Ο Χρόνος και ο Λόγος
Ποιήματα, Κείμενα, Διηγήματα, Σκέψεις, αποφθέγματα
και ένα Δοκίμιο για τον χρόνο
ISBN 978-9925-7392-3-3
----------------------------------------------------------------------------------------
ΣΟΦΙΑ ΣΚΟΥΛΙΚΑ – ΒΕΛΛΟΥ
&
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ
ΦΙΝΙΣΤΡΙΝΙ ΟΝΕΙΡΟΥ
Βλέπει
τον κόσμο του από φινιστρίνι
Με το
γαριασμένο χέρι χωρίζει τη θάλασσα
ως
τον πλατύ ορίζοντα
Λες
κι έγινε η ζωή ατέλειωτο ταξίδι
Μα
τίποτα δεν τον συναρπάζει.
Κοινότυπο
τόσο,
το
μπλε που καθρεφτίζει
Το
ίσο που καμπυλώνει
Κοινότυπο
πολύ
Που
η μια
μέρα με την άλλη μοιάζει
και η
ιδέα ότι δεν έχει αποστολή
Εικόνα
γνώριμη ομοιάζει μέσα από το θαμπό φινιστρίνι
Πότε
αργά και πότε γρήγορα
η
ιστορία τον καλεί
στο
γνώριμο συνταρακτικό της ταξίδι
με
την νέα αρχή ως υπόσχεση
ΜΑΙΡΗ ΣΟΥΡΛΗ
ΣΤΟ
ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Τι ορίζει τους δείκτες του χρόνου;
Πόσο μαγευτικό το ταξίδι του κόσμου!
Φύση, έρωτας κι ομορφιά.
Ο χρόνος της ζωής μας, προχωρά μπροστά.
Μας ακολουθούν δάση, λουλούδια, πουλιά
πεταλούδες σκέψεις
τρέχουν σε κάμπους.
Ήλιος και μελωδίες αγάπης,
πνευματική διαμόρφωση φεγγαριών
κι αγέρι μάθησης ανθηρό, σε αιώνια κίνηση.
Πάλη για επιβίωση…
ένας κύκλος εναλλαγών ιστορίας και συνείδησης,
δάκρυα μοναξιάς, χαράς και πόνου,
όπως της ηλικίας και της φθοράς.
Η αλήθεια δρόμος, ευθύνη και ελευθερία.
Ροδαμίζει το αίμα ως το θάνατο του έρωτα.
Μνήμες περαστικές
απ’ τον καθρέφτη της ψυχής.
Νοσταλγία του ανέκφραστου.
Κάθε αυγή φως, ελπίδα για νέα όνειρα…
Μες στη φλογοπερίχυτη σφαίρα της ποίησης
ανταύγειες ζωής.
Όσα τα κύματα της θάλασσας
και τ’ άστρα τ’ ουρανού,
είν’ τα ποιήματα που ’χω να γράψω.
Παίρνω βαθιές ανάσες…
με τα μάτια καρφωμένα στον ορίζοντα,
νιώθοντας το βλέμμα του Θεού, που χαϊδεύει
την τέλεια Δημιουργία Του!
Τυλίγεται στο χέρι μου μια αχτίδα πνεύμα.
Θέλω να αισθάνομαι ότι ζω ακόμα..!
ΟΡΦΕΑΣ ΣΠΑΡΤΙΩΤΗΣ
ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ
Στους
δρόμους που φιλοξένησαν
τις
ανήσυχες στιγμές μου,
με τη
καρδιά βαριά
και
την ανάσα καθάρια
θα
πορευτώ,
τίποτα
δεν θα με θυμίζει πιά
ούτε
πράγματα, ούτε πρόσωπα,
μα
μήτε και οι τόποι που έζησα,
εξόριστος,
ξεχασμένος
απ' όλους,
σαν
νικημένος διαβάτης
με τη
λάμψη στα μάτια
και
δυο στάλες βροχής στο μέτωπο.
Ο
χρόνος αμείλικτος, σιωπηλός δικαστής
θα
βγάλει την απόφαση,
για
πάντα ΜΟΝΟΣ.
*
ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΥ ΤΑΣΙΑ
ΑΣΚΗΣΕΙΣ
ΣΥΜΒΙΩΣΗΣ
Ο χρόνος δεν υπάρχει
μόνο αν τον εφεύρεις
φορώντας του λιτά
πανωφόρια
σανδάλια πλεγμένα
με άχυρα
με οπτασία να μοιάζει
αέρινη , ο χρόνος
Μαζεύοντας
το είναι σου
σε καθημερινές ,αναγκαίες
συνήθειες κι υποχρεώσεις
αυτός να τριγυρνά
να σε τσιγκλάει με ένα
φτερό
Έχει χιούμορ ο χρόνος
αν έχεις αυτιά να ακούσεις
το παιχνιδιάρικο θρόισμα του
το απαλό του άγγιγμα να νιώσεις
εκεί που δεν το περιμένεις
και τάχα έκπληκτος
να τον θυμάσαι
Κρατάει την αναπνοή του
ο χρόνος
περιμένει να συγχρονιστείς
μαζί του καρτερικά
καθώς αυτός δεν βιάζεται
κι εσύ αγκομαχάς
να τον προλάβεις
Στέκει στο ύψος ενός λόφου
που δεν βλέπεις
καπνίζει το τσιγάρο σου
με απόλαυση κι υπομονή
διαβάζει τα βιβλία σου
σου παίρνει το ψωμί
σαν παιδί σε περιπαίζει
ο χρόνος
Αδειάζει τη σκέψη σου
αερίζει την ψυχή σου
σε σκουντάει εκεί
που πονάς
για να ακούσει το αχ
χορεύει στο χορό σου
κλέβει τα φιλιά σου
το πιο μύχιο μυστικό σου
με ένα χαμόγελο μωρού
με το ακαταλόγιστο
ενός τρελού
Σε σέρνει από το χέρι
σε πιλαλάει όπου θέλει
σε στολίζει, σε πιλατεύει
σου γκρινιάζει σ΄ αγαπάει
τον αγαπάς κι εσύ
σου ξεφεύγει του ξεφεύγεις
σε ένα αέναο κυνηγητό
ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΥ ΤΑΣΙΑ
ΟΤΙ
ΩΡΑ ΝΟΜΙΖΕΤΕ
Ότι ζεις είναι ένα όνειρο
Σκιά του πραγματικού
Καθρέφτης επιθυμιών
Της βαθιάς πρωτόγονης
Φύσης
Tης παγίδας
Του Πολιτισμού
Και της Ανάγκης
Κυλάει χαράμι ο χρόνος
Όταν δεν είναι δικός σου
Ξένος και δανεικός
Ένας άγνωστος περαστικός
Που στάθηκε
Στην πόρτα σου
Και σε ρώτησε αδιάφορα
Τι ώρα είναι
Και αφελώς τον πήρες σοβαρά
Κι απάντησες ευγενικά
Ότι ώρα νομίζετε Κύριε...
Ο μόνος χαμένος χρόνος
Ήταν εκείνος
Που αποχωρίστηκες
Τη μοναδική σου αλήθεια
Στιγμές που απαρνήθηκες
Ημέρες που δεν δόξασες
Προχωρώντας αντίθετα
Από τη ροή της ψυχής
Στο όνομα αμφίβολων
Αλλά βολικών ωφελημάτων
Χαμένος χρόνος
Όταν δεν είπες τα πράγματα
Με το όνομά τους
Πονάω, αγαπάω, μισώ
Χαίρομαι, υποφέρω, εκμηδενίζομαι
Χάθηκα, βρέθηκα, είμαι εδώ
Ότι ώρα νομίζετε Κύριε ...
ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΥ
Ο
ΧΡΟΝΟΣ ΩΣ ΡΗΜΑ
Ο χρόνος
είναι το ρήμα «είμαι» που κλίνεται
μονάχα στον αόριστο,
γι' αυτό να προτιμάς
τα ουσιαστικά,
που δεν έχουν χρόνους.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο λόγος που μπορείς να διαβάζεις
τώρα αυτό το ποίημα
είναι που τα ποτάμια προτίμησαν
άλλο δρόμο
κι εγώ το γράφω μπρος στα μάτια σου
κάθε που βλεφαρίζεις.
Υπάρχει μοναξιά μέσα στις λέξεις
ακόμα κι όταν τις διαβάζουν πολλοί και
είναι εντάξει, επειδή
η ποίηση είναι παρηγοριά
που διαρκεί λιγότερο
από μια τελευταία ανάσα.
Εγώ, βέβαια,
θα γράφω ακόμα ποιήματα,
κυρίως νύχτες με αέρα,
μόνο που δε θα τα διαβάσει κανένας
πέρα από μένα και
το ρολόι στον τοίχο και
είναι εντάξει, επειδή
ο Χρόνος είναι η μόνη αλήθεια,
ο μέγας Ποιητής που ξέρει
τις δυο μεριές του ποιήματος,
πρέπει, λοιπόν, να πηγαίνω και
είναι εντάξει, επειδή
σ' αυτή τη μεριά του ποιήματος
είναι ήδη αργά.
ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΥ
ΕΝ
ΤΕΛΕΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ
Σκέψου,
ύστερα από τόσον έρωτα
ύστερα από κάτι τόσο συνταρακτικά συγκλονιστικό
ζούμε ξαφνικά δυο φαντάσματα
αυτού που υπήρξαμε κάποτε
στο ίδιο σπίτι με τα φαντάσματα
αυτού που είμαστε τώρα
κι εκεί που ακούγαμε μια καρδιά να χτυπά
τακ τακ τακ
ακούς ξαφνικά ένα ρολόι
κλικ κλικ κλικ
και ξέρεις
πως είναι ο χρόνος
που οπλίζει.
ΑΝΑΜΝΗΣΗ
Κι αυτό το φως της λάμπας
που αναβοσβήνει στη γωνία
αντάρας και κατακλυσμού
ψιθυρίζει πως υπάρχεις
δεν υπάρχεις
υπάρχεις
δεν υπάρχεις.
Θυμάσαι που μαδούσαμε μαργαρίτες;
Σ' αυτό το φως που αναβοσβήνει
είναι σαν να μαδάει ο χρόνος τη ζωή μας
και κάτι μου λέει πως
θα μας προδώσουν στο τέλος
τα πέταλα.
*
ΠΑΥΛΙΝΑ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ
Όσο κι αν αλλάζουν οι εποχές
μένεις
πάντα ίδιος
Τι κι
αν το πορτρέτο εκεί ψηλά
χρόνο
με χρόνο αλλάζει μορφή και ύφος;
Πόσο
ν’ αλλάξει μια ψυχή
πόσο
ν’ αλλάξει το ήθος
όταν
στιχο-ταξιδεύεις μες τη ζωή
ζωγραφίζοντας
την με πινέλο στο χαρτί
Τον
κτύπο ορίζει η καρδιά
και
το πινέλο το χέρι
κι αν η ψυχή κλαίει ή γελά
το
ζωγραφίζει έτσι όπως εκείνη ξέρει
Τι κι
αν αλλάζουν οι εποχές
τι κι
αν το βήμα χρόνο με χρόνο σβήνει
η
ψυχή πάντα εκεί μένει σταθερή
ζωγραφισμένη
με χίλιους τρόπους σ’ ένα χαρτί
*
ΤΑΝΑΚΙΔΟΥ ΣΟΦΙΑ
Ο ΧΡΟΝΟΣ ΚΛΕΦΤΗΣ
Έστησε ο χρόνος
χορό
να γιορτάσει
Αθανάτου
κρασί
τους
θνητούς
να
κεράσει.
Το 'κλεψε νύχτα απ' των θεών το αμπέλι και να
ποτίσει την πλάση όλη θέλει.
Να μη
φοβάται κανείς πια το χρόνο,
όλοι
σαν φίλο να τον βλέπουνε μόνο.
Αν
γίνουν αθάνατοι
τον
χρόνο θα υμνούνε και δε θα τους μέλλει αν τα χρόνια περνούνε.
Έστησε
ο χρόνος χορό να γιορτάσει που
Αθανάτου
κρασί τους θνητούς θα κεράσει.
ΑΘΗΝΑ ΤΕΜΒΡΙΟΥ
Ο ΑΝΕΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ
Ο
άνεμος φέρει μια επανάσταση.
Δίχως
να εγκλωβίσει σκέψεις και λέξεις
τις
ρίχνει στη θάλασσα σαν καράβια.
Τα
ταξίδια είναι για τους γενναίους.
Σαν η
βουή τρυπάει τη σιωπή
οι
θνητοί μεταγγίζονται πότε το θείο
πότε
μια στάλα αλμύρας κι επιπλέουν.
Όσοι
δεν αφουγκράζονται κι ονειρεύονται
τον
βυθό, γκρεμίζονται πάνω στα βράχια.
Όσοι
λάγνα και σιωπηλά ονειρεύονται
αγναντεύουν
καρτερικά, σαν τον Αιγέα,
μάταια
τα τερτίπια του χρόνου, της λησμονιάς.
Από
την Ποιητική Συλλογή: Ανάμεσα στους ήχους
ΕΡΩΤΗΜΑ
Κάποιος
να ρωτήσει τις μυγδαλιές
πως
άνθισαν στου χειμώνα τους δισταγμούς;
Οι
άνθρωποι στις απότομες αλλαγές
είναι
καχύποπτοι, μ’ ένα μαντήλι στο χέρι.
Αν
αυτές χτυπάνε την πόρτα σ’ ώρα μηδέν,
σε
σπίτια μ’ ανοιχτά παράθυρα,
οι
φόβοι είναι πορτιέρηδες πιστοί
και
τις κατευοδώνουν.
Οι
άνθρωποι αγκαλιάζουν τους μύθους
καθώς
δεν εμποδίζουν τη ροή της ζωής,
γεννήθηκαν
πρώιμα στα σπλάχνα της γης,
έγιναν
καρποί, ταξίδεψαν με του χρόνου τη λήθη
κι
αιωρούνται σαν μαβιά σύννεφα,
με
την ελπίδα βροχής κι ηλιοφάνειας.
Κάποιος
να ρωτήσει τις μυγδαλιές.
Ο
Οδυσσέας έμεινε στην Ιθάκη;
Η
άνοιξη δίνει μ’ αγάπη τα μυστικά της,
Τα
προσφέρει με κατάνυξη και γλυκό κρασί.
Ίσως
να γυρνά σαν σκιά στα τείχη της Τροίας,
ζητώντας
συγχώρεση, στον τάφο του ‘Έκτορα.
Από την
Ποιητική Συλλογή: Ανάμεσα στους Ήχους, 2017
ΑΘΗΝΑ ΤΕΜΒΡΙΟΥ
Η ΕΛΠΙΔΑ ΚΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ
Ξέβρασε
στ’ ακρογιάλι τη μορφή σου ο άνεμος
κόρη
του χαλασμού, με τα άμορφα μάτια τα γελαστά.
Βήματα
ακούστηκαν στην αφρισμένη γη.
Ο
ήλιος σημάδια άφηνε πάνω στην άμμο.
Τέτοιους
καιρούς κυνηγούσανε τ’ όνειρο,
ώσπου
το βλέμμα σου
μες
στα στομάχια της γης στράφηκε.
Ξερίζωνε
δέντρα Θεών κι ανθρώπων
σαν
θέλησαν τον καρπό σ’ άγονη γη.
Οι
ρίζες φλεγόμενες. Ποιος πολεμά την ελπίδα;
Ο
χρόνος; Φεύγοντας σημαδεύει ότι ζει και πεθαίνει.
Αίμα
πίνει και σάρκες περπατώντας τα βράδια στις αμμουδιές.
Σέρνει
τα κόκκαλα της αντίστασης.
Νύχτες
και μέρες δεν λογαριάζει σαν τον ξεχάσουν οι άνθρωποι.
Τις
μορφές που αγαπά, αλύπητα χαρακώνει.
Από
την Ποιητική Συλλογή: Ανάμεσα στους Ήχους, 2017
ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ
Τα
μεσημέρια ο ήλιος ξεχνά την οργή του.
Καλεί
τον άνθρωπο μες στο βαθύ ύπνο της μέρας
να του θυμίσει τις πύρινες σκέψεις του τέλους
και
της σιωπής.
Κι
ύστερα… Ύστερα ανυψώνει ο καθείς τα μάτια,
καίγεται
με την πρώτη φλόγα
της
εποχής… Πεθαίνει η φύση στον κόρφο της άνοιξης,
αναμένει
ο άνθρωπος στη φωτιά
Ως το
τέλος τ’ Αυγούστου,
μέχρι
να ανταμώσει τις πρώτες βροχές,
να
ξεδιψάσει η γη…
Από
την Ποιητική Συλλογή: Μετάβαση,2009
ΑΘΗΝΑ ΤΕΜΒΡΙΟΥ
ΙΣΤΟΡΙΑ
Να
διψάς την ιστορία σου
σαν κραυγάζεις
στο παρελθόν μη γίνει παρόν,
και
το παρόν σου μέλλον.
Να
σταματάς το χρόνο, γιατί γίνεται το λεπτό
μια
ώρα και η ώρα μια ημέρα
και η
ημέρα μια ζωή.
Ποτέ
να ξέρεις δεν γυρνάς στο πρώτο το λεπτό.
Κάθε
στιγμή να λαχταράς να γευτείς το ποτό
της γαλήνης.
Και
το μεθύσι του Διόνυσου χαρά να την πιείς
κρυφά
σαν θνητός.
Ξεχασμένε
εσύ νιε, στα ντουλάπια του τρελού καιρού
του
συρμού και τη λήθης, του νοθευμένου κρασιού
και
της γεύσης του ψεύτικου ονείρου.
Και
αν το κυνήγι του ξεχασμένου λαγού στις μέρες
της
πείνας σου άγριο και δειλό, να βλέπεις από
κάποιο
παράθυρο την μοίρα να τρέχει.
Από
την Ποιητική Συλλογή: Της Πατρίδας και της Νιότης, 1997
ΡΟΥΛΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ
Ο ΧΡΟΝΟΣ ΚΙ ΕΓΩ
Σε
άνιση μάχη ο χρόνος κι εγώ.
Χώμα,
σκόνη με σκορπίζει.
Σε
εύθραυστες διαβάσεις με ξεγελά.
Απατηλά
όνειρα, απατηλά φεγγάρια
έρχονται,
φεύγουν, πάλι έρχονται.
«Μια
μέρα θα ηττηθείς!»
Οι
μικρές χαρές σταλαγματιές βροχής
στα
κουρασμένα χέρια μου.
Χρόνε,
με αγκαλιάζεις, με πόση σκληρότητα!
Ασφυκτιά
η ψυχή μου.
Ο
χάρτης των αναμνήσεων ψέματα μικρά.
Με
προστάτευαν από πλήθος δακρύων.
Σε
ξέφρενο χορό, σε μάταιο αγώνα
ο
χρόνος κι εγώ.
Αμείλικτα
ακροβατώ.
ΕΜΕΙΣ ΚΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ
Ζούμε μέσα στον χρόνο
Το
παρελθόν, το παρόν, το μέλλον.
Γίνετε
σάρκα μας –ο χρόνος
Φοράμε
σαν ρούχα παλιά
Όλων
των εποχών
Τους
κύκλους, που υπήρξαμε.
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Ω!
χρόνε ανίκητε
Σαν
τους ποιητές
Τους
κύκλους του τρόμου σου
Θα σπάσω.
ΧΡΙΣΤΟΣ Ρ. ΤΣΙΑΗΛΗΣ
ΔΥΟ ΕΚΔΟΧΕΣ ΤΟΥ ΑΝΑΠΟΔΟΥ
Κτυπά-κτυπά,
κανείς δεν απαντά
Το
πεπρωμένο αναπηδά
Ψάχνει
σκιά με σάρκα και οστά
απύθμενα
δωμάτια κλειστά
χωρίς
κλειδιά σ' αυτή τη γη
κάποια
αόρατα παιδιά
σφυροκοπούν
στου Χρόνου τα αμόνια
ένα
στριφνό εργαλείο μικρό
μα
είν' ο άνθρωπος θεριό
το
δέκατο δάκτυλο πάντοτε κλειστό
[μην
δεις
μην
καταλάβεις
τι θα
σου κάνει]
στις
πόρτες το πρώτο το τρίξιμο το δυνατό.
Τα
πρώτα δωμάτια θα ανοίξουνε σε άλλους κόσμους
πρώτοι
θα μπούνε στα κρυφά
οι
εννοούντες
οι
καθόλα μπορετοί
το
δέκατο δάκτυλο ανοικτό για μια στιγμή
τι κι
αν ο άνθρωπος προϊόν
ένα
τεράστιο εργαλείο
που
ακονίσανε του Χώρου οι ταγοί
κι
όλα τα χρόνια που στεκόμασταν τυφλοί
με
δυο κλειδιά στα χέρια,
αν
ξέραμε δωμάτιο τι θα πει
θα
ξόμπλιαζε με άγριο φως τα μάτια του
ανάποδα
το πεπρωμένο
την
πόρτα όταν διαβεί
*
ΕΛΕΝΗ ΤΥΡΙΜΟΥ
ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ
Ψάχνω
σε μικρές
γειτονιές
σε
μεγάλες συνοικίες
Όμως
δεν βρίσκω πουθενά λίγο Χαμόγελο!
Λίγη
ζέστη Αληθινή Αγάπη.
Παντού
ψυχρό σκοτάδι
Βλέμματα καχύποπτα
γεμάτα,
παγωνιά, Απορίες, αμφιβολίες
Θλίψη,
φόβο
Κιτρινισμένο
πέπλο
Σιωπής,
σκεπάζει
τον ανεξίτηλο χρόνο.
Ψυχές
τρεμοσβήνουν,
καρδιές
σπαρταρούν
φύλλα
στα χέρια του
Αιόλου.
Και
εγώ ψάχνω εδώ και μισό αιώνα
μέρα παράμερα
ένα
χέρι να τρέμει
από
αγάπη
χαϊδεύοντας
ένα λουλούδι,
μπας
και του μαδήσει
κάποιο
πέταλο.
Ένα μέτρο
γης ψάχνω χωρίς αίμα βαμμένο,
δάκρυα
αδικίας και πόνου.
Ένα
παιδί , έναν έφηβο
να
Λάμπη σαν Ελεύθερος Ήλιος.
Μάνες
χωρίς των Τρωάδων μακρόσυρτο μοιρολόι.
Ένα
πατέρα με πλατύ ανέμελο σίγουρο χαμόγελο, χωρίς την οργή στο άδικο.
Ψάχνω
μια Πατρίδα
χωρίς
αιματοκύλισμα
ξεφτίλα,
ντροπή
εκτέλεση
των ευγενικών ονείρων.
Ψάχνω
αυτά που έψαχναν οι πρόγονοι μου
λίγο
λεύτερο ουρανό.
Ψάχνω
ανάμεσα σε κάθε στιγμή λίγη
μονάχα
λίγη
Ειρήνη.
ΕΛΕΝΗ ΤΥΡΙΜΟΥ
ΑΦΙΕΡΩΣΗ
Για
σένα λίγα τα χρόνια,
παίζαμε μαζί απλά όμορφα παιγνίδια
χωρίς
πολέμους που σκαρώναμε μαζί σαν ξένοιαστα
παιδιά.
Για
μένα πάνε αρκετά πολύ αρκετά χρόνια να με τυλίγει ο ανεξίτηλος χρόνος.
Εσύ
έφυγες φαντάρος να υπηρετήσεις την πατρίδα,
Εγώ
εδώ να μου ασπρίζουν τα μαλλιά
η μέρες
οι νύκτες παλεύοντας πριν τον παρόν και το μέλλων.
Τελευταία
σου υπηρεσιακή έξοδος τα μάτια σου αχόρταγα διψασμένα
απορροφούσες
το κάθε τι! έμψυχα και άψυχα αγαθά.
Εκεί τα αποθήκευσες όλα το γνώριζες
Αγαπημένε
μου τα είχες μαζί σου υπερασπίζοντας την άμοιρη Πατρίδα
εκεί
κρατώντας Θερμοπύλες για πάντα.
Εσύ
Αγέρωχος, Γενναίος έμεινες κόντρα στο χρόνο γελαστό Νέος γεμάτος Όνειρα.
Απλά
εγώ αναμοχλεύω τα χρόνια εγκλωβίζοντας ανάμεσα στις ρυτίδες μου
τα
δεκαοκτώ σου χρόνια.
Έτσι
πια ενάντια στο χρόνο έμεινες για πάντα εξαίρεση της φθοράς του.
*
ΕΛΕΝΗ ΤΥΡΙΜΟΥ
Η
ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Η ανατομία του
χρόνου ακόμα αιωρείται
εγώ, εσύ αναμένουμε
Χρόνια μόνιμα στις πληγές μας.
Κάθε Άνοιξη από το αίμα σου
φυτρώνουν αμάραντα λουλούδια, τα βράχια,
οι βουνό πλαγιές
του ματωμένου Πενταδάκτυλου
μοσχοβολούν
έως το πιο στενό
χαράκωμα, ανθίζει!.
Αντιλαλούν απεγνωσμένα οι κραυγές
στο άδικο των αμούστακων παλικαριών μας.
Οι σφαίρες εκεί βουβές παγωμένες
Χωρίς ψυχή που αφαίρεσαν τόσες και τόσες Ζωές.
Χρόνια τώρα
κομποσκοίνι έγιναν,
κάθε μέρα οι προσευχές μας
Όχι άλλο αίμα αλλά διαμελισμένα οστά
Αυτά τα πολύτιμα
Διαμάντια
γυρεύοντας την δίκαιη τοποθέτηση.
Η ανατομία του χρόνου δεν τελείωσε,
οι μέρες οι Μήνες
ανακεφαλαιώνουν
Και εσύ αναμένεις
από ψηλά, εγώ στο άγνωστο να μετρώ,
Τους φορτισμένους
μου παλμούς.
Λίγο πολύ λίγο να
μπω στην μαρτυρική σου θέση
το πόσο υπόφερες
Ανέβηκες ψηλά αγέρωχος να Λάμπης μέσα μέσα στο σκότος.
Εσύ το νυστέρι
της ανατομίας του χρόνου,
που ίσως κάποτε
για ένα ξάστερο ουρανό, για μία γης δίχως σύνορα, να
καθαρίσει μολυσμένες πληγές.
ΧΑΡΟΥΛΑ ΦΡΑΓΚΟΥ
ΣΤΟΥ
ΧΡΟΝΟΥ ΤΑ ΓΥΡΙΣΜΑΤΑ
Τραγούδι του αποχωρισμού αφήνει ο χειμώνας
την Άνοιξη να προσκαλεί
στο υστερνό γιατάκι.
Με λόγια πλάνα και γλυκά, σιμά του ν' απογείρει...
Κι' εκείνη δες τη, ανασκιρτά
Μπροστά του γονατίζει
Φορά στα χέρια μαργαρίτες της χαράς
στο μετωπάκι παπαρούνες Πασχαλιάς...
Είναι η Αρχή που ήλιος ηλιόχρυσος
τη συννεφιά παραμερίζει
Είναι η κεντήστρα, που με πράσινο
τη γη στολίζει.
Τις λάσπες διώχνει από το χώμα
και στήνει στρώμα..
Κορίτσια, αγόρια
στο ποίημα του έρωτα ν' αγαπηθούν
Με λιγωμένα βλέφαρα
και χτυποκάρδια
να σκύψουνε στα χείλη του Απρίλη
και κάτω από ανθισμένες κερασιές
σε μια υπόσχεση αιώνιας Άνοιξης να φιληθούν
Κι' εκείνη στο γιατάκι του χειμώνα απογέρνει
Ευχή του πρωτοξύπνητη, δες, παίρνει,
Ευχή του της ψυχής!
Πλουμίδια και ψιμύθια
ν' ανθοσπείρει,
στο καλοκαίρι που προσμένει
και στο φθινόπωρο που κλέβει
τα φύλλα απ' τον κύκλο της ζωής......
Από
την ποιητική συλλογή "Ηδύαλγο άγγιγμα" (Ανέκδοτη)
ΧΑΡΟΥΛΑ ΦΡΑΓΚΟΥ
ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΕΙΣ
Η αμφίρροπη ώρα....
Ανάμεσα στη νύχτα και την αυγή
Τότε που γέρνει η παλάντζα στα πεπραγμένα
κι' αυτά που πρόκειται να συμβούν
ή αυτά που θέλεις να συμβούν...
Κι' εσύ γυρίζεις τις σελίδες της αγρύπνιας
στο όνειρο που ξέχασε να σε κοιμίσει
ή σε κρατά στη νάρκη της απραξίας αιώνες...
Στο μεταίχμιο της αμφισβήτησης
πριν αλέκτωρ λαλήσει
τις σοφές νυσταγμένες αρνήσεις
στα ερωτηματικά σου
που φορούν το κοκτέιλ τους ένδυμα
λερωμένο από βραδινές ατασθαλίες...
Εχέμυθη χαραμάδα αυτογνωσίας
Πριν το ρολόι χτυπήσει
τις καθαρές γραμμές της μέρας....
Από
την ποιητική συλλογή "Μελίρρυτοι Λόγοι"
ΧΑΡΟΥΛΑ ΦΡΑΓΚΟΥ
ΑΓΛΑΟΔΩΡΟΣ
ΝΥΞ
Α
Σφάλισα το παράθυρο
να σβήσω στο δωμάτιο
το πρωϊνό φως
που γλίστρησε ανυπόμονα
στους τοίχους
ζωγραφίζοντας στο τίποτα
την παρουσία του
Γραμμές, τετραγωνάκια, τελείες
ένα παιχνίδι σκιάς και γρίφων
οριοθετεί το ασταμάτητον της ημέρας..
Πάλλεται στην κουβέρτα μου
ρυθμικά η ανάσα της μ' έναν κατάλογο
παραγγελιών και αδιεξόδων
Έτσι συνήθως συμβαίνει
Με ένα μπλοκάκι η μέρα με υποδέχεται..
Β
Στην πάχνη της νύχτας είναι αλλιώς
Φυτεύω ροδοδαφνιές
γλιστρώ τις παλάμες μου
στο υγρό χώμα του πουθενά
Ζεστά φτερά με ταξιδεύουν
σε μυρωμένα βότσαλα
Κεντώ ωραία όνειρα
με διαλεγμένα ψιμύθια
Το βράδυ ξεχνώ
Πίνω κρασί από ατρύγητα αμπέλια
και τραγουδώ τον αιώνιο ύμνο της λησμονιάς
Αγοράζω κοφίνια πορτοκαλιών
και ξαναγεμίζω στη χώρα της αφθονίας
όπου όλα επιτρέπονται
ΧΑΡΟΥΛΑ ΦΡΑΓΚΟΥ
Σε βουερά παράθυρα
επευφημώ την ομήγυρη.
που δεν λογαριάζει χρώματα και μυρουδιές
Υιοθετεί ορφανά χωρίς καταλόγους αναμονής
κι' έχει ανοιχτά σαν βεντάλιες τα χέρια
Γ
Μ' ένα μπλοκάκι η μέρα με υποδέχεται....
Αγκομαχούν πρωί πρωί τα πεζοδρόμια
Με δυσκολία οι καλημέρες
από στόμα σε στόμα μεταμοσχεύονται
Για τον καθένα καιροφυλακτεί
το απροσδόκητον της γωνίας....
Στην ευθεία ισορροπείς αλλά πλήττεις
Όλα σου φαίνονται γνωστά
και με κλειστά μάτια
"Θα με σώσει το όνειρο"
υποθέτεις......
Στο καναβάτσο του ζωγράφου
ένας ήλιος ξεκινά να λούζει
με χρυσάφι την πράσινη μηλιά.
Τα γινωμένα κούμαρα χάσαν το χρώμα τους
κι' έπεσαν θυμωμένα στο ποτάμι
Θα ξαναγυρίσουν το σούρουπο.....
Όταν ο ήλιος βασιλεύει
κι' αρχίζουν τα παραμύθια.........
*
ΑΘΩΣ ΧΑΤΖΗΜΑΤΘΑΙΟΥ
ΑΝΑΠΛΑΣΗ
Άυλα
κορμιά
στον
άνεμο των άστρων αιωρούμαστε
καθώς
οι ανάσες σμίγουν
και
το φιλί που φλογερό
αγκομαχεί
στων χειλιών το βελούδο
αναδύει
απ’ το βυθό τους πόθους
που
αφήνονται στα κύματα του πάθους
που
ουρλιάζει
καθώς
ανελέητα τo κτυπάει
το αφρισμένο
κύμα του έρωτα
που
ξεψυχά υποταγμένο στα βράχια
της ηδονής
ιχνηλάτες
που
ανιχνεύουν του έρωτα
τις
πολύχρωμες ανταύγειες
μέσα
στα μάτια εκείνα
που
στο εκστατικό τους χάδι
πλάθουν τα όνειρα
που
ανοίγουνε τα πέταλά τους
κι ως
αγριολούλουδα
και
σκορπίζουν το εξωτικό τους άρωμα
στο
σώμα , στη ψυχή ,σ’ όλη την ύπαρξή μας…
*
ΚΩΣΤΑΣ ΨΑΡΑΚΗΣ
ΚΑΘΩΣ ΨΥΧΟΡΡΑΓΩ
(στον
William Cuthbert Falkner)
..βυθίζω
το αριστερό μου χέρι στο βράχο.
Είναι
φτιαγμένος από αρχαίο χρόνο και φωτιά.
Ο
θάνατος είναι μια τούφα ξερά χρυσά χόρτα
στις
όχθες του.
Κάτι
φωνές πετούν αργά από τη μια μεριά του φαραγγιού στη άλλη.
Κλαίνε
οι τρεις γιοί μου και νιώθω ήσυχος
το
τραπέζι , το σπίτι, τα βουνά .. όλα !
όλα
είναι φτιαγμένα από χρόνο
όπως
τα κύματα από νερό
όπως
τα σύννεφα από ομίχλη
Όχι
όλα
Εγώ
είμαι σα δέντρο!
κλωνάρια
κλωναράκια
σχέδια
διακλαδώσεις
από
κάτι που δεν είναι χρόνος
είμαι
κάτι μέσα στο χρόνο
εύθραυστο
σα τη ζάχαρη
που
κρουστάλλιασε
σε παλιό
γλυκό πιοτό.
Ήρθαν
οι πεθαμένοι
να
βοηθήσουν
είναι
δύσκολο να είσαι νεκρός.
Είμαι
δυσκίνητος και σαστισμένος
σέρνω
κομμάτια
της ζωής μου
ένα
μεγάλο βράχο
στη
μέση του νοτικού γκρεμού
τα
καλάμια της αυλής
θερινά
μεσημέρια
και
ένα κομμάτι θάλασσα
ένα εκκλησάκι
μυστικό στην αποθήκη
το
αίμα που χύθηκε μια Άνοιξη.
Φυσά
ο άνεμος
ακούω
τους σκύλους που γαυγίζουν μακριά
αγανακτισμένους
από τη μοναξιά
ανεβαίνει
η νύχτα από τα φαράγγια…
Έμεινε
μόνο το φεγγάρι
να
καρφώνει αμίλητο
το
χρόνο στο βράχο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου