Ένα κορίτσι
κρινοπλασμένο,
δεν με χωνεύει
το ορφανό,
δεν με χωνεύει
αχ! το καημένο,
γιατ' είμαι,
λέγει,
μελαχρινό.
Ένα μαχαίρι
πάρε, να σφάζει,
σχίσε το στήθος
και σαν ιδείς
πώς ἡ καρδιά
μου
μέσα μου
βράζει,
τότε βεβαίως
τότε θα πείς:
«Πρόσωπο που΄χει
μέσα στα στήθη
τέτοιο καμίνι,
θα δυνηθεί,
ωσὰν εμένα
άσπρο να μείνει,
δεν θα μαυρίσει,
δεν θα ψηθεί;
Σαν δεν σ' αρέσει
μαύρος να
μείνω,
σβήσε την
φλόγα,
και παρευθύς,
ενώ πασχίζεις
άσπρος να
γίνω,
και συ κοντά
μου
θα ζεσταθείς,
κι' όλους τους
άσπρους
θα σιχαθείς!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου