Σελίδες

Κυριακή 10 Αυγούστου 2014

Εν τη ρύμη του νόστου (απόσπασμα)



Χριστούγεννα των είκοσι λεπτών

Νύχτα Χριστουγέννων παραθαλάσσια
Με το κορίτσι της γειτονιάς
Στο παρκάκι δίπλα απ' την εκκλησία
Κατάστικτος λαθραίων αγγιγμάτων
Και ευχών
Να πίνεις στην υγειά
Νοσηλευόμενων ελπίδων
Υπέρ ευκρασίας να εύχεσαι
Ανήλικων ποιημάτων
Απελευθέρωσης Νυμφίων αιχμαλώτων
Και αποστηθίζοντας τον Ενεστώτα
Του ρήματος θα ζήσω
Ν' απομακρύνεσαι
Κουνώντας μου το χέρι
Ταχυδρομώντας μου φιλιά

Μέχρι που πια άλλο δε μ' έβλεπες
Μέχρι που πια ο κόσμος τέλειωνε

Ο δρόμος πάντα τελειώνει


Ωσεί παρών

Με ξόρκια που διαλύουν την αιθάλη και ξαστερώνουν την
όραση πέρασαν τα χρόνια.

Το ένα μου χέρι ύψωνα σε πολιτείες γυάλινες με ανθρώπους
που απ' το «χωρίς» προτίμησαν το «με»
αναρριχώμενο ιστίο επάνω από την θύελλα
την έλευση προφήτευε μιας νέας φράσης άφθαρτης
- πώς λέμε Εύκλειτος Πόνος -
Στ' άλλο μου χέρι κράταγα μια εξαρθρωμένη κούκλα
άνεργα τα μάτια της διαιώνιζαν
σε χρόνους παρατατικός τεμαχισμένων
εικόνων ρακή

Κι εσύ πάντα εκεί να με παιδεύεις
Σαν πετραδάκι στο παπούτσι να με ακολουθείς
Σταματά πια να με ρωτάς
Τι με ρωτάς, κουράστηκα
Πού θες να ξέρω με τι ριμάρει το «θυμάμαι»;


Αν έφευγες

Ανάπηρη θα ήταν η ψυχή μου
Αν άνεμοι τρικύμιζαν τα μάτια σου
Και χερουβίμ αρμένιζαν θρυμματισμένα
Σαν ψίθυροι θα χάνονταν στη χλόη
Τα τραγούδια
Αν μουσικές δεν άνθιζαν με το χαμόγελό σου

Πώς να στο πω;

Αν έφευγες
Μια εκκλησιά χωρίς Εσταυρωμένο
Θα ήταν η αγκαλιά μου


Λέω να φύγουμε μαζί

Γιατί η λιμνάζουσα ζωή
Συνομιλεί τις Κυριακές
Με αγάπες πεθαμένες

Κι ύστερα απ' το παράθυρο
Μέσα στο αγιάζι της νύχτας
Σχισμένα ποιήματα σκορπά
Που μοναχά τα αγάλματα
Κρυφά περισυλλέγουν
Για να σκεπάζουνε μ' αυτά
Της λαξευτής τους μοναξιάς
Το ανελέητο ψύχος

Γι' αυτό σου λέω
Θά 'ρθεις να φύγουμε μαζί;


Ιστορία αγάπης με άσχημο τέλος

Κι ενώ η παρέλαση των βροχερών ημερών σου
με στοίχιση πειθαρχική τελούνταν στην παραλία, άξαφνα
ομπρέλες από ευγενή μέταλλα φτιαγμένες άρχισαν
να αιωρούνται, κλιμακωτά γεωμετρώντας το τοπίο,
τον παρ' ολίγον θάνατο ν' ακινητούν.
           Ήτανε πια καιρός. Χρόνια τώρα η μονοσήμαντη ζωή
                               υπέφερε από ναυτία.
Ύστερα κατέφθασαν οι Αλκυονίδες τύψεις μιας πρώιμα
φευγάτης Άνοιξης που μες στο καταχείμωνο μεταμελούνταν,
εύκρατα παραμιλητά σε αυτοσχέδιους κήπους, λαθρεμπόριο φιλιών
στις στροφές των δρόμων και από κοινού η απόφαση
να παίξουμε τους δήμιους.

Φυλακίζαμε λοιπόν μες σε φωτογραφίες το κιόσκι που 'βλεπε
στο λούνα-παρκ, συνθήματα σε τοίχους ή στάσεις
λεωφορείων, ανορθόγραφες υποσχέσεις στα παγκάκια,
ματαιόδοξες αντανακλάσεις πρωινής λύπης πάνω σε
βρόχινα νερά, την ανοιγμένη μου παλάμη που σου θύμωνε
και πάντοτε το γέλιο μου -σου άρεσε το γέλιο μου-
ιδίως όταν το ξεναγούσες στη γενέθλια χώρα του.

Μόνο που η φωνή σου -σπασμένη και βραχνή όπως η
μνήμη των απωλειών- δραπέτευε μονίμως. Συνήθως
κάποιοι στίχοι, φίλοι καλοί απ' τα παλιά, της πρόσφεραν
κατάλυμα, μόνο για μια νύχτα. Άλλοτε «της Σαλονίκης
μοναχά της πρέπει το καράβι...» ή «... πήγε ο νους σας
στην Άνοιξη που είναι σκληρή για τα μικρά παιδιά;» και
πάλι κυνηγημένη έφευγε, για να κρυφτεί σε αιθρίας
ημιτόνια, στην απαρχή του έγχρωμου να απορήσει:
«πού με πηγαίνεις;».

Ένα απόγευμα μού ανήγγειλες την είδηση.
Κάποιοι απήγαγαν το πάρκο μας. Φανατικοί διώκτες
των θρησκευόμενων του Έρωτα, ιερόσυλοι αιρετικοί
εισέβαλαν στην προστάτιδα φυλλοβόλα περιοχή,
ασέλγησαν στις ώρες μας, λήστεψαν τις πατημασιές,
έσβησαν τα φανάρια.
Σκοτείνιασε! Δε σ' έβλεπα.
Δεν έχει μέρος πια για 'μάς, μονολογούσες.
Μας άφησαν τη θάλασσα, σου έλεγα.
Δεν έχει μέρος πια.
Σου έδειξα τη θάλασσα. Δε μ' έβλεπες.
Έχουν αφήσει και εμάς, σου φώναξα.
Είχες περάσει απέναντι. Δε μ' άκουγες.


Εις μάτην

Το νυστέρι του χρόνου πάντα κρυμμένο
Στο πέτο των αποχωρισμών
Κι όλοι εκείνοι στην άκρη της μέρας
Που κλαίνε κρυφά
Τυλιγμένοι στην αγρύπνια της μνήμης
Περιφέροντας την εφημερότητά τους
Να εναποθέτουν σε μελλούμενους καιρούς
Ένα μπουκέτο Ιούληδες
Που ψαχουλεύουν στην τσέπη τους
Μ' ένα κομμένο χέρι
Για εκείνο το χρυσό κλειδί
Που ανοίγει όλα τα χείλη
Και ρέουν φωσφορίζοντας
Τα έγχρωμα φιλιά


Παράφωνοι ντελάληδες

Σώματα αγίων και ποιητών
Μικρών κοριτσιών με αλλαγμένο τ' όνομα
Όταν τα αγαπούν
Και των βιβλίων οι ήρωες, όταν αναστενάζουν
Νεύουν μέσα από όνειρα που κάποτε συλήθηκαν
Καταλύουν τις ήρεμες συνήθειες του βλέμματος
Και ως σπαράγματα φωτός
Το βαθύ μπλε του λήθαργου
Με πτυχές χιτώνων και ολόλευκες λαμπάδες
Διασχίζουν

Αναχωρητές που αναζητούν την τέλεια αιθρία
Παράφωνοι ντελάληδες μιας Κυριακάτικης εκδρομής
Που όλο αναβάλλεται
Προσκυνητές και νοσταλγοί
Ενός παραδείσου παρθένου και ερημικού

Κι όμως η αιθρία παραμένει ακατοίκητη

Ας επιλέξουμε λοιπόν μια τόση δα μικρή καρδιά
Σ' όλη την οικουμένη
Κι ας περιφράξουμε εκεί το εδεμικό κηπίο

Προορισμός

Σαν φωτεινό πλεούμενο διασχίζω νύχτα τις σκιές
Ανταύγειες εωθινές ιχνογραφώ στων παγετώνων το τοπίο
Σώζω τις φλύαρες σιωπές, τα θαμπωμένα όνειρα
Στην πάχνη των φιλιών, τα χρώματα και τη βροχή
Στο άλμπουμ των ματιών σου
Τους καθρέφτες όλους θρυμματίζω
Έκπαγλη ν' ανατιναχτεί του Φθινοπώρου η τέφρα

Κι έρχομαι ως τα χρόνια σου

Για ν' ακουμπήσω βότσαλα, ερωτικές επιστολές
Μια ζωγραφιά του Λόρκα
Και να τυλίξω το αύριο με μαγικές κλωστές
Που έχει στην άκρη τους
Μια ηλιαχτίδα ανθίσει




Γιατί πολύ πονέσαμε

Κι άλλο ποτέ δε θέλησα από το να ραγίσω τη Μεγάλη Νύχτα
Ενός αιώνα βυθισμένου κάτω από σωρούς ονείρων
Και λυγμών και μέσα απ' τη μικρή σχισμή
Κήπους να ρίξω ηλιόφωτους σαν ωσαννά αιωρούμενα

Να φυγαδεύσω το λευκό στον ύπνο μιας γαρδένιας
Σε επίθυρα χεράκια να κρύψω το γαλάζιο
Και πάνω απ' τα ερείπια
Την τέφρα του θανάτου ν' αφανίσω

Γιατί πολύ πονέσαμε μες στο μακρύ χειμώνα
Κι ούτε ένα τριαντάφυλλο
Απ' την παλάμη του Θεού
Δε γλίστρησε στην άδεια αγκαλιά μας


Νυχτερινή περίπολος

Μ' όνειρα πάντα γαλανά
Στο πλάι της καρδιάς σου
Να ξέρεις θα κοιμάμαι
Μόνη στην άδεια κάμαρη
Σε πέπλους σκιάς καταχωμένη
Μόνη με τους αγγέλους μου
Σιωπηλή

Όμως, η μνήμη των ματιών σου
Πάντα θα κρύβεται στο μαξιλάρι μου
Επίμονη και τρυφερή

Και τα μαλλιά μου θ' αναδεύει

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου