Σελίδες

Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2018

Μονόλογος στο σεληνόφως : Ποιητική Συλλογή του Χρήστου Θ. Παπαγεωργίου (απόσπασμα)







          ΧΡΩΜΑΤΑ ΕΛΠΙΔΑΣ

Έφτιαξα μια σκάλα
στο κενό
για ν’ ανέβω ψηλά
να γίνω ένα
με τους αγγελιοφόρους συνείδησης
ν’ ατενίσω τη ζωή
με βλέμμα καθαρό
απαλλαγμένο
από τα σκουπίδια της φθοράς
με ρούχο διάτρητο
από τα βέλη
των υπόγειων επικριτών.

Έφτιαξα ένα κήπο
στην έρημο
και τον γέμισα με χρώματα ελπίδας
σε μια εποχή
που το νερό σπανίζει
στους αγρούς των διψασμένων
και οι ατέρμονες επαναπαύσεις
των υποταγμένων
επαπειλούν
τη λίμνη με τα νούφαρα
στο στέρνο του ποιητή.

Έφτιαξα ένα σωρό
με τα ξερόκλαδα του κάμπου
κι’ απευθύνθηκα
στις ψυχές των ταπεινών
σε μια προσπάθεια αφύπνισης
των υποχείριων της πλάνης
που αφοπλίζουν τον ύπνο τους
κι’ υπνοβατούν
με τα χέρια απλωμένα
στην πλατεία της σιωπής.
Έφτιαξα μια χαραμάδα
για να περνάει το φως
στον σκοτεινό μου θάλαμο
και να λούζει τη γύμνια μου
με το προοίμιο
της επόμενης ημέρας.


Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΗΜΕΡΑ

Απόψε το φεγγάρι
έχει την αμφιβολία
στα μάτια.

Είναι το αβέβαιο
για την επόμενη ημέρα
η σιωπή
στο φέγγισμα
της χλωμής του θωριάς
πάνω στο σώμα της νύχτας
η γλυκόπικρη γεύση
της πεμπτουσίας της εξαίρεσης
οι δρόμοι
που διάλεξε
στο περιθώριο του σκοταδιού.

Δεν είναι το σκοτάδι
που απειλεί
τα βήματα του φεγγαριού.

Είναι η επόμενη ημέρα
που έρχεται αποφασισμένη
να διαλύσει τον μύθο του
να λικνίσει τα θέλγητρα της
στο περιβόλι της επώασης
των οραματιστών του λυκαυγούς
να σημάνει το τέλος
της έκβασης του απρόβλεπτου.


Είναι η ανατολή
που βγαίνει
μέσα από τη δύση του
για να θυμίσει την έλευση
ενός σημείου απώλειας
στον ωκεανό της μνήμης
την ύστερη στάση υπονόμευσης
της επαγρύπνησης του νου.

Απόψε το φεγγάρι
έχει ένα φόβο
στα μάτια.

Είναι η επόμενη ημέρα
που έρχεται
να πάρει τα σκήπτρα
να σημάνει ελπίδα
σε μια νέα πορεία
αντίθετη
στην επίμονη ανταύγεια
του μοναχικού οδοιπόρου
που διαλέγει το στίγμα του
διαπερνώντας
τη σάρκα της αβύσσου.

Είναι η απόλυτη ανάγκη
του φωτός
για περισσότερο φως.



                                               ΤΟ ΙΓΜΟΡΕΙΟ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΜΗΣ

Θέλω να μιλήσω για πράγματα
που οι πολλοί παραβλέπουν.

Για το μάτι που καρφώθηκε
στο προπέτασμα της υπόνοιας
σαν μια κηλίδα στην κοίτη
του υπόνομου της ντροπής.

Για το φτωχό απομεινάρι
της ελεγείας της δόξας
στα χαρακώματα του αυτόχθονα μαχητή
με τις πρόθυμες παραπομπές
στο περιθώριο της αποκάλυψης.

Για το παιδί που κλαίει
στο επιμύθιο της υποταγής.

Για το φτερούγισμα της σκέψης
στο προγεφύρωμα
της επιβράδυνσης του νου.

Για τον κουρασμένο στρατοκόπο
που αποστάτησε από τους κανόνες
της αυθαίρετης επάρκειας.

Θέλω να μιλήσω για πράγματα
που οι επιλήσμονες
κρύβουν
στα σεντούκια της λήθης.

Για τα φτηνά επιτόκια
που απομυζούν τον ιδρώτα
του απόηχου της ηδονής της ελπίδας
στα σοκάκια του ευφάνταστου παραβάτη
της επίγειας επιτομής του κέρδους.
Για τον όχλο
στις παρυφές της συναίνεσης
που αλαλάζει απαιτώντας τα αργύρια
της προδοσίας.

Για τους μνηστήρες που απώλεσαν
τα λάφυρα της απληστίας
όταν τους διαπέρασαν τα βέλη
της δίκαιας πληρωμής
στη ραψωδία της κάθαρσης.

Για τα όνειρα του απομεσήμερου
που υποκαθιστούν την ψευδαίσθηση
της επίγειας απόλαυσης
του ιγμόρειου της παρακμής.

Θέλω να μιλήσω
στα απόνερα της αμφισβήτησης
για πράγματα αληθινά.

Για μένα
για σένα
για όλους αυτούς
που ακολούθησαν ένα ξεχασμένο αστέρι


πριν προλάβει να το καταπιεί
η νύχτα.


   Ο ΑΠΩΛΕΣΘΕΙΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ

Βύθισα την ψυχή μου
σ’ ένα ποτήρι με κέρινες μάσκες
σε αίθουσες χρωματιστές
καλυμμένος με κύκλους καπνού
ευτελούς ευωχίας
σε απόλυτη συνάρτηση
με στρεψόδικους θαμώνες
επαλήθευσα την πλάνη μου
υπό των ήχο των συμβόλων
επωμίσθηκα τις χίμαιρες
των μεθυσμένων αοιδών.

Σε μια φλέβα νερού
έσκυψα να κορέσω την δίψα μου
σ’ ένα είδωλο απαθές
μπόρεσα να διακρίνω
την έλευση του δειλινού.

Αποδόμησα τους συντρόφους μου
πάνω στη στέγη του κεραυνού
σαν μια φωτιά
που ακροβατεί στα χαλάσματα
για να υπογραμμίσει την παρουσία της
σαν μια καρδιά
που χτυπάει αναίτια
πάνω στη ρωγμή
που άφησαν οι αυτουργοί
της έκλειψης
σαν μια γοργόνα
που ταξιδεύει στο κύμα
και ψάχνει
ανάμεσα σε ξύλινα κουφάρια
να βρει τον Αλέξανδρο της
σαν ένα γιατί
που περιμένει απάντηση
στην κόγχη της μοναξιάς του
σαν τις υφάλμυρες αναμνήσεις
που ατενίζουν θολές εικόνες
στις βιτρίνες των εισβολέων
σαν όλους αυτούς
που αναζητούν υπολείμματα ονείρων
στο πιάτο των λωτοφάγων
σαν μια σταγόνα βροχής
στην άυλη επιδερμίδα της αλήθειας.

Δε βρίσκω τίποτα
που ν’ αξίζει τον κόπο
στο παλιατζίδικο της γειτονιάς.

Ένα παιδί διασχίζει τον δρόμο
με παλλόμενους διασκελισμούς
ένα χαμόγελο αχνοφαίνεται στα χείλη
του αποκαμωμένου στρατοκόπου
ένας θνησιγενής άνεμος
χαϊδεύει τα μαλλιά
της παραπαίουσας κόρης.

Αναμοχλεύω την γύμνια μου
εγώ ο αμετανόητος
που προπηλάκισα τις παραινέσεις
για εγκράτεια
που έμπηξα το βλέμμα μου
στα απόκρυφα μονοπάτια της ζωής
που σκάλισα την ηδονή
στις παρυφές της πόλης
κι έγινα ένα με τις μαινάδες
που λιθοβόλησαν τον κήπο μου.

Αναμοχλεύω την ήττα μου
σ’ ένα κατώι ανήλιαγο
πίσω από πέπλο σιωπής
ιδανικός νοσταλγός του ανομολόγητου
υπόλογος για ανομήματα
που αγνοούσα την ύπαρξη τους
εγώ ο αμετανόητος
έτη φωτός μακριά
από τον απολεσθέντα παράδεισο
που μέχρι τη στιγμή της πτώσης
αγνοούσα την ύπαρξη του.


    ΘΕΑΤΡΟ ΑΝΤΙΘΕΣΕΩΝ

Έτσι περπάτησα μονάχος
στ αχνάρια του χρόνου
μέχρι που αντίκρισα
σ ένα κλαδί
του δέντρου της γνώσης
τα πρώτα σημάδια
της φθοράς.

Έψαξα να βρω μια φωνή
ένα ψιθύρισμα χαράς
πριν με αγκαλιάσει η νύχτα
και χαθώ
σε μια σχισμάδα
του βράχου της σιωπής
σαν μια κουκίδα
στην αλληλουχία των στιγμών.

Δεν έχω τίποτα να φοβηθώ
τώρα που η σκέψη κι η καρδιά
ανατρέχουν στα φθαρμένα ημερολόγια
και μετρούν στις σελίδες της νιότης
τις μέρες που ένα χέρι αόρατο
τοποθετούσε σύμβολα ελπίδας
πάνω στην αφετηρία.

Έψαξα ολόγυρα
για τους παλιούς συντρόφους
αυτούς
που ζητωκραύγαζαν ενθουσιασμένοι
στο αίθριο της ευφορίας
κι ορκίστηκαν αιώνια πίστη
στους παλμούς
της πρώιμης ανθοφορίας.


Μόνο ανυπόμονοι διαβάτες
βάδιζαν δίχως προορισμό
ανάμεσα σε θολές παρενθέσεις
φορτωμένοι με δεμάτια
από σκουριασμένες αναμνήσεις.

Αναμόχλευσα την ψυχή μου.

Αρνήθηκα την ερήμωση μου.

Θυμήθηκα

σπίτια παλιά
που έστεκαν ακλόνητα
στην άκρη του δρόμου
ενάντια στη νομοτέλεια
του τέλους των πραγμάτων

σπίτια παλιά
με καμινάδες που γεννούσαν
εφήμερο καπνό
κι αυτός υψωνόταν
και χανόταν
σαν ημιτελής προσευχή
σπίτια παλιά
με γέρικα πεύκα στις αυλές τους
που πάσχιζαν με αυταπάρνηση
ν’ αντισταθούν στη δύναμη του ανέμου.
Ονειρεύτηκα

μια θάλασσα
που σεργιανούσε τη δίψα της
από τόπο σε τόπο
κι άφηνε τα καράβια
να ζωγραφίζουν στο κορμί της
να γίνονται τελείες
στην οθόνη του ορίζοντα
δίχως όμως
να μένουν για πολύ
σε αδράνεια
παρά μόνο
όταν κουφάρια πια
διαλύονταν
εις τα εξ ων συνετέθησαν
από τα χέρια εκείνα
που κάποτε τα οδήγησαν
στο πρώτο λιμάνι.

Αναπόλησα τη ζωή.

Μια φωτιά που σιγοκαίει
το τρίξιμο του ξύλου
που αργοπεθαίνει
ο χτύπος μιας καρδιάς
που αδημονεί
φανερώνουν ζωή.

Ακόμα κι ένα μαύρο πουλί
που πετάει
δίπλα στα τελευταία σκιρτήματα
της σκοτεινής ανάσας
του εκπνέοντος καπνού
κι αναλίσκεται ακολουθώντας
την πανδαισία της κίνησης
ενός θνήσκοντος χορού
σημαίνει ζωή.

Νοστάλγησα

το ανάλαφρο ξεπόρτισμα
των χρωμάτων της Άνοιξης.

Πάντα αναρωτιόμουν
γιατί τα όρια
ανάμεσα στην αλήθεια και την πλάνη
έγιναν τόσο ασαφή

γιατί τ’ αγκάθια
πολλαπλασιάστηκαν ανεξέλεγκτα
στην αρένα των μονομάχων

γιατί ο άνθρωπος
υπομένει κι ονειρεύεται
με την ίδια ευκολία.

Στο χωνευτήρι της Δημιουργίας
αρχή και τέλος έγιναν ένα
η γραμμή εκφυλίσθηκε σε σημείο
μηδενίσθηκε η διάρκεια.
Ζωή και θάνατος
συνυπάρχουν
σε ένα θέατρο αντιθέσεων
με την αυλαία να υπογράφει
πάντα το ίδιο φινάλε.


ΚΕΝΤΡΟΜΟΛΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ

Χαθήκαμε
σε μια χούφτα αλάτι
και λίγο χώμα
στο παραλήρημα των στεναγμών
των ηττημένων
στα απολιθώματα του πριν
στις αβέβαιες νεκραναστάσεις
του νου
στην άρνηση του μεσοπέλαγου
της λήθης
στα δευτερόλεπτα
των τοκοφόρων στιγμών
της προσμονής.

Χαθήκαμε
στα δαιδαλώδη στενά
των αχρείων
στα πληγωμένα στέρνα
των ποιητών του χρέους
στις δύσβατες κοιλάδες
της χαμένης αθωότητας
στα περιβόλια
της ανέφικτης σοδειάς
των ονειροπόλων
στο περιθώριο
του μόχθου των ταπεινών
στις τεθλασμένες γραμμές
των στρατιωτών της ελπίδας.


Χαθήκαμε
στις χειμέριες πτυχώσεις
του απρόβλεπτου
στο αέναο ταξίδι
της φθοράς
στα ατελέσφορα γιατί
της επαιτείας του τίποτα
στα απορημένα βοσκοτόπια
της άνοιξης
στην επιμένουσα κυριαρχία
του σκότους.

Χαθήκαμε
σαν την αλήθεια
στο πηγάδι του ψεύδους
σαν τον ιχνηλάτη
στις παρυφές του χαμόγελου
των πεπεισμένων
σαν πνοή στο απομεσήμερο
της αντίπερα όχθης
σαν φωτιά
στο μονότονο τραγούδι
της βροχής.

Χαθήκαμε
σε μια μικρή ιστορία
που αφηγούνται τα ανδρείκελα
στους δρόμους της πόλης
των κεντρομόλων δυνάμεων
της ανοχής.


ΤΟ ΔΙΑΣΕΛΟ ΤΗΣ ΠΡΟΚΛΗΣΗΣ

Πρόκριμα ελπίδας ήταν η μέρα εκείνη
ανεπηρέαστη
από την πολυτέλεια των διαβαθμίσεων
στην κατωφέρεια των χρωμάτων
ζυμωμένη με φως
απέριττο κι ευθυτενές
απλωμένο στο περίγραμμα
μιας εύθραυστης απολαβής
καθρέφτης ανυπόταχτος
που αντανακλά πρόθυμους παλμούς
στο στήθος
του αταλάντευτου γητευτή της φωτιάς
προτρέποντας τον
να διαπερνάει τη σκόνη
στα μάτια της αμφισβήτησης
και να οπλίζει την φαρέτρα του
με επίμονους διασκελισμούς
πάνω σε εκπνέοντες κυματισμούς
που αποθέτουν το στίγμα τους
στα κύτταρα της εύφορης κοιλάδας.

Στον τόπο
της αποκάλυψης των νηπενθών
τα πουλιά
της αποδημίας του νόστου
επώασαν τα αβγά τους
και πέταξαν μακριά
με τα δικά τους φτερά
αφήνοντας για πάντα τις φωλιές τους
που έφτιαξαν σε απρόβλεπτους καιρούς
με αβέβαια κλαδιά εποχιακής ευωχίας
στις παρυφές της πόλης
των στασιαστών της ζωής


Δεν βρήκαμε δίοδο στο απροσπέλαστο
κι έτσι περάσαμε εν μία νυκτί
στα μονοπάτια της επήρειας
από αδρανείς υπομνήσεις
με έναν κατάλογο φτιαγμένο
από ανεκτέλεστες επιθυμίες.

Οι σφετεριστές του ονείρου
δίνουν εχέγγυα υποταγής
στο ικρίωμα του πόθου
και αναλίσκονται
σε υπόγειες συναθροίσεις
κάτω από τις ασάλευτες δενδροστοιχίες
που αποτυπώνουν την εικόνα της φθοράς
μέσα από τα κιτρινισμένα πρόσωπα
των φύλλων που πέφτουν
καλυμμένα με κόκκους μετάλλαξης
όπου η χλομάδα του θανάτου
υποκρύπτει μάσκες ανέκφραστες
προϋπάρχουσες
στη σφαίρα του αναπόφευκτου
με μια τελεία
τέλεια σχηματισμένη
στο μέτωπο τους.

Εξαϋλώθηκαν οι πρώιμες ζητωκραυγές
στο αντίκρισμα
της λιποταξίας των ειδώλων
αντιγράφοντας τα συνθήματα
του πλήθους των ευπειθών
στη μετέωρη σήραγγα
της προσμονής
με τις πλευρές της να καταρρέουν
από την ευτέλεια των πεπραγμένων
σε μια στιγμή
που το ψέμα έγινε αράχνη

και εισέπραξε το τίμημα
της βουλιμίας.

Η συστοιχία των αθώων
χορεύει στο διάσελο της πρόκλησης
απαλλαγμένη από συμπλέγματα
που  απαριθμούν ποικιλότροπα
τις παραφυάδες της πλάνης
με επίκτητες προεκτάσεις
στα νώτα της παρακμής
υπομένοντας το σήμερα
με τις κεραίες τεντωμένες
αυτήκοους μάρτυρες
της επαίσχυντης εκεχειρίας.

Οι λέξεις μένουν γυμνές
όταν οι πράξεις παίρνουν τη σκυτάλη
και γίνονται ανάχωμα
στις επελάσεις των αχρείων.


  
                          ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΟΙΗΣΗ;

Ποίηση είναι:

Ο ήλιος που φωτίζει
το γέλιο των κοριτσιών
στον κήπο με τα γιασεμιά.

Το αγέρι που ψιθυρίζει
λόγια αγάπης
στα κίτρινα φύλλα
του φθινοπώρου.

Η σταγόνα της βροχής
που κυλάει
σαν δάκρυ εξαγνισμού
στο γυμνό τζάμι
της προσμονής.

Το χώμα
που δίνει ζωή
στ αγριολούλουδα του δάσους.

Τ αστέρια που γεμίζουν
τον ουράνιο θόλο
και ταξιδεύουν
δίχως προορισμό.

Τα χρώματα του δειλινού
που απλώνονται φιλάρεσκα
στο βάθος του ορίζοντα.

Το αποκεφαλισμένο στάχυ
που γεννάει ψωμί
κι αποθέτει ελπίδα
στο τραπέζι των πεινασμένων.

Το ποτάμι
που κυλάει αδιάφορα
στην κοίτη του χρόνου.

Το κύμα
που χτυπιέται στα βράχια
κι αναμοχλεύει
την πίκρα του μισεμού.

Το καράβι
που έμεινε ακυβέρνητο
στη φουρτουνιασμένη θάλασσα.

Ο μοναχικός οδοιπόρος
που περπατάει παραπατώντας
σε κακοτράχαλα μονοπάτια.

Τα παιδιά
στα φανάρια των δρόμων
που ζητιανεύουν ανθρωπιά.

Ο μικρός πραματευτής
στην άκρη της πλατείας
που διαλαλεί
το λιγοστό του εμπόρευμα.


Ο πρόσφυγας του απομεσήμερου
στο περιθώριο της ιστορίας.

Ο εργάτης
που στριμώχνεται αξημέρωτα
στο λεωφορείο της γραμμής.

Ο άστεγος
που κάνει σπίτι του
το παγκάκι του πάρκου.
Το ερωτευμένο ζευγάρι
στο φτηνό ξενοδοχείο
τυλιγμένο
με τα σεντόνια του πάθους.

Ο τοίχος
που γκρεμίζεται
για να περάσουν τα όνειρα.

Το άδικο
που οπλίζει απροκάλυπτα
το χέρι του μαχητή.

Το ασαφές όριο
ανάμεσα στην αλήθεια
και την υπερβολή.

Ο χτύπος του ρολογιού
που εξαγγέλει
την έλευση της φθοράς.

Η οδύνη της απώλειας
που γίνεται λυγμός
στο στήθος
της χαροκαμένης μάνας.

Το άπειρο
προσαρμοσμένο
στην ανθρώπινη διάσταση.

Το τίποτα
που ανασαίνει
μέσα από το κενό
της ύπαρξης του.

Με λίγα λόγια
ποίηση είναι
καθετί
που μετουσιώνεται σε ήχο
και κάνει τις καρδιές
να πάλλονται
ακόμη κι αν πορεύονται
μεσ στην ομίχλη
ανάμεσα σε κόσμους
φτιαγμένους από σιωπή.


 Η ΕΠΑΡΚΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ


Έφτανε μια στιγμή σιωπής
για να γνωρίσω τη ζωή.

Έφτανε μια παρένθεση
στο περιθώριο της βροχής
για να γνωρίσω το προσήλιο
της αλήθειας.

Έφτανε ένα κεντίδι
στο δίχτυ του χρόνου
για να γνωρίσω τα μυθεύματα
της πρώιμης επιτομής
της διάρκειας.

Έφτανε ένα κοχύλι
στα χείλη της θάλασσας
για να γνωρίσω τα χρώματα
στον κόρφο της Άνοιξης.

Έφτανε ένας τροβαδούρος
που δεν έστεργε σύνορα
για να γνωρίσω τ’ ακροδάχτυλα
της αρμονίας του αμοιβαίου.

Έφτανε ένας προικισμένος ποιητής
για να γνωρίσω τα προσχήματα
στα λευκώματα
των ανώνυμων ερωτιδέων.

Έφτανε ένα όνειρο
καταμεσής της νύχτας
για να γνωρίσω εσένα.



Τέλος, έφτανες εσύ
για να γνωρίσω την επάρκεια
του έρωτα.



















  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου