του Γεωργίου Αλεξανδρή
Νύχτωσε.
Πάντα νύχτωνε
νωρίς στις κρυφές μας σπονδές,
τις μικρές και
βιαστικές μας λειτουργίες,
γιατί οι ναοί
που στεγάζαμε προσευχές και κατανύξεις,
ήταν
καταφύγια αναμετρήσεων με το χρόνο
κι απάντημα
της ψυχής μας με το φόβο.
Έφυγες.
Πάντα έφευγες
νωρίς σαν λόγος αστέγαστος,
δοκιμασία
του νου κι απροστάτευτη χαρά
γιατί
μαθαίναμε να χωράμε σε αναμνήσεις
και πάνω απ’
τα ερείπια της τρομαγμένης σκέψης
ν’ ακούμε
χωριστά το θρήνο των αναπολήσεων.
Ξημέρωσε.
Πάντα
ξημέρωνε αργά στου ήλιου τις κρυψώνες
κι αλάργευε η
ανατολή σε μιαν ανάσα δρόμο,
γιατί η νύχτα
πέζευε αγλύκαντη τη ζωή μας,
στεγνώναμε
στο στοχασμό τη μοναξιά του πάθους
κι η μέρα με
γκρίζο φως άρχιζε απ’ τον τελειωμό της.
Γύρισες.
Πάντα γύριζες
αργά σαν αμφιβολία και ελπίδα,
με μιαν αλύτρωτη ματιά και ίμερου ανατριχίλα,
γιατί μας
ξάφνιαζε στο φως η σύναξη των ονείρων,
την ομορφιά
μαντεύαμε στην έκσταση της σιωπής
και
μονολογούσαμε τη λύτρωση με δέος ελευθερίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου