Σελίδες

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

Ο φιλόπατρις

του Ανδρέα Κάλβου


α'.
Ω φιλτάτη πατρίς,
ω θαυμασία νήσος,
Ζάκυνθε· συ μου έδωκας
την πνοήν, και του Απόλλωνος
     τα χρυσά δώρα!       5

β'.
Και συ τον ύμνον δέξου·
εχθαίρουσιν οι Αθάνατοι
την ψυχήν, και βροντάουσιν
επί τας κεφαλάς
     των αχαρίστων.       10

γ'.
Ποτέ δεν σε ελησμόνησα,
ποτέ· ― Και η τύχη μ' έρριψε
μακρά απόσε· με είδε
το πέμπτον του αιώνος
     εις ξένα έθνη.       15

δ'.
Αλλά ευτυχής, ή δύστηνος
όταν το φως επλούτη
τα βουνά, και τα κύματα,
σε εμπρός των οφθαλμών μου
     πάντοτες είχον.       20

ε'.
Συ, όταν τα ουράνια
ρόδα με' το αμαυρότατον
πέπλον σκεπάζη η νύκτα,
συ είσαι των ονείρων μου
     η χαρά μόνη.       25

ϛ'.
Τα βήματά μου εφώτισε
ποτέ εις την Αυσονίαν,
γη μακαρία, ο ήλιος·
κει καθαρός ο αέρας
     πάντα γελάει.       30

ζ'.
Εκεί ο λαός ηυτύχησεν·
εκεί η Παρνάσιαι κόραι
χορεύουν, και το λύσιον
φύλλον αυτών την λύραν
     κει στεφανώνει.       35

η'.
Άγρια, μεγάλα τρέχουσι
τα νερά της θαλάσσης,
και ρίπτονται, και σχίζονται
βίαια επί τους βράχους
     αλβιονείους.       40

θ'.
Αδειάζει επί τας όχθας
του κλεινού Ταμησσού,
και δύναμιν, και δόξαν,
και πλούτον αναρίθμητον
     το αμαλθείον.       45

ι'.
Εκεί το αιόλιον φύσημα
μ' έφερεν· η ακτίνες
μ' έθρεψαν, μ' εθεράπευσαν
της υπεργλυκυτάτης
     ελευθερίας.       50

ια'.
Και τους ναούς σου εθαύμασα
των Κελτών ιερά
πόλις· του λόγου ποία,
ποία εις εσέ του πνεύματος
     λείπει αφροδίτη;       55

ιβ'.
Χαίρε Αυσονία, χαίρε
και συ Αλβιών, χαιρέτωσαν
τα ένδοξα Παρίσια·
ωραία και μόνη η Ζάκυνθος
     με κυριεύει.       60

ιγ'.
Της Ζακύνθου τα δάση,
και τα βουνά σκιώδη,
ήκουον ποτέ σημαίνοντα
τα θεία της Αρτέμιδος
     αργυρά τόξα.       65

ιδ'.
Και σήμερον τα δένδρα,
και τας πηγάς σεβάζονται
δροσεράς οι ποιμένες·
αυτού πλανώνται ακόμα
     η Νηρηΐδες.       70

ιε'.
Το κύμα ιώνιον πρώτον
εφίλησε το σώμα·
πρώτοι οι ιώνιοι Ζέφυροι
εχάϊδευσαν το στήθος
     της Κυθερείας.       75

ιϛ'.
K' όταν το εσπέριον άστρον
ο ουρανός ανάπτη,
και πλέωσι γέμοντα έρωτος
και φωνών μουσικών
     θαλάσσια ξύλα·       80

ιζ'.
Φιλεί το ίδιον κύμα,
οι αυτοί χαϊδεύουν Ζέφυροι
το σώμα και το στήθος
των λαμπρών Ζακυνθίων
     άνθος παρθένων.       85

ιη'.
Μοσχοβολάει το κλίμα σου,
ω φιλτάτη πατρίς μου,
και πλουτίζει το πέλαγος
από την μυρωδίαν
     των χρυσών κήτρων.       90

ιθ'.
Σταφυλοφόρους ρίζας,
ελαφρά, καθαρά,
     διαφανή τα σύννεφα
ο βασιλεύς σού εχάρισε
     των Αθανάτων.       95

κ'.
Η λαμπάς η αιώνιος
σου βρέχει την ημέραν
τους καρπούς, και τα δάκρυα
γίνονται της νυκτός
     εις εσέ κρίνοι.       100

κα'.
Δεν έμεινεν έαν έπεσε
ποτέ εις το πρόσωπόν σου
η χιών· δεν εμάρανε
ποτέ ο θερμός Κύων,
     τα σμάραγδά σου.       105

κβ'.
Είσαι ευτυχής· και πλέον
σε λέγω ευτυχεστέραν,
ότι συ δεν εγνώρισας
ποτέ την σκληράν μάστιγα
     εχθρών, τυράννων.       110

κγ'.
Ας μη μου δώση η μοίρα μου
εις ξένην γην τον τάφον·
είναι γλυκύς ο θάνατος
μόνον όταν κοιμώμεθα

     εις την πατρίδα.       115


Από τη συλλογή «Η Λύρα»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου