρι  της  εμφύσησε  τ’  Αιώνα  το  σημείο!   Όψεις  μιας  μαγικής  διαδρομής  κι  οι  λυτρωσιές  των  έντιμων  σιμώνουν  και  γελάνε!   Απέριττο  το  φως  της  χαραυγής,  γεμάτο  τ’  άσπρα  νούφαρα  σε  ψεύτρα  εκκλησία! Γέννημα  θυμωμένο  αναπνοής!  Η  ομορφιά  τ’  Αγέννητου  στα  άστρα  του  Χειμώνα!

*

ΜΑΡΟΥΛΛΑ ΠΑΝΑΓΟΥ

ΝΕΚΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ


Το μεγάλο ολόκληρο ,
τίποτα ήταν τελικά.
Ξεχώρισαν οι δρόμοι
πριχού καν ανταμώσουν.
Το απόμακρο όνειρο τρεμοσβήνει
στην μονόπλευρη προσπάθεια
Μειωτική στην δύναμή της,
να το κρατήσει ζωντανό.
Χρόνος νεκρός
στ’ ανύπαρκτο για μάς
Αύριο!

 *

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΝΔΗΣ


ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ


Τι να το κάνω το μέλλον;
Ατόφιο
στις αναμνήσεις μου
το έχω




ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ


Τη θάλασσα τη θάλασσα, ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει
Γιώργος Σεφέρης

Γεννήματα στιγμής
και δεξιοτεχνίας βάσανα,
απελπισίες
κι ελπίδες,
μικρότητες
κι ηρωισμοί —
όλα της λήθης χαρισμένα,
αφού ανήκουν στους ανθρώπους·

μονάχα η θάλασσα
ανεξάντλητη
και μας περιγελά
σε διαρκείας ενεστώτα

 *

ΜΥΡΙΑΝΘΗ ΠΑΝ. ΠΑΠΑΟΝΗΣΙΦΟΡΟΥ

Η ΜΕΡΑ ΜΠΗΚΕ ΑΣΤΡΑΦΤΕΡΗ

Η μέρα μπήκε αστραφτερή στην υψικάμινο
δρασκέλισε το ουράνιο τόξο με τα χρώματα
κι άχρωμη εξήλθε στην αντίπερα όχθη
του λευκού χειμώνα.
Κύκλοι, επάλληλοι κύκλοι.
Στα κράσπεδα των μακρινών ερήμων
αρχέγονος άνεμος ιχνογραφεί ανεξίτηλα ίχνη.
Τραχύ το μάγουλο της γης
στον τελευταίο ασπασμό των παγερών ονείρων.
Ριπή οφθαλμού και φεύγει το πουλί
σε σφαλιστά ματόκλαδα πατώντας
μ’ ένα σφαγμένο λούλουδο στο στόμα του.

ΔΕΝ ΘΑ ΚΛΑΨΩ

Δεν μας χτυπάνε πια την πόρτα
τ’ ανέμελα πουλιά της νιότης
της πρώτης Άνοιξης τα χρώματα
 ταξίδεψαν μακριά
ρυάκια βιαστικά
 κατρακυλώντας στην αρχέγονη κοίτη.
Κι ο έρωτας
 άσπρο μαντήλι που αναχώρησε
σε μια στροφή του δρόμου
μουσκεμένο στον ίδρωτα.
Χωρίς κεντίδια η μέρα
ρακένδυτη γυμνή
ίδια σα νύχτα τώρα σέρνεται
ένα κοντάρι πριν το νήμα.
Μα τα πουλιά θα κελαηδάνε
ανέμελα μικρά παιδιά
αγγελιοφόροι πιστοί της Άνοιξης.
Γι’ αυτό και μόνο
δεν θα κλάψω.
 *

ΜΥΡΙΑΝΘΗ ΠΑΝ. ΠΑΠΑΟΝΗΣΙΦΟΡΟΥ
ΓΥΑΛΙΝΟΙ ΟΥΡΑΝΟΙ

Γυάλινοι ουρανοί
Όνειρο ο κόσμος
όσο ιριδίζει η μέρα μες τα μάτια του
του χρόνου ιχνογραφώντας τις στιγμές.
Μεσούρανα θροΐζουνε τα λόγια
λόγια που δεν ειπώθηκαν ποτέ
ερωτικές κραυγές που σπάνε
ανέλπιδα στους τοίχους
στους στίχους σπάνε
ανέκφραστων κι αλλόφωνων γραφών.
Φωνές που σέρνονται στα χείλη
λιπόψυχοι ήχοι μακρινοί
οι τέλειες φράσσεις της σιωπής
πισθάγκωνα δεμένες στο ζυγό
του γυάλινου ουρανού.
Τώρα κιτρινισμένη γέρασε η γραφή.

 *

ΠΑΝΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΚΟΣ
ΛΗΘΗ ή ΟΝΕΙΡΟ … Ο ΧΡΟΝΟΣ  ?

Θυμάμαι σαν εφιάλτη σε παιδικό μου όνειρο
τη  προσφυγογειτονιά με τις παράγκες
πίσω απ’ το μαγέρικο του Ντελή βοριά.
Μπουσούλαγα δεν μπουσούλαγα ακόμη
τα μεγαλύτερα, θα ‘ταν δεν θα ‘ταν οκτώ
τρίτης γενιάς προσφυγόπουλα
κι’ ας είχαν περάσει πάνω από σαράντα χρόνια,
προσφυγόπουλα ακόμη.
Θυμάμαι  την οσμή του πισσόχαρτου
που κάλυπτε τις σάπιες σανίδες της δήθεν κάμαρας μου,
τη μυρωδιά του πετρελαίου για λιγοστό  φως στη λάμπα,
που κάλυπτε όλη τη γειτονιά , σαν έγερνε ο ήλιος.
Θυμάμαι τον αγέρα καπνισμένο απ’ το μαγκάλι
που ανάβανε οι μανάδες να ζεστάνουν ,το κορμί και τη ψυχή μας
και το άρωμα, ναι το άρωμα, του ασβέστη
που ’ ρίχναν οι πατεράδες το βράδυ στα λασπόνερα .
Θυμάμαι τη παιδική μου ψυχή να ματώνει
να ματώνει σαν χιλιότρυπη , απ’ τις τσουκνίδες
στο ρέμα του Ιλισού
λες και ήταν συρματοπλέγματα οι τσουκνίδες
συρματοπλέγματα αγκαθωτά, σαν αυτά του κάθε Μάουτχαουζεν.
Θυμάμαι Καισαριανή απόβραδο
πίσω απ’ το μαγέρικο του Ντελή βοριά.

Και κάπως έτσι απλά κυλάει  κι’ αυτή η νύχτα
λες , σαν όλες τις άλλες , να μην έχει ηλικία αυτή η νύχτα
λες και είναι αιώνιες οι νύχτες για να  χωρούν  ολάκερες ζωές,
ζωές που κυλούν σαν σε παραμύθι στην αυλή των θαυμάτων,
παραμύθι χωρίς όνομα , το δικό μου και το δικό τους  παραμύθι
παραμύθι που λες και παίζεται σαν έργο η ζωή μου, η ζωή τους
σε παραστάσεις των οκτώ και των δέκα,
σε παραστάσεις των 1958 και 2018
λες και παίζεται σαν έργο η ζωή από ένα αόρατο θίασο.
Και κάπως έτσι απλά περνά κι’ αυτή η νύχτα
λες , σαν όλες τις άλλες , να κυλά έξω απ’ το χρόνο
σαν να μην έχει ηλικία αυτή η νύχτα
σαν να μην έχω ηλικία εγώ , σαν να μην έχουν ηλικία αυτοί.
Μόνο που στέκετε που και που να ξαποστάσει
Να ξαποστάσει και να μου ζωντανεύει μνήμες
Μνήμες, από  την εφηβική μου φλόγα
Φλόγα που γινόταν φωτιά
Φωτιά  απ’ τη φωνή του Νίκου
Θυμάμαι , εκεί κάπου σε μια ανηφοριά της Πλάκας
Θυμάμαι, εκεί - τότε , που όλοι μαζί
μια αγκαλιά – μια συντροφιά από αμούστακα παιδιά
περιμέναμε το πότε  θα κάνει ξαστεριά
θυμάμαι που βλέπαμε τότε , να μπαίνουν στη πόλη οι οχθροί
και μεις μιλώντας με τα μάτια να λέμε ο ένας στον άλλον
πώς να σωπάσω με αυτό
θυμάμαι τότε , που σαν ιδανικοί αυτόχειρες
περιμέναμε το πότε θα ρθουν οι φίλοι μας
για να σαλπίσουμε την ώρα του ξεσηκωμού

Θυμάμαι Καισαριανή απόβραδο,
πίσω απ’ το μαγέρικο του Ντελή βοριά
άνοιγε  μια γεωλογική ρωγμή,
στο έδαφος που μαθαίναμε να περπατάμε
δημιουργώντας ένα  ορυχείο πολύτιμων λίθων
μέσα στον ίδιο μας τον χαρακτήρα.
Καταλάβαινα πως αυτή η άγονη ανταλλαγή εικόνων κι’ αισθημάτων
χάραζε το δρόμο της προς τη πυκνότερη ζούγκλα του μυαλού μας
ώστε να γίνουμε  κάτοχοι μιας αινιγματικής γνώσης
που δεν θα  μπορούσε,  παρά να διαβιβασθεί λαθραία.
Και εγώ  δέχτηκα να  την αποκρυπτογραφήσω, 
άλλωστε με την άσκηση της τέχνης του ο καλλιτέχνης
βρίσκει τον ευτυχή συμβιβασμό
μ' όλα εκείνα που τον πλήγωσαν ή τον νίκησαν
στην καθημερινή του ζωή,
όχι για να ξεφύγει απ' τη μοίρα του,
όπως οι ιστορικοί του μέλλοντος
αλλά για να την ολοκλήρωση της μοίρας στο παρών και το μέλλον
στην πραγματική της διάσταση,
με  φαντασία στην επανάληψη της ιστορίας.

Και κάπως έτσι απλά κυλά  κι’ αυτή η νύχτα
με εφιάλτη το παιδικό μου όνειρο
σαν να μην έχει ηλικία αυτή η νύχτα
παρά μονάχα μνήμες
μνήμες που ελπίζω να μεταφέρετε
στους γιους μου , στους γιους σας  ,στους γιους της γενιάς μας.
Και κάπως έτσι απλά κυλά κι’ αυτή η νύχτα
σαν έργο της ζωή μου και της ζωή τους
σε παραστάσεις των 1958 και 2018
έργο στο οποίο ελπίζω να βρούμε τον θεατή μας ,
αυτόν τον έναν που θα μπορέσει να συνουσιασθεί μαζί μας
αυτόν τον έναν Που θα μπορέσει να ζήσει την ηδονή του μυαλού μας.
Αυτόν τον έναν


 *



ΓΙΟΥΛΑ ΙΩΑΝΝΟΥ ΠΑΤΣΑΛΙΔΟΥ.


Η ΠΑΛΗ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ

Στην ύλη την  παρουσία μου
ο χρόνος προσπερνά.
Με προσπερνά και με σπρώχνει
στην άβυσσο με απονιά.
Συμμάχους αναζητώ
για να τον νικήσω να σωθώ
και ποτέ από αυτόν να ηττηθώ.
Να τον στριμώξω ,
να τον ακινητοποιήσω,
να του επιβληθώ.
Να υπακούει σε ότι θέλω μόνο εγώ.
Να τον εξαποστείλω
στου εβδομήντα τις αρχές
και εκεί να σταματήσω τον καιρό.
Μια γιορτή του ατέρμονη
για λίγο ας ήταν να χαρώ.
Δικαιοσύνης και ειρήνης
ολόγλυκους καρπούς πάλι να γευτώ
και όση μου απόμεινε ζωή
σε γιορτής ρυθμούς να ζω.



 *
  

ΔΕΣΠΩ Ζ. ΠΛΑΤΡΙΤΗ

Κάποτε το Καλοκαίρι και το Φθινόπωρο
συγχύζουν την όψη τους
σαν σε καθρέφτη νομίζουν
πως βλέπουν το ένα το άλλο
ανταλλάσσοντας την πυρακτωμένη ανάσα αέρα
με σκίρτημα λίβα τρεμουλιαστό
ταραγμένη φωτογραφία τοπίου
σε διαδικασία εξαφάνισης τεκμηρίων.

Φαίνεται τότε το Καλοκαίρι να νεύει στον Εταίρο του

Πάρε αργά τα χρυσά μου
να μοιραστείς
σε κίτρινο κεχριμπαριού
να μετατρέψεις
με λιγότερο φως
εικόνες σκιερές να εκτεθούν
να ξεχωρίζουν στα μάτια
τα κρύα απ τα καυτά.

Και το Φθινόπωρο να συγκατανεύει

Δώσε μου εσύ περισσότερες ώρες
φωτισμένης διάρκειας
να καταφέρω με θρίαμβο δοξαστικό
πλημμυρίδα χρωμάτων ζεστών
εκείνης της ξεχωριστής  χροιάς
κεραμιδί με κίτρινο- φαιό
σε όλες της τες εντάσεις
να χρίσω την γη.

 *
ΑΡΙΑΔΝΗ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ
ΛΕΞΕΙΣ

Τα βράδια του χειμώνα κυλάν
Αλλιώς.
Μνήμες διάστικτες σαν αισθήματα.
Οι λέξεις δεν πλάνευαν ποτέ.
Εμείς πάλι
Τις βλέπουμε ανήμποροι.
Πώς λάμπουν τόσο στο ημίφως;
Κάτω από τα σκεπάσματα μετράω
Τον ψίθυρο μιας ανάσας.
Κλείνει ο ορίζοντας ή μού φάνηκε;
Όσο περισσότερο σωπαίνω
Τόσο τρυπώνεις στις φλέβες μου
Ή γίνεσαι αέρας στα μαλλιά μου.
Στενεύει ο κόσμος των λέξεων.
Βαθαίνεις μέσα μου
Τόσο απόλυτα μακρινός
Όσο μια παλιά οπτασία
Που επανέρχεται.

ΙΕΡΟΥΡΓΟΣ

Αν κάθε λέξη μας ακροβατούσε
Ανάμεσα σε έρωτα και θάνατο
Ο χορός του Αρλεκίνου θα σταμάταγε.
Πότε θα σε ξαναερωτευτώ;
Στροβιλισμοί
Σωμάτων, σκέψεων, εποχών.
Η πίκρα του σχεδόν
Τα πάντα στο περίπου.
Μίλια μετριούνται
Στη σφαίρα του άχρονου.
Κι αν μπήκε ο χειμώνας ποιος ενδιαφέρεται;
Στο ηλιοστάσιο μπορεί ν ανταμωθούμε.
Τότε που οι ψαλμοί θα σιγήσουν.
Δεν έχω καμιά απάντηση – για σκέψου…
«Sacra facit vates: sint ora faventia sacris»*
Αυτό θα έπρεπε να αρκεί.

* «Ο ποιητής κάνει θυσία  ευφημείτε! » (Προπέρτιος Ωδές 4.6.1)

 *


ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΣ
ΣΤΟ ΣΕΛΑΓΙΣΜΑ  ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ

Ο χρόνος είναι συνεχής ογκόλιθος,
                    στέκεται μπροστά μας άτμητος
Κι εμείς μετράμε τη ζωή μας
             με  χαρακιές, στον άσπρο τοίχο του

Μα πώς να εννοήσεις το συνεχές
        όταν η διάρκεια περιφρονεί 
                                             τα δευτερόλεπτα;
Κι όμως η αρίφνητη μυρμηγκιά
        των άστρων  ακούραστα το περιζώνει

Ο χρόνος είναι παντοδύναμος
                                          γιατί είναι σχετικός
αθέατος χαμαιλέοντας που παραμονεύει
             στα μαύρα πηγάδια το θήραμά του
Σ’ απύθμενα πιθάρια η Χάρυβδη,
        που μας καταπίνει όπως πεφταστέρια

Μα εμείς αφήνουμε πίσω μας
                          το φωτεινό μας αποτύπωμα
    μια μικρή ψηφίδα στο ουράνιο μωσαϊκό
αδιόρατη κι όμως τόσο σπουδαία
                       στης αυτογνωσίας την ανέλιξη

Εμείς ένα μετέωρο
                        περιπλανώμενο στην άβυσσο
ψάχνουμε τον πλανήτη μας
                  κι ας καούμε στην μεγάλη πτώση
Έτσι για να υπάρξουμε ως ενδεχόμενο
                                 σε κάποια πρόταση ζωής
πριν ο μέγας στρόβιλος μας πάρει ξανά
               κοντά του στην μεγάλη περιδίνηση

Ο  χρόνος είναι 
αμείλικτος και κοφτερός σαν το μαχαίρι,
αφήνει βαθιές χαρακιές
                                           μες στην ψυχή μας
Μα εμείς οι σχέτλιοι μαχητές,
                                              της διπλής έλικας
επιμένουμε να περιζώνουμε το άρρητο

 *

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΣ
Η ΣΤΙΓΜΗ

Ο χρόνος, είναι αδιαίρετος ο χρόνος
        χωρίς παρελθόν, παρόν και μέλλον
Έχει εξουσία σ’ όσους έχουν μνήμη
                                              κι αισθήματα

Πιάσε μια φωτογραφία μου
    κι ας είναι κιτρινισμένη απ’ τον καιρό
κράτα την σφιχτά
                            να ‘χεις το πρόσωπό μου
ο χρόνος είναι αδιαίρετος,
                                   κράτα με στη μνήμη

Η στιγμή με συμπυκνώνει με κρατάει
                για λίγο ανάμεσα στα δάχτυλα
κι ύστερα ρέω
Η στιγμή μοσχοβολάει ύπαρξη
ανοίγει ξαφνικά σαν κόκκινο γαρίφαλο
                    και βάζει φωτιά στα πέλαγα
Αιωρείται σαν καντηλάκι κρεμασμένη
                                          στο εικονοστάσι
για να φωτίζει αυστηρά πρόσωπα αγίων
κι ένα πρόσωπο μάνας σκυμμένο
                                       που προσεύχεται

Μια στιγμή έχω κρατήσει από σένα
                μια στιγμή που φλογίζει όνειρα
μια εικόνα ασημόχαρη
               λαξεμένη μια νύχτα με φεγγάρι

Μια στιγμή είναι η ζωή μου
              λαξεμένη με φως του φεγγαριού



 *

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΣ
Ο ΔΕΣΜΩΤΗΣ

Ελεύθερος στις δύο διαστάσεις
             μπορούσε να πάει όπου θέλει
Αγρότης, κυνηγός, ταξιδευτής
    απόλυτος κυρίαρχος της μάνας γης

Μελαγχολούσε όμως σαν κοίταζε
                                τ’ ολόγιομο φεγγάρι
Άπλωνε το χέρι να το χαϊδέψει
                               ζήλευε και τα πουλιά
Πιότερο τους Αετούς και τα Γεράκια
               αυτά που πετούσαν πιο ψηλά

Ανέβαινε στις κορυφές των δένδρων
                   κι αγνάντευε τους κάμπους
Ανέβαινε σε απάτητες κορφές
                         κι αγνάντευε τα πέλαγα
Έκλεινε τα μάτια κι ονειρεύονταν
                       κάθε μέρα και ψηλότερα

Πλανιόνταν με τους χαρταετούς
                                             στα σύννεφα
Καβάλα σε ιπτάμενα χαλιά
                                    κι άλογα φτερωτά
Ποθούσε τόσο πολύ τον ουρανό
                                                που πέταξε

Ανέβηκε πάνω απ’ τα πουλιά
με αερόστατα, με αεροπλάνα
                                         και πυραύλους
Δραπέτευσε απ’ τον πλανήτη
                                 χάιδεψε το φεγγάρι
Εισόρμησε στην τρίτη διάσταση
               θριαμβευτής και τροπαιούχος
Έσκισε τον ουρανό
         και τότε αντίκρισε τη φυλακή του
Να την φυλάει ο Κέρβερος
                                       της απομόνωσης
Η τέταρτη διάσταση, ο χρόνος.






ΚΩΣΤΑΣ ΠΟΥΛΙΑΝΙΤΗΣ


Ο ΧΡΟΝΟΣ ΧΑΝΕΤΑΙ

Ο χρόνος χάνεται
σε καλντερίμια και λίθινα τόξα,
σ’ ασπρισμένα κράσπεδα,
σε χαλασμένα πεζούλια.

Ο χρόνος χάνεται
στα ψηλά καμπαναριά των εκκλησιών
όπου οι φωλιές των πελαργών
π’ αγκαλιάζουν τους σταυρούς τους.

Ο χρόνος χάνεται
μαζί με τα πουλιά στο πέταγμά τους,
με τα νερά στο κατρακύλισμά τους,
με το θρόισμα των φύλλων.

Ο χρόνος χάνεται
στις παλιές φωτογραφίες
που παγίδευσαν το φως του ήλιου
και των προσώπων την έκφραση.

Ο χρόνος χάνεται
στ’ άδυτα κι’ άρρητα του τόπου,
στον αόρατο πόλεμο,
που ‘ρήμωσε τα σπίτια.


*

ΚΩΣΤΑΣ ΠΟΥΛΙΑΝΙΤΗΣ

Η ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Ο δρόμος που φεύγει η μέρα , ανοιχτός
δίχως προσκόμματα.
Κι’ άνθρωπος μάρτυρας ισχνός
για του καιρού καμώματα.
Χαμένη σπορά σ’ οργωμένα χώματα.

Ο χρόνος περνά ανεπιστρεπτί,
τυφλός αυτός που δεν γνωρίζει,
βασιλιάς η΄ στρατιώτης κι’ αν εστί,
πίσω κανένας δεν γυρίζει
περνώντας από γέφυρα που τρίζει.

Παιχνίδι η ζωή για όλους.
Νικητές και ηττημένοι
παίζοντας βόλους
στο τέλος φεύγουν πικραμένοι
γιατ’ ίδιο έπαθλο τους περιμένει.

Ποια μονοπάτια τα πόδια μας βαδίζουν
και που να οδηγούν αυτά.
Ταξιδιώτες σε διαστήματα που βρίζουν
ματιές στην αιωνιότητα ρίχνοντας κλεφτά
όταν από σήραγγες διαβαίνουνε σκυφτά.

Η οικουμένη όλη σφαίρα
κι η ιστορία της τροχιά.
Κολύμπι στο κενό και στον αέρα.
Μυρίζει αίμα και σήψη από κορμιά.
Φθαρμένες ίνες σε κανάβινα σχοινιά.


 *

ΚΩΣΤΑΣ ΠΟΥΛΙΑΝΙΤΗΣ


ΑΠΟΡΙΑ

Εστάθει ο λογισμός μου φραγμός ζωής.
Η ακηδία σ’ αγρύπνια εκτροπή.
Ο μεν ζυγός δικαιοσύνη η δε αρίθμηση φύσεως τάξη.
Πρώτη στάση για μέτρηση στις παρυφές του ορίζοντα
την ώρα που στεφάνωνε τον κόσμο ο φόβος της άγνοιας
κι’ εγώ ως σκιά του Άδη γινόμουν ψυχή δίχως μνήμη
κι’ άεργος ατένιζα ένα ήλιο με το φως αχαμνό,
μακρινό, παγερό, θολό για όλους.
Κι’ ο λόγος μου μύστης κρυψίνους
η δε σιωπή μου έσχατη απολογία στο θεό
ακριβώς την στιγμή που βούιζαν οι αιώνες,
κρατώντας τον ίσο των αίνων
που έψελνε ο χορός των προγόνων,
εξατμίζοντας την απορία μου για τον χρόνο και την αιωνιότητα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου