Σελίδες

Δευτέρα 20 Απριλίου 2015

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ

του Γεωργίου Αλεξανδρή

Νύχτωσε.
Πάντα νύχτωνε νωρίς στις κρυ­φές μας σπον­δές,
τις μικρές και βια­στι­κές μας λει­τουρ­γίες,
γιατί οι ναοί που στε­γά­ζαμε προ­σευ­χές και κατα­νύ­ξεις,
ήταν κατα­φύ­για  ανα­με­τρή­σεων με το χρόνο
κι απά­ντημα της ψυχής μας με το φόβο.

Έφυ­γες.
Πάντα έφευ­γες νωρίς σαν λόγος αστέ­γα­στος,
δοκι­μα­σία του νου κι απρο­στά­τευτη χαρά
γιατί μαθαί­ναμε να χωράμε σε ανα­μνή­σεις
και πάνω απ’ τα ερεί­πια της τρο­μαγ­μέ­νης σκέ­ψης
ν’ ακούμε χωρι­στά το θρήνο των αναπολήσεων.

Ξημέ­ρωσε.
Πάντα ξημέ­ρωνε αργά στου ήλιου τις κρυ­ψώ­νες
κι αλάρ­γευε η ανα­τολή σε μιαν ανάσα δρόμο,
γιατί η νύχτα πέζευε αγλύ­κα­ντη τη ζωή μας,
στε­γνώ­ναμε στο στο­χα­σμό τη μονα­ξιά του πάθους
κι η μέρα με γκρίζο φως άρχιζε απ’ τον τελειωμό της.

Γύρι­σες.
Πάντα γύρι­ζες αργά σαν αμφι­βο­λία και ελπίδα,
με μιαν  αλύ­τρωτη ματιά και ίμε­ρου ανα­τρι­χίλα,
γιατί μας ξάφ­νιαζε στο φως η σύναξη των ονεί­ρων,
την ομορ­φιά μαντεύ­αμε στην έκσταση της σιω­πής
και μονο­λο­γού­σαμε τη λύτρωση με δέος ελευθερίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου