Σελίδες

Κυριακή 10 Αυγούστου 2014

Ν' ανθίζουμε ως το τίποτα (απόσπασμα)


Ν' ανθίζουμε ως το τίποτα

Η αλήθεια είναι πως προσπαθήσαμε πολύ.
Γνωρίζαμε στο βάθος ότι η μνήμη άπιστη είναι
κι αν δεν συλλέγεις αποδείξεις, σε λίγα χρόνια σ' απατά.

Στοιβάξαμε κι εμείς τις μαδημένες μαργαρίτες
–είχαν ανακριθεί σκληρά
μέχρι να ομολογήσουν την τρισύλλαβη αυταπάτη–
κάπου ψηλά κρεμάσαμε και τ' άχρηστο κομποσκοίνι
–οι απελπισμένοι έρωτες το' χαν να ζουν ασκητικά–
σπάσαμε και το μελανοδοχείο του χειμώνα
μήπως γεμίσει η κάμαρη ξανά με χελιδόνια.

Τίποτα δεν ωφέλησε.

Ό,τι προφέραμε μαραίνονταν αμίλητο
λες κι η μικρόψυχη ζωή προβάριζε το θάνατο
πριν τη συνθλίψει ο χρόνος.
Τιμωρημένοι ισόβια στη σάρκινη ερημιά μας
μας έβαζαν να υποδυόμαστε πουλιά
μας μάθαιναν ν' ανθίζουμε ως το τίποτα
κι ανθεκτικοί στην ενοχή
τα «πάντα» ν' ανταλλάσσουμε με μιας στιγμής φιλί.


Επινοήσεις

Και ποιος θα άντεχε - μου λες; -
σ' αυτή την κρύα κάμαρα, σ' αυτά τα κρύα σεντόνια
να ξεπαγιάζει άυπνος και να κεντά
όπως εμείς, αγρούς στα μαξιλάρια
- από αυτούς που τρέχουν τα παιδιά
κι απ' το κυνηγητό τους λαχανιάζουν -
μήπως και αποκάμουμε, μήπως μας πάρει ο ύπνος
και λυτρωμένοι το πρωί ξυπνήσουμε
μ' ένα στεφάνι αγιάζι στα μαλλιά.


Η αληθινή μας ηλικία

Με ήχο εκκωφαντικό, αντίθετα προς τη φορά
των τρένων, θα πετάξουμε.
Μπροστά περνώντας από τις προσόψεις των κτηρίων
τις ραγισματιές θα επιδέσουμε που αιμορραγούν
νήματα της ομίχλης
φεγγίζουν σάρκα αφίλητη και μούχλα ανάμεσα
στα δάχτυλα
- τόπο αγαπημένο να νυκτερεύει την αϋπνία της
η μνήμη.

Στάζει και νότισε η ζωή άχρηστες ώρες μιας ψυχής
αποκλεισμένης από τον εαυτό της.

Ίσως πια τίποτα δεν είναι αληθινό
παρά μονάχα οι κάθετες λουρίδες ενός γαλάζιου
ορίζοντα
πίσω απ' τα κάγκελα αυτής της κρύας φυλακής.
Και πού να θυμηθείς κάποιον να μας μιλήσει βάσιμα
για την καταγωγή των κίτρων
ή σε ποιον χρωστάμε τη συμπαγή απελπισία
όταν ο έρωτας εκτίει την ποινή του
και ποια είναι άραγε η πραγματική μας ηλικία
αφού στις τσέπες κρύβουμε τα χέρια μας
μ’ όλους αυτούς τους γυάλινους βόλους
που ακόμα ευωδιάζουν αλάνα κι αγριόχορτο.


Παλαιοπώλης νους

Οφείλαμε έναν επίλογο στα μάταια συνθήματά μας
μία αλήθεια ασήμαντη σαν πάθος σιωπηλό
που άξαφνα ομολογήθηκε.

Κάποτε αυτοί που αγαπήσαμε θα μας επέστρεφαν στον εαυτό μας
θα ανακαλύπταμε ξανά το αίμα μας ξεχασμένο σε ασθενοφόρα ενθύμια
να ξενυχτά σαν πυρετός σε μέτωπο παιδιού.

Έναν επίλογο αγορασμένο απ' τον παλαιοπώλη νου
που ανάμεσα σε καρτ ποστάλ, κλουβιά για ωδικά πτηνά
και φράσεις που αχρήστευσε η παντομίμα του θανάτου
γνωρίζει σε μπουκαλάκια γυάλινα αξίας ευτελούς
την πανάκριβη σκόνη των ημερών να φυλακίζει.


Στο κατηχητικό της ενορίας

                                                            «... και είπεν αυτώ ο Ιησούς αμήν λέγω σοι,
                                                  σήμερον μετ' εμού έση εν τω παραδείσω».
                                                                          ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑ (κγ', 43)

Χρόνια πολλά αφότου ονομάσαμε τους ήρωες λιποτάκτες
διορίσαμε υπεύθυνο στο κατηχητικό της ενορίας τον ληστή
που ήξερε να διηγείται γλαφυρά τους πληκτικούς του περιπάτους στον αδειανό Παράδεισο
- πολλά τα ερημικά ουσιαστικά στο λεξικό όπως:
καταπακτή, φεγγάρι, αγκαλιά
όμως αυτός
το πιο αραιοκατοικημένο.

Γι' αυτό κι εκείνος
αφού τους διάβαζε τους βίους των αγίων, αγρίων και αθλίων παθών
έβαζε τα μικρά παιδιά να ξύνουν τα μολύβια τους
μήπως και μάθουν να ζωγραφίζουν ζέφυρους
που δε μαραίνουν τα φθινόπωρα
κι απ' τα φτερά μιας αλκυόνας ν' αντιγράψουν
το πέταγμα έξω απ' τη φθορά.

Για το διάλειμμα τους υποσχόταν κυνηγητό με τον μικρό Ιησού∙
εκείνα κάνανε ησυχία κι αυτός πάντα κρατούσε το λόγο του.


Στο μάθημα των αποχωρισμών

Τις νύχτες τα παράθυρα χάσκουν απορημένα
κορνίζες για τοπίο γυμνό
με ίσκιους που δε θυμούνται πια
σε ποιους σταθμούς αφήσαν τις ρυτίδες τους.
Αν είχαν τουλάχιστον μια φωτογραφία που να 'δειχνε έστω και θολά
κάποιον απ' όσους αγάπησαν
ίσως και ν' αναγνώριζαν στα μάτια του κάτι απ' το πρόσωπό τους.

Η θλίψη κάθε βλέμμα αλλιώτικα το επιχρυσώνει.
Τα αγάλματα, μόνον αυτά, ίσως κι οι φανοστάτες
-θαμώνες μόνιμοι σε πάρκα και πλατείες-
μπορούν να το διακρίνουν.

Τις νύχτες τα παράθυρα αχνίζουν εφιάλτες
φυσούν εμυστηρεύσεις και απειλές στους διαδρόμους του Θεού
-ποιος επινόησε το γήρας τής ημέρας;-
γίνονται μαυροπίνακες και στο μάθημα των αποχωρισμών

την ορθογραφία διδάσκουν στη λέξη «εξοικείωση».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου