του Γεωργίου Αλεξανδρή
Ξεχάστηκ’
απροστάτευτο κι ανέμελο παιδί,
στις στράτες
τ’ ουρανού, στου ήλιου τα αλώνια
κείθε του
φεγγαριού, των αστεριών πιο δώθε
παίζοντας με
τα όνειρα και τη ζωή μετρώντας.
Με
παραφύλαγαν θεοί και μ’ αποπήραν
που πέρασα την
πόρτα τους και μπήκα στις αυλές τους,
θαρρώντας
πως βεβήλωνα τα όσια κι ιερά τους
κι
απορημένος έφυγα πού τάχα να είχα φτάσει.
Έσκυψα κι
αφουγκράστηκα της γης την καλοσύνη,
ένιωσα την
ανάσα της να φτάνει απ’ τους ναούς της
κάλεσμα σε
θύμησες με προσευχές και ύμνους
κι ευτύχησα
στον κόρφο της και στο γλυκό της βλέμμα.
Ήταν μικρός ο
ουρανός τ’ όνειρο να χωρέσει.
Στα στήθια
της η γη το κράταγε ν’ αναπνέει.
Ξημέρωνε στα μάτια σου και η ζωή βιαζόταν
κι αφέθηκα στα χέρια σου
μαζί σου να τη ζήσω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου