Σελίδες

Δευτέρα 11 Αυγούστου 2014

Λουκάς Νικολαίδης: Μπήκα στης κατεψυγμένης Ιστορίας το κονάκι, την ώρα που Εκείνη απλόχερα μοίραζε χαμόγελα, πλατοχαϊδέματα και δώρα.


Ψάχνω

Όταν στα αψηλά ανέβηκα,
στου ΄Ηλιου τα παλάτια,
του κόσμου την ασκήμια αντίκρυσα,
κι ανήμπορος,
στα ύψη τα δυσθεώρατα,
εθρόνιασα τη θλίψη...
Του Φεγγαριού η Αγνότητα
που φώτιζε Αγάπες,
θρύψαλα κεραυνού απόγινε
κι απρόσμενη Αντάρα.
Και οι αγέρηδες,
πιό δυνατοί από ποτέ,
μες το καμίνι των καιρών,
σαϊτεύοντας αδέσποτες νεφέλες,
χαλκέψαν τους Ατίθασους παλμούς τους.
Μακριά, εξώκοσμες φωνές
μες το στερνό κροτάλισμα της μπόρας,
εσίγησαν και καταλάγιασαν,
στον κόρφο ενός κυμάτου.
Δείλι,
και στου μυαλού μου τα κατάστιχα,
ψάχνω να βρω Αγάπες...

Λήθη

Μπήκα στης κατεψυγμένης Ιστορίας το κονάκι,
την ώρα που Εκείνη
απλόχερα μοίραζε χαμόγελα,
πλατοχαϊδέματα και δώρα.
Ένοιωσα πως μου ήτανε γνωστή
από κάποιες εκατοντάδες χρόνια πριν,
κάπου από της Αμφίκλειας τα μέρη.
Με κοίταξε περίεργα 
και με ύφος υπερφίαλο με ρώτησε,
τι  τάχα να εγύρευα εκεί...
Απόρησα  και αποκρίθηκα...
"Μα, των σκοτωμένων τα κορμιά αναζητώ,
γιατι η Γη εγέμισε από μνημούρια αδειανά,
με δάφνες...μαραμένες."
Σιώπησε...
Τη σκοτεινή μεριά του πέλαγου
μου έδειξε,
εκεί, που το κύμα μούσκευε,
των Ψαρών...το σκούρο βραχονήσι!

Αισθήματα ανείπωτα

Τώρα που καταχτήθηκε
ο κόσμος ολάκερος,
πάνω στο μουτζουρομένο χαρτί,
δυό στίχοι θα γίνουνε θρόνοι
γιά να καθήσουν σ' αυτούς,
αναγνώστες ρακένδυτοι.
Φόβοι σκοτεινοί
μέσα από τη μαυρίλα του δάσους,
θα αντανακλούν
σαν σκουρόχρωμο ανοιξιάτικο δείλι...
Κι εγώ,
αφού μετατρέψω σε τραγούδι το γέλιο μου,
με την σκιά μου,
θα φράξω τον δρόμο του ΄Ηλιου
από τα μάτια μου....
Τότε, ακόμα και αυτοί
που με αμόλευτη άσπρη μπογιά
γεμίσαν τους τοίχους
με συνθήματα ανόητα,
θα τραγουδήσουν μαζί μου
γιά ανθοστόλιστους ΄Ερωτες,
με αισθήματα ανείπωτα


Ελπίζω..ελπίζω..ελπίζω

Μέσα μου,
σαν από βάραθρο άναρχου γκρεμού,
κυκλοφορούνε ένστικτα μικρά 
που αγαπάνε,
και μιά γαλήνη απέραντη,
ψάχνει,
της αμίλητης πιά πηγής,
τα μυστικά να ξεδιαλύνει...
Συνήθησα πιά να σέρνομαι
σε πόλεις αφιλόξενες και αδειανές,
μ' ένα κομμάτι νύχτας στο χέρι το δεξί,
και ολίγη μέρα,
στο άλλο μου το χέρι.
Με την ανάσα μου,
αποσβαίνω τις ντροπές,
και με της σιωπής μου το στιμόνι,
υφαίνω όνειρα πολλά,
σε χρώμα κι άρωμα του Φεγγαριού λουσμένα.
Μέσα στου σκοταδιού τα πλέγματα,
βαδίζω Αδιάφθορος,
ακούγοντας τη χλόη που θεριεύει
κάτω από των άστρων τη σκιά,
φράζω ανάσες, σκέψεις και μιλιά.
κι Ελπίζω...ελπίζω...ελπίζω!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου