Ήδωκενε η πεθερά, μνιά (μ)ποδιά τσιμούλια τση νύφης τση, να τα μαγερέψει λέει, του γιού τζη αργά, να δειπνήσουνε.
Εμ...μα ρωτάς τη νε, αν είχενε ξανακαωμένη έτσά δουλειά, η ακάτεχη..?
Ακαθάριστα και οσά ντα μεσοδόκια στο μάκρος, επολέμα να τα βάλει, στο πήλινο τσικάλι, μα εκείνα εστέκανε ολόρθα.
Και δε ν’ έφτανε ετούτο νά, είχενε βάλει και πολύ νερό και εξεχύλανε το τσικάλι.
Εσύρωνε το νερό και έσβηνε τη φωθιά και φτού από τη ν’ άκρα.
Μιάς κοπανιάς ήπχιασε μνιά πέτρα και επλάκωσε το καπάκι, να κάτσουνε τα τσιμούλια μέσα στη θέση ντος.
Είχενε και κακοπλημένο το τσικάλι με τη σκόνη και σκεπασμένο όπως ήτονε, εντάκαρε τσι αφρούς.
Τάξε πως έβραζε τράγο και ήθελε ξάφρισμα.
Εσήκωνε ο αφρός απάνω το πούμα και ξανοίγανε όξω τα χόρτα.
Εμπήκενε ο άντρας τση στη κουζίνα πειναζμένος και θωρεί το χάλι στη μπαρασιά και παίζει μνιά του τσικαλιού και το πετά πέρα.
Και γυρίζει και τση κάνει…
Τη ν’άλλη βολά μωρή απου θα βράσεις τσιμούλια, να τα σφάξεις πρώτα… ...............................
.αντώνης κουκλινός
Ευχαριστώ πολύ για την ανάρτηση..!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα είσαι καλά Αντώνιε......Υπέροχο.......
ΑπάντησηΔιαγραφή