Έκλεψα ένα κοχύλι
από τα σπλάχνα της θάλασσας
φύσηξα μέσα του πνοή
και χάραξα την όψη του
στην αμμουδιά του ονείρου
σαν μια παρένθεση
από ανυπόταχτες στιγμές
που αφοπλίζουν τις συμπληγάδες
και στροβιλίζουν τις διαβάσεις
στις πρώιμες επιτομές
της ευρωστίας του σήμερα.
Έπαιξα σε μια ζαριά
τον χείμαρο του εφήμερου
κι έπλεξα το στεφάνι του χρέους
με μια χούφτα αγριοβότανα
από τον αγρό της ευφορίας
πριν εναγκαλισθώ
στους αδιέξοδους διαδρόμους
του οικοδομήματος της φθοράς
την ανάσα
του ανθρωπόκορμου ταύρου
που αφουγκράσθηκε
τα τύμπανα του ερέβους
και φόρεσε μανδύα τιμωρού
και χάλκινες παρωπίδες
στο αδηφάγο του βλέμμα.
Στο αίθριο του Κόσμου
δεν υπάρχουν σκουπίδια
μόνο αστέρια
που ατενίζουν το σύνορο
ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα
κι αδημονούν να σκορπίσουν φως
σ’ εκείνους που πλανήθηκαν
κι έγιναν ένα με τ’ αποφόρια
του φυγόμαχου επισκέπτη
της ζωής.
Η αφήγηση στο βιβλίο του χρόνου
δεν έχει αρχή ούτε τέλος.
Χαμένη στις δασώδεις υπώρειες
της πλοκής των γεγονότων
αδιαφορεί για την κορύφωση
απαριθμώντας τα σύμβολα
που κοιμίζουν τη σκέψη
και υπογραμμίζουν την πορεία
προς το απρόσμενο.
Μια σταλαματιά ντροπής
κύλησε αργά
από τα μάτια της ιστορίας
γι αυτούς που πρόδωσαν
τον ήχο της φωτιάς
κι άφησαν πίσω τους
ένα σύννεφο καπνού
προοίμιο συγκάλυψης
της χασμωδίας του νερόμυλου
με τις ατέρμονες μυλόπετρες
ν’ αλέθουν τις νεράιδες
που απεικόνισαν οι γιαγιάδες
των παιδικών μας χρόνων.
Ο απόηχος της βροχής
διαποτίζει τη σαρκα του δειλινού
κι αναπολεί εκείνα που χάθηκαν
στις αυλακώσεις των επίχειρων
μιας σύντομης διαδρομής
που έμεινε προσηλωμένη
στον μύθο ενός ουράνιου τόξου
που δε φάνηκε ποτέ.
--
Ο ΒΡΑΧΟΣ ΤΩΝ
ΕΠΙΓΕΙΩΝ
Σε μια σχισμάδα
του βράχου των επίγειων
ανάβλυζε η πηγή της ζωής.
'Εσκυψα
να πιω μια γουλιά
από το νερό
που έβγαινε από τα σπλάχνα της.
Επί ματαίω.
Η ζωή χάθηκε τελεσίδικα
σε μια σχισμάδα
του βράχου των επίγειων
όπου ανάβλυζε μια πηγή
που υποσχέθηκε ζωή.
==
ΤΑ ΕΠΙΝΙΚΙΑ ΤΗΣ
ΠΑΡΑΚΜΗΣ
Στάθηκαν οι ώρες
της βροχής
στη θέα των εχθρών
που απλώθηκαν στις πλαγιές
της όψιμης ανατολής.
Έσταξε ο χρόνος το βλέμμα του
στο σχοινί
με τα κουρέλια των μυθευμάτων.
Σίγησαν τα τύμπανα της φωτιάς.
Χρώμα θολό
κι ο λόγος μάταιος
στα επινίκια της παρακμής
καθώς τα σύμβολα φθίνουν
μπολιάζοντας το ιγμόρειο της προσμονής
με φυσαλίδες αμφισβήτησης.
Τρύπια σημαία
που κυματίζει αναίτια
στα χαρακώματα των προδομένων.
Πόλη νεκρή
όπου τ’ απόνερα της φθοράς
κυλούν δίχως αιδώ
στον υπόνομο των αχρείων.
Δεν είναι η πάλη σκοπός
μόνο διέξοδος
στις επίμονες ακροβασίες
των φτηνών χορηγών
που αναπλάθουν την γύμνια τους
καθώς εκτείνονται απροκάλυπτα
στα υπόγεια
των επιτύμβιων αλαλαγμών.
==
Ο ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ
Έφυγαν οι μέρες του χρέους
αθόρυβα όπως ήρθαν
από το μέτωπο του μεσημεριού.
Ένας απόηχος
ξεχασμένος σε μια κόγχη του νου
φόρεσε τα καλά του ρούχα
κι απόθεσε
παρακαταθήκη σιωπής
στους πρόκριτους
της αιώρας των ευπειθών.
Η αμφισβήτηση του χθες
δεν βρίσκει φως
στα ταξίδια της δύνης
των εγκάρσιων
καθώς αναλίσκονται
σε ασκήσεις διαφυγής
μέσα από συμπληγάδες
που ανοιγοκλείνουν το στόμα τους
και συνθλίβουν το ακρόπρωρο
της όψιμης διελκυστίνδας
στη σκακιέρα του χρόνου
ενώ τα μαχαίρια της σήψης
με τις αμφίστομες λεπίδες
καραδοκούν.
Κλείνουμε τα μάτια
για να μη δούμε το απρόβλεπτο
να καθρεφτίζει τη γύμνια μας.
Το ισοζύγιο
στο δημοπρατήριο της ζωής
δείχνει μηδέν
με φυγόκεντρες τάσεις
προς την αφαίρεση.
Η επαγρύπνηση
στο μάτι του κύκλωπα
με τις επίκτητες ραβδώσεις
που διηγούνται μαύρες επετείους
υπνοβατεί.
Τα μωρά ζητούν αναπνοές
στο περιθώριο
της μοίρας των αθώων.
Τα δελτία καιρού
εξαγγέλλουν επιδείνωση.
Δεν έχουμε ξάρτια
για ν’ αρμενίσουμε
στα πέλαγα
του ιχνηλάτη του ανέμου.
==
Η ΠΛΗΜΜΥΡΙΔΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Πήρα μια χούφτα χώμα
κι έπλασα τη μορφή σου
κατ’ εικόνα και ομοίωση
του πρότυπου
που εσύ ήθελες να μοιάσεις.
Έφτυσα μέσα σου πνοή
κι έδωσα κίνηση
στα ξύλινα πόδια σου
που απλώθηκαν
σ’ ένα κομμάτι τεντωμένο σχοινί
αυτόχθονες ακροβάτες
ανεπαρκών διαδρομών
στο κουκλοθέατρο του χρόνου
σαν μαριονέτες λαβωμένες
από τις παραφυάδες της παρακμής
στιγματισμένες και μόνες
ανήμπορες να αποδράσουν
από τα χρώματα του δειλινού.
Έπειτα
κάθισα στα πόδια μιας ιτιάς
κι αφουγκράστηκα τον ήχο της ζωής
πίσω από πέτρες που κύλησαν
στα χαλάσματα της δημιουργίας
κι απόθεσαν τον ίσκιο τους
στην απροκάλυπτη μυσταγωγία
των υποχθόνιων πλοηγών
με τις αυθαίρετες δονήσεις
που απώθησαν εν μία νυκτί
το ακροθαλάσσι
της εύθραυστης συγκομιδής.
Δεν ένοιωσα
στο μάγουλο της προσμονής
τα κύμβαλα της νιότης
ν’ αναπαράγουν τον ήχο της φωτιάς
μέσα από διαδικασίες ανάπλασης
καθώς οι ανταύγειες
των πεπραγμένων της Γης
εξέπεμπαν SOS
στις όψιμες συνειδήσεις
των αυτήκοων μαρτύρων
της επήρειας του ευφάνταστου
που ανέχτηκαν τα υπόγεια εκμαγεία
των μιμητών
της ευτέλειας των ισχυρών.
Τις νύχτες της προσαρμογής
εθελοντής δεσμώτης
στην κάμαρα
με τα κλειστά παραθυρόφυλλα
αφύπνιζα το αίμα μου
δια μέσου
των ετερόφυλων της σκέψης
δίχως να απαρνούμαι
τις υφάλμυρες επισημάνσεις
της γοργόνας που γεννήθηκε
από την πλημμυρίδα του Αλέξανδρου
ούτε να υποσκάπτω
το προνόμιο των ανυπότακτων
να σαλπίζουν
στα χαρακώματα των ταπεινών
πάνω από το κουφάρι
του αγγελιοφόρου της φθοράς
και ν’ αποθέτουν εχέγγυα γιορτής
στο προγεφύρωμα της νίκης.
Ο ταχυδρόμος αργεί.
Με βήμα συμπαγές
προσπερνούμε
τους πλανόδιους πραματευτές
αποφεύγοντας παλινδρομήσεις
που εκτροχιάζουν το βλέμμα μας
σίγουροι πια
πως θα βρούμε σημάδι ελπίδας
σ’ ένα γράμμα
που κουβαλάει επάνω του
τη σφραγίδα:
"ΑΝΕΠΙΔΟΤΟ".
--
ΣΥΓΧΩΡΑ
ΜΕ
Στη Μαρία μας
Συγχώρα με
για τις χαμένες συλλαβές
στο περιθώριο του τέλους
για τα λόγια που αδυνατούν
να περιγράψουν τη στιγμή
στο απομεσήμερο της απουσίας
για τα απόνερα της θλίψης
στην κοίτη της απώλειας.
Συγχώρα με
που πλανήθηκα
στους δρόμους της αμφισβήτησης
και δεν έσκυψα ν' αφουγκραστώ
την αγωνία σου
που απίθωσα το στείρο βλέμμα μου
στην αυτοτέλεια του χρόνου
και βρέθηκα μακριά
ενώ εσύ
αποζητούσες την παρουσία μου
που αρνήθηκα την αγάπη σου
για τα μικρά πράγματα
των ταπεινών της ζωής
που δεν έστειλα τον ήλιο
να μπολιάσει με φως
τα λαβωμένα σου όνειρα
που βρίσκομαι εγώ
ο μικρός κι ασήμαντος
να υποκλίνομαι
στο μεγαλείο του ύπνου σου.
Συγχώρα με
που έδωσα χώρο
στην επέλαση της φθοράς
που απόμεινα θεατής
στην κερκίδα του αναπόφευκτου
που ειρωνεύτηκα τον θάνατο
ενώ εσύ μας άφηνες
για το μεγάλο ταξίδι
που δεν σου έφερα να πιεις
από το νερό των αθανάτων.
Συγχώρα με
που δεν μπόρεσα
να ρίξω βάλσαμο
στον ατέρμονα πόνο
μέσα από το περίβλημα
της ψυχής σου
που δεν ευτύχησα
να δρέψω τους καρπούς
στο εφαλτήριο της ελπίδας
που απώθησα τις σάλπιγγες
των υμνητών
της ύστερης συγκομιδής
που αφομοιώθηκα
με το σαράκι του απόλυτου
κι έγινα ένα
με το μηδέν
ενώ εσύ αναζητούσες
την ουσία της ύπαρξης.
Συγχώρα με...
Οι λέξεις δεν έχουν τέλος
ανήμπορες ν’ απεικονίσουν
την εικόνα
της απέριττης μορφής σου
καθώς βυθίζεσαι
στον ωκεανό του αγνώριστου
και οι πτυχές της όψης σου
οριοθετούν
χλωμές ανταύγειες
με επιλήσμονες αναλαμπές.
--
ΓΚΡΙΖΑ ΣΕΛΙΔΑ
Έκλεισα τη ζωή μου
σε μια χούφτα μουχλιασμένα όνειρα
κλειδωμένος στην κάμαρα
με τους σκονισμένους καθρέφτες.
Ψάχνω
με τ’ ακροδάχτυλα
στις πτυχώσεις του σκοταδιού
για το αποτύπωμα
που άφησε το φως
όταν κρύφτηκε τρομαγμένο
για να μη δει τα γυμνά μέλη
να εξέχουν
από το σώμα της έκπληξης.
Οι σκέψεις τρέμουν
από τον οίστρο της βροχής.
Το κύπελλο βαθύ
με προκαλεί να πιω
στραγγίζοντας τη δροσιά
από τα χείλη
σαν ένα κάλεσμα αφύπνισης
που αφηγούνται οι περιηγήσεις
της ύστερης σταγόνας
στα μεθεόρτια της όψιμης θυσίας.
Τα κοπάδια ευημερούν
στο λιβάδι
με τα σπασμένα καύκαλα
απολαμβάνοντας το χορτάρι
της λησμονιάς
κι ένα δεμάτι σακατεμένες λέξεις
παρηγοριά των Διόσκουρων
στα απόκρυφα μονοπάτια
της επίγειας ραψωδίας
που επαίρεται
για τη σοδειά του καλοκαιριού.
Βάζω το χέρι στην καρδιά
κι αφουγκράζομαι τα τύμπανα
των ροπαλοφόρων του ερέβους
σε μια στροφή
της αυθόρμητης απαγγελίας
του επίγειου ποιητή
καμωμένου από φύλλα οξιάς
με ένα μαχαίρι καρφωμένο
στον τρυφερό του μίσχο.
Πλάι στον τάφο
του μετανάστη της φωτιάς
ο επιλήσμονας άγγελος
της σιωπής
απλώνει τα φτερά του
για να προλάβει
την απρόβλεπτη συγκομιδή
στα λαγούμια που απομυζούν
τις τελευταίες κινήσεις
του τυφλοπόντικα.
Τα σύμβολα δεν έχουν δρόμο
πέρα από τις μετώπες
των μνημείων.
Το σκαλοπάτι είναι ψηλό
και η νύχτα δεν έχει απάντηση
στους παλμούς του φεγγαριού
που υπόσχονται ποτάμια αλώβητα
με ρέουσα υπομονή
και επινίκιους τιμωρούς.
Πριν ο ύπνος με πάρει
σε μια εσοχή του βράχου
που υψώνεται
πάνω από το γαλάζιο της θάλασσας
έφτιαξα μια φωλιά
για τα θαλασσοπούλια
που με συντρόφεψαν
στο επιλόχειο ταξίδι
κι αγκαλιάστηκα με το αμφίβιο τέρας
που απολογήθηκε
σε μια εφήμερη έξαρση του πάθους
για τα συμβόλαια της επήρειας
με τους αμφικτύονες
της χρόνιας επιθυμίας.
Ο χρόνος στριφογυρίζει
γράφοντας ευφάνταστες ιστορίες
στα ημερολόγια
που θυμίζουν παραλήρημα
σε βιτρίνα με φτηνές απομιμήσεις.
Οι φετινές υπογραφές
δεν έχουν όνομα.
Τα σπαρτά στα χωράφια περιμένουν
στερεωμένα
σε πασσάλους επαγρύπνησης.
Το χρώμα ανύπαρκτο.
Μόνο μια γκρίζα σελίδα
από θολές αναμνήσεις
ρίχνει ένα βλέμμα συγκατάβασης
στον παραπαίοντα αναγνώστη.
--
Ο ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ
Το βρήκε σε μια γωνιά
της παλιάς αποθήκης
καθώς έψαχνε
ανάμεσα σε άχρηστα πράγματα
για τα σπαράγματα
των παιδικών της χρόνων.
Ήταν ένα λούτρινο αρκουδάκι
φθαρμένο
από το πέρασμα του χρόνου
παρατημένο
σ’ ένα χάρτινο κουτί
που απαρριθμούσε τις χαραγές
στο μέτωπο
της εύηχης ανθοφορίας
μιας πρότερης Ανατολής
σημάδι παρένθεσης
στον κύκλο της ζωής.
Φύσηξε στο πρόσωπο του
σα να ’θελε
να του δώσει πνοή
ν’ ακούσει το θρόισμα
από τα φύλλα
της καρδιάς του
που αναπολούσαν
το άρωμα της νιότης
ξεχασμένο κάποιο πρωινό
στο λόφο
με τους αυτόδηλους προπομπούς
των χοηφόρων παρθένων
και ν’ αφουγκραστεί
τον ήχο της βροχής
για τ’ όνειρο
που αρνήθηκε να ζήσει
όταν ο παραστάτης άγγελος
της έγνεψε με έμφαση
να προχωρήσει
δίχως φόβο
στο διάσελο του πεπρωμένου.
Δυο σταγόνες δάκρυ
κύλησαν αργά
στα χλωμά μάγουλα της
όταν αντίκρυσε
μια τρύπα
πάνω στο λευκό στέρνο του
ακριβώς εκεί
που θα ’πρεπε ν’ ακούγεται
ο παλμός της ύπαρξης
παράθεση σφυγμού
στο εδώλιο
μιας άσκοπης διαδρομής
αφού προ πολλού
είχε απωλέσει
τα εχέγγυα της παρουσίας του.
Ψηλάφισε
την αναίμακτη πληγή
πρόξενο ακαριαίου θανάτου
κι’ αναλογίσθηκε
τις συνέπειες του ανέφικτου.
Στο περιθώριο του τέλους
ένα πικρό «γιατί;»
που έμοιαζε με στεναγμό
βγήκε από τα τρεμάμενα χείλη της.
Ύστερα
ένας λυγμός
τράνταξε
το μαραμένο στήθος της.
Πέταξε μακριά
το λούτρινο αρκουδάκι
κι’ έμεινε ασάλευτη
με το βλέμμα
καρφωμένο στο κενό
και τη σκέψη της
να περιδιαβαίνει
τα σοκάκια της έκλειψης.
Ένοιωθε
πως έκλεισε οριστικά
πίσω από την κουρτίνα της φυγής
μια εποχή
που δεν θα ’βρισκε
ποτέ ξανά
τον μίτο της
χαμένη
στον λαβύρινθο της λήθης.
--
Η ΥΣΤΕΡΗ ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ
Την ύστερη μέρα της δημιουργίας
ένας τελάλης καταφθάνει
στην κεντρική αγορά
της πόλης των ευάλωτων
και φωνάζει για επαγρύπνηση
στα υπνοβατούντα όντα
που περιφέρονται δίχως σκοπό
κρατώντας ένα ποτήρι στο χέρι
γεμισμένο έως τα χείλη
με το ποτό της ανοχής.
Έτσι μεθυσμένους
τους βρίσκει η νύχτα.
Δόκιμες ιέρειες
στο μαυσωλείο της ευτέλειας
αναμοχλεύουν τα οράματα
στους κόλπους που αναπτύσσονται
οι τοκογλύφοι του χρέους
και καρφώνουν
στον πάσσαλο της αμφισβήτησης
την σιωπή των επίορκων ποιητών
που αυτομόλησαν
στο στρατόπεδο της Κίρκης
και λησμόνησαν τις επικλήσεις
των συντρόφων τους.
Αφηνιασμένες μαινάδες
στροβιλίζουν τη γύμνια τους
στα βράχια του μίσους
και πέφτουν στο κενό
εξαντλημένες από την ένδεια
που αφόπλισε την ψυχή τους
δίνοντας τροφή
στα αδηφάγα τέρατα της σήψης
που φόρεσαν λευκό χιτώνα
και κάλυψαν την όψη τους
με προσωπείο αθωότητας.
Οι ορδές των βαρβάρων
καταλύουν το κράτος των ευπειθών
που επαναπαύτηκαν
πάνω στα απόβλητα της άγνοιας
και αμέλησαν να προσμετρήσουν
τους κινδύνους επώασης
των φορέων προσβολής
μένοντας έτσι ανοχύρωτοι
σε απρόβλεπτες επελάσεις
από τα νώτα του εφησυχασμού.
Η ιστορία των μικρών ανθρώπων
γράφεται σε πρόχειρα τετράδια
πριν ενσωματωθεί στις συνειδήσεις
κι’ αποτυπωθεί στις μνήμες
σαν προτομή
στο βάθρο της παρακμής.
--
ΨΕΥΤΙΚΕΣ ΑΝΑΣΕΣ
Ζήτησα λίγο νερό
από την κόρη
που έσβηνε την δίψα της
καταμεσής
της εύφορης κοιλάδας
κι’ αυτή
με κοίταξε κατάματα
με ύφος βλοσυρό
και μου γύρισε την πλάτη.
Ζήτησα φωτιά
να ζεσταθώ
από τον γέρο ξωμάχο
που έτριβε τα χέρια του
με ικανοποίηση
στο ξέφωτο
της πρώιμης ανατολής
κι’ αυτός
απέστρεψε το βλέμμα.
Ζήτησα πιότερο κελάδημα
από τα πουλιά
που ζωγράφιζαν
επάλληλους κύκλους
σε γαλάζιο φόντο
με ασαφείς
πλην όμως υπαρκτές
διακυμάνσεις
κι’ αυτά
μου έγνεψαν ειρωνικά
κι’ απομακρύνθηκαν βιαστικά
στο βάθος του ορίζοντα.
Ζήτησα πρόθυμο φως
από τον ήλιο
που ταξίδευε αγέρωχος
στο χρυσοποίκιλτο άρμα του
κι’ αυτός
έκρυψε το πρόσωπο του
πίσω από μολυβιά σύννεφα.
Ζήτησα αυθόρμητο χαμόγελο
από τον μοναχικό οδοιπόρο
που χάραζε
τεθλασμένη πορεία
στις παρυφές του χρόνου
κι’ αυτός
διαπότισε την έρημο
με το δάκρυ του φθινοπώρου.
Ζήτησα απλόχερη αγάπη
από τα παιδιά
που έτρεχαν αμέριμνα
στην αυλή
με τις πέτρινες κούκλες
κι’ αυτά
συνέχισαν αδιάφορα
το παιχνίδι τους.
Ζήτησα χαραμάδα ελπίδας
από το εικόνισμα
που έστεκε αμίλητο
πάνω στο τραπέζι
της σκονισμένης κάμαρας
κι’ αυτό
επέμεινε πεισματικά
στη σιωπή του.
Βράδιασε πια...
Άς αρκεστώ λοιπόν
στον μακάριο ύπνο μου
που θα ντύσει
την γύμνια μου
με το μεθύσι
απατηλών ονείρων
και θα μου δώσει
ψεύτικες ανάσες
για το ξημέρωμα
της επόμενης ημέρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου