του Λορέντζου Μαβίλη
Καλότυχοι οι
νεκροὶ που λησμονάνε
την πίκρια της
ζωής. Όντας βυθίσει
ὁ ήλιος και το
σούρουπο ακλουθήσει,
μην τους κλαις,
ὁ καημός σου όσος και νάναι.
Τέτοιαν ώρα οι
ψυχὲς διψούν και πάνε
στης λησμονιάς
την κρουσταλλένια βρύση·
μα βούρκος το
νεράκι θα μαυρίσει,
ἂ στάξει γι᾿ αυτὲς δάκρυ όθε ἀγαπάνε.
Κι αν πιούν θολό
νερό ξαναθυμούνται.
Διαβαίνοντας
λιβάδια ἀπὸ ασφοδίλι,
πόνους
παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται.
Ἂ δε μπορείς παρά
να κλαις το δείλι,
τους ζωντανούς
τα μάτια σου ας θρηνήσουν:
Θέλουν μα δε
βολεί να λησμονήσουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου