γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας
Αλήθεια πόσο πολύ μπορεί να επηρεάσει η ποίηση ενός αυτόχειρα ποιητή την εξέλιξη μιας νέας Ποιήτριας. Πόσο βαθειά, στο ανεξερεύνητο δάσος της ποίησης μπορεί να οδηγήσει τα βήματά της; Αγαπητοί μου φίλοι η κα Αλεξάνδρα Κωστάκη είναι μια νέα στον χώρο της συγγραφής, ποιήτρια που όπως και η ίδια αναφέρει πολύ εύστοχα: «Καθοριστικό ρόλο για την ουσιαστική ενασχόλησή της με την ποίηση, υπήρξε η συγγραφή δοκιμίου, με θέμα τη ζωή και το έργο του Κ. Καρυωτάκη στη σκιά του Μεσοπολέμου και τίτλο: Έρωτας και ποίηση στα χρόνια της παρακμής- Μ. Πολυδούρη για Κ. Καρυωτάκη: «Αγάπησα ένα ποιητή κι όχι έναν ήρωα»
Αλήθεια πόσο πολύ μπορεί να επηρεάσει η ποίηση ενός αυτόχειρα ποιητή την εξέλιξη μιας νέας Ποιήτριας. Πόσο βαθειά, στο ανεξερεύνητο δάσος της ποίησης μπορεί να οδηγήσει τα βήματά της; Αγαπητοί μου φίλοι η κα Αλεξάνδρα Κωστάκη είναι μια νέα στον χώρο της συγγραφής, ποιήτρια που όπως και η ίδια αναφέρει πολύ εύστοχα: «Καθοριστικό ρόλο για την ουσιαστική ενασχόλησή της με την ποίηση, υπήρξε η συγγραφή δοκιμίου, με θέμα τη ζωή και το έργο του Κ. Καρυωτάκη στη σκιά του Μεσοπολέμου και τίτλο: Έρωτας και ποίηση στα χρόνια της παρακμής- Μ. Πολυδούρη για Κ. Καρυωτάκη: «Αγάπησα ένα ποιητή κι όχι έναν ήρωα»
Γεννήθηκε στην Πρέβεζα, λίγο
μακρύτερα από το σημείο που ο ποιητής Κ. Καρυωτάκης έθεσε τέλος στη ζωή του.
Για την σχέση της αυτή, για την ποίηση αλλά
και την πατρίδα της την όμορφη πόλη της Πρέβεζας ξεδιπλώνει με ιδιαίτερα παραστατικό
τρόπο τις σκέψεις της και μας αποκαλύπτεται όπως το άρωμα της Μανόλιας και του Ευκαλύπτου.
Ποιήματά της δημοσιεύτηκαν σε
διαδίκτυο, φιλοξενούνται σε ποιητικές σελίδες αλλά και στο τοπικό τύπο με το ψευδώνυμο ‘Μανόλια’,
ενώ βρίσκεται στον δρόμο της έκδοσης η πρώτη της ποιητική συλλογή με τον τίτλο:
«Μανόλιες και ευκάλυπτοι».
1.
Κυρία Αλεξάνδρα όπως χαρακτηριστικά
έχετε αναφέρει καθοριστικό ρόλο για την ενασχόλησή σας με την ποίηση αποτέλεσε
η συγγραφή δοκιμίου, με θέμα τη ζωή και το έργο του Κ. Καρυωτάκη στη σκιά του
Μεσοπολέμου και τίτλο: Έρωτας και ποίηση στα χρόνια της παρακμής- Μ. Πολυδούρη
για Κ. Καρυωτάκη: «Αγάπησα ένα ποιητή κι όχι έναν ήρωα» Θέλετε να αναφερθείτε
εκτενέστερα σε αυτό;
Με
μεγάλη μου χαρά. Κατ’ αρχήν σας ευχαριστώ πολύ για την φιλοξενία, τόσο των
στίχων μου, όσο κι εμού προσωπικά μέσω της παρούσης συνέντευξης που με τιμά ιδιαίτερα.
Είναι
το τρίτο καλοκαίρι, από τότε που άρχισα να γράφω ένα απλό αφιέρωμα για τον ποιητή
Κ. Καρυωτάκη, για χάρη ομάδας βιβλίου στο face book, όπου και η
διαχειρίστρια καθώς και πλειοψηφία των μελών ήσαν λάτρεις του Καρυωτάκη. Μέχρι τότε,
πειραματιζόμουν με τη Λογοτεχνία και ειδικότερα την ποίηση, ανανέωνα τις
γνώσεις μου γύρω από σημαντικούς εκπροσώπους
της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και απολάμβανα περισσότερο να διαβάζω ποίηση. Γιατί;
Γιατί σε λίγες αράδες μόνο, συμπυκνώνει
τόση σοφία, απόλαυση και γνώση, αντιλαμβάνομαι
και νιώθω τόσο πολλά πράγματα για τον άνθρωπο και τη ζωή, χωρίς
να βαριέμαι, χωρίς να κουράζει. Αντιθέτως,
κάποτε είναι πολύ χαλαρωτική όσο και αφυπνιστική
ή πολύτροπα… απογειωτική. Είχα αρχίσει
να δημοσιεύσω τα πρώτα μου ποιήματα στον
τοπικό τύπο και στο διαδίκτυο, δειλά- δειλά (το άγχος και η ανασφάλεια του
πρωτάρη ερασιτέχνη βλέπετε), όταν η πρόταση της συγγραφής του αφιερώματος αυτού
παρουσιάστηκε σαν πρόκληση, ίσως και
σαν πρόλογος φιλόδοξου εγχειρήματος για
συνέχιση της συγγραφικής πορείας, που ακόμη ήταν αβέβαιο προς τα πού θα έκλινε
ο δείκτης, αφού η συγγραφική μου δραστηριότητα ήταν ακόμη στα σπάργανα.
Κυριότερα, θεώρησα πως είχε έλθει η ώρα να υπερασπιστώ κι εγώ - το είχα πάντα
κατά νου, κάτι σαν υπόσχεση στον ποιητή- με απτά επιχειρήματα κι αποδείξεις,
τον αυτόχειρα ποιητή της Πρέβεζας που
θαύμαζα. Ήταν ακόμη μια ευκαιρία να δώσω
υλική υπόσταση στην αγανάκτησή μου για την παθητικότητα και την ένοχη ανοχή
όλων μας απέναντι στις αυτοκτονίες του καιρού της κρίσης (που συνεχίζονται
δυστυχώς) και να αποδείξω ότι ο αβασάνιστος ισχυρισμός «τρελός» για κάθε αυτόχειρα, είναι αυθαίρετος, άδικος και ανήθικος , αφού
χρησιμοποιείται πολλάκις σαν προκάλυμμα της άγνοιας και των μη ανειλημμένων ευθυνών από μέρους της κοινωνίας, ως παθητικού θεατή. Για το πόνημα
αυτό χρησιμοποίησα όσα βιβλία βρήκα στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Πρέβεζας, στα
βιβλιοπωλεία και φυσικά πληροφορίες από το
Διαδίκτυο, πράγμα που σήμαινε πολλή και
υπεύθυνη δουλειά, με αμέριστη αγάπη. Παρέλασαν στα μάτια του νου πολλές ιστορικές
εποχές και συγκυρίες- ειδικότερα του Μεσοπολέμου- καταστρεπτικοί παγκόσμιοι
πόλεμοι, η καταστροφή της Σμύρνης και το πρόβλημα των ποντίων προσφύγων στο νέο
Ελληνικό κράτος, πάμπολλες κοινωνικές και πολιτικές αναταράξεις και εξελίξεις, παρέα με την
σύντομη Μπελ-επόκ και τη βιομηχανική επανάσταση, με την εξέλιξη της επιστήμης
και της τεχνολογίας. Και μέσα σε όλα, πνευματικοί άνθρωποι, ξεχωριστές
προσωπικότητες των γραμμάτων, ειδικότερα
σπουδαίοι ποιητές ανήκοντες σε
διάφορες ποιητικές γενιές, σχολές και ρεύματα, να καταθέτουν με μεράκι στο χαρτί την ξεχωριστή
εμπειρία και πρόσληψη των γεγονότων της εποχής τους. Δε γινόταν να μην κολυμπήσω στη θάλασσα αυτής
της ποίησης, δε γινόταν να μη γοητευθώ τόσο, ώστε ξεπερνώντας τους όποιους
ενδοιασμούς, να συνεχίσω να γράφω και να εκφράζομαι με ποιήματα κατά κύριο
λόγο. Το τελικό αφιέρωμα, όντας μεγάλο, δημοσιεύτηκε σε τρία κομμάτια σε
διαδικτυακό περιοδικό και βρήκε θετική ανταπόκριση. Ιδιαίτερα άρεσαν τα
στοιχεία από την προσωπική ζωή και την αδιέξοδη
σχέση των τραγικών εραστών
Καρυωτάκη- Πολυδούρης. Εξάλλου, το βιβλίο της Λιλής Ζωγράφου «Κώστας Καρυωτάκης- Μαρία
Πολυδούρη και η αρχή της αμφισβήτησης» όπου υπάρχουν αυτούσια τα λόγια της Πολυδούρη για τον Καρυωτάκη που διάλεξα για τον τίτλο, ήταν και η αφόρμηση
της ανωτέρω πρώτης συγγραφικής μου προσπάθειας. Αργότερα, στο υπάρχον κείμενο,
πρόσθεσα κι άλλα κεφάλαια σχετικά με την ποίηση, την πολιτική και κοινωνικο-πολιτιστική κατάσταση των
χρόνων εκείνων, τόσο στην Ευρώπη και Ελλάδα, όσο και στην Πρέβεζα, ‘το έρμο
νησί’ που σφραγίστηκε ανεξίτηλα με την τελευταία ανάσα του αυτόχειρα ποιητή με τον αντιηρωικό, αντιιδανικό χαρακτήρα, κάτω από έναν
ευκάλυπτο, στον όρμο «Βαθύ» του Αμβρακικού. Κι αν δεν «κομίζω γλαύκας εις Αθήνας» τελικά, προσπάθησα όμως να δημιουργήσω
ένα αξιοπρεπές βιβλίο, επαρκές βοήθημα για κάθε ενδιαφερόμενο αναγνώστη,
‘σχεδιάζοντας’ μια όσον το δυνατόν αυθεντική προσωπογραφία του ποιητή αλλά και
ανθρώπου Καρυωτάκη, στη σκιά του Μεσοπολέμου, παραθέτοντας απροκατάληπτα , εκτός των άλλων, απόψεις τόσο των θαυμαστών όσο και των
επικριτών του.
2.
Γράφετε ποιήματα και τα δημοσιεύετε
με το ψευδώνυμο «Μανόλια». Δεν μπορώ να
υποθέσω ότι είναι κάτι εντελώς τυχαίο αλλά μια συνειδητή επιλογή. Πως το
επιλέξατε;
Ορθά
το αντιληφθήκατε. Δεν είναι τυχαίο το ψευδώνυμο «Μανόλια». Αρχικά ήταν απλώς ο τίτλος
αγαπημένου τραγουδιού του πατέρα μου,
οπότε μετά τον αιφνίδιο θάνατό του, έγινε ένας
προσωπικός, πολύτιμος σύνδεσμος
ανάμεσά μας, δεδομένης και της τότε άρνησής μου να δεχτώ και να
ξεπεράσω τον πρόωρο χαμό του. Για μένα
σήμαινε βέβαια ακόμη, ένα πολύ αγαπημένο
μου λουλούδι που συμβόλιζε μεν με την
ομορφιά και το υπέροχο άρωμά του την Άνοιξη και τη ζωή, αλλά συγχρόνως, με την τόσο μικρή
διάρκεια του ανθού του, μου θύμιζε τη
φθορά και τον θάνατο. Η λέξη πια εγκαταστάθηκε σαν επίσημο ποιητικό μου
ψευδώνυμο και ποιητικό σύμβολο, βλέποντας τις μανόλιες να χρησιμοποιούνται κατά
κόρον σαν καλλωπιστικά δέντρα σε
δρόμους, πεζοδρόμια, πλατείες και παντού στην πόλη μου, ενώ είχε αρχίσει ήδη
από καιρό η κοπή των ευκαλύπτων, συμπεριλαμβανομένων δυστυχώς και των ευκαλύπτων του χώρου όπου αυτοκτόνησε
ο Καρυωτάκης, στο ‘Βαθύ’. Ένα είδος ακαθόριστης αλλαγής κι αντικατάστασης
ή εγκατάστασης νέας τάξης πραγμάτων ένιωσα να συνειδητοποιώ, ακόμη και στο φυσικό περιβάλλον, με νωπό το στοιχείο
της απατηλά προεξοφλημένης προσδοκίας, περιβεβλημένης με ένδυμα ελπιδοφόρο δήθεν, παρά την ίδια
δυσωδία αποσύνθεσης, πράγμα που
αποτυπώθηκε νομίζω και στην ποίησή μου.
3.
Κάπου διάβασα ότι το σπίτι που γεννηθήκατε απείχε
ελάχιστα από το σημείο που έθεσε τέλος στη ζωή του ο ποιητής Κ. Καρυωτάκης. Τι
συναισθήματα παράγει τούτη η κατάσταση σε μια ποιήτρια σαν εσάς;
Ναι,
η παραλιακή παρά τον Αμβρακικό οδός του Αγίου Σπυρίδωνος, από το όνομα του
αγίου που γιορτάζει στο διπλανό ξωκλήσι, αρχίζει από την περιοχή Νοσοκομείου
και περιλαμβάνει τις κοντινές τοποθεσίες ‘Πευκάκια’, ‘Βρυσούλα’ , ‘Ναυτικό
μουσείο’ (πρώην ‘Παλαιά Σφαγεία’) με τα υπολείμματα του μεγάλου ενετικού
ελαιώνα απέναντί του, τη Ναυτική Σχολή,
το εκκλησάκι του αγίου Σπυρίδωνα και την περιοχή ‘Βαθύ’, γύρω από τον ομώνυμο
όρμο-λιμνοθάλασσα. Εκεί, έξω από στρατιωτική περιοχή –φυλάκιο καυσίμων, κάτω
από τη σκιά ευκαλύπτων (τέως, μα με την ελπίδα
υπόσχεσης για νέα δενδροφύτευση στην περιοχή),
βρίσκεται αναρτημένη μαρμάρινη
επιγραφή που πιστοποιεί το μέρος που άφησε την τελευταία του πνοή ο ποιητής Κ.
Καρυωτάκης. Αυτή όλη η περιοχή ήταν και εξακολουθεί να είναι πάλι, η γειτονιά
μου και … όλη μου η ζωή σχεδόν. Εδώ, στις όχθες του Αμβρακικού, είδα το φως,
πρωτάκουσα το κρώξιμο των γλάρων και το ούρλιασμα του ανέμου σαν περνούσε από
τις συστάδες των ασημοπράσινων φύλλων των αιωνόβιων δένδρων. Έτσι, ήταν
αδύνατον να μείνω αδιάφορη στο γεγονός
που έλαβε χώρα εδώ και 86 χρόνια πριν. Σαν ήμουν μικρή, ήταν απαγορευτικό να
μιλήσουμε για τον «τρελό» ποιητή που είχε αυτοκτονήσει. Ήταν η σιωπή που
επιτάσσει συνήθως η ανέχεια, η άγνοια και
ο φόβος που αυτά συνεπάγονται στην ψυχή των
απλών βιοπαλαιστών γεννητόρων, που (χρόνια πριν όπως άλλοι πολλοί), φθάσανε στο
‘πέρασμα’ της Πρέβεζας, κατοίκισαν στις παρυφές της πόλης και ζήσανε
με αξιοπρέπεια και ήθος διεκδικώντας το όνειρο μιας νέας, καλύτερης ζωής. Η περιέργειά μου, συνοδευμένη με δισταγμό-
κάποτε με φόβο- έφτανε στα ύψη. Μεγαλώνοντας,
βρέθηκα σε σχολικές εκδηλώσεις, απορημένη κι έκπληκτη, να απαγγέλλω ποιήματα ενός καταξιωμένου πια, σπουδαίου ποιητή, του
Κ. Καρυωτάκη, που όμως δεν γνώριζα κάτι παραπάνω για τη ζωή, το έργο και τους λόγους που τον
οδήγησαν σε πρόωρο θάνατο. Αργότερα βέβαια χαιρέτισα με ενθουσιασμό την είσοδο του ποιητή στα σχολικά βιβλία, ήταν
μια νίκη κι αυτό. Φυσικό επακόλουθο
των μπερδεμένων, αντιφατικών συλλογισμών και της αμφισβήτησης των χρόνων
της εφηβείας, ήταν η ανήσυχη σκέψη και ασίγαστη επιθυμία για προσωπική έρευνα, γνώση και εξαγωγή
συμπερασμάτων. Τα επόμενα χρόνια που
μεσολάβησαν ώσπου να διαμορφώσω κατόπιν μελέτης μια τελική αντιπροσωπευτική –
κατά το δυνατόν- εικόνα, επικρατούσε
μέσα μου μια τεράστια γκάμα
συναισθημάτων με κυρίαρχη όμως την πεποίθηση πως επρόκειτο για παρεξηγημένο άτομο, που δεν είχε
ερμηνευτεί απόλυτα σωστά. Ακράδαντη
βέβαια παρέμενε πάντα και η προκατάληψή μου απέναντι στις προκατασκευασμένες
ετικέτες που κολλούν οι άνθρωποι ασυλλόγιστα σε κείνους, των οποίων η συμπεριφορά κι ο εν γένει τρόπος και φιλοσοφία ζωής είναι διαφορετικά, μη
συνάδοντας με τη δική τους. Ιδιαίτερα σε όσους τολμούν να μην καταδικάζουν τη ζωή
τους να υπομένει υποκριτικά στάτους κβο
ζωής που υποβαθμίζουν, υποτιμούν και ευτελίζουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια
(χωρίς να θεωρηθεί ότι υπερθεματίζω την
αυτοχειρία φυσικά). Τώρα που ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να γράψω -σε ρόλο
επίδοξης ποιήτριας (;)- για τον μελαγχολικό ποιητή, νιώθω απλά απελευθερωμένη,
αφού κράτησα την υπόσχεσή μου.
4.
Παρ΄ όλο όμως που ο Καρυωτάκης
έπαιξε τον καθοριστικό ρόλο για να ασχοληθείτε με την ποίηση, στα ποιήματά σας
βρίσκω έντονες επιρροές από τον Αλεξανδρινό ποιητή Κ. Καβάφη; Ορισμένα ποιήματα
δε : Θερμοπύλες, Απολείπειν, Εάλω η πόλις, με ταξιδεύουν στην Καβάφια ποιητική
οδό;
Μαζί
με τον Καρυωτάκη, είναι οι πλέον αγαπημένοι μου, τόσο πολύ και καλά περασμένοι στην καρδιά και στο νου μου, που ακόμη και χωρίς να το έχω διανοηθεί, ξεπηδούν συχνά και αποκαλύπτονται στη γραφή
μου, βάζοντας την υπογραφή τους. Άλλωστε, ποιος
μπορεί να μείνει ασυγκίνητος -παρά
τις μεταξύ τους διαφορές- από τη διαχρονική γοητεία, τον άκρατο
σκεπτικισμό, την ειρωνική αποστασιοποίηση και τη σαρκαστική διάθεση που
άπτονται των ποιητικών τους λόγων; Ποιος μπορεί να αρνηθεί την κατανόηση
των ανθρωπίνων παθών και αδυναμιών του Καβάφη ή τον αυτοσαρκασμό του, ο
οποίος φανερώνεται δριμύτερος στον Καρυωτάκη, σαν ένας λυγμός που κρύβει δάκρυα
πικρά, με κόπο εμποδισμένα προτού κυλίσουν και φανερωθούν; Πολλές φορές
νιώθω την ανάγκη- χωρίς διάθεση αντιγραφής ή μίμησης- να κάνω διάλογο μαζί τους
για θέματα της εποχής τους, αλλά και να κάνω συσχέτιση, παραλληλισμό με
καταστάσεις της σημερινής ζωής πιασμένη
από μια ποιητική τους λέξη. Το «εάλω η πόλις» γράφτηκε καθαρά για τα αθώα
χρόνια, τους παιδικούς συνοδοιπόρους μας στη ζωή, τους συμμαθητές μας και
για τα όνειρα τα νεανικά, καθώς και το μετέπειτα ξεγέλασμα και ξεπούλημά τους,
την τραγικότητα της διάψευσης.
5.
Ας φύγουμε όμως λίγο από τον χώρο
της ποίησης. Υπήρξατε νηπιαγωγός. Η σχέση σας με τα μικρά παιδιά μπορεί να μας
κάνει καλύτερους ανθρώπους;
Ποιος,
αλήθεια, θα μπορούσε να ισχυρισθεί το αντίθετο; Το να συνυπάρχει κανείς στον
ίδιο χώρο με παιδιά και μάλιστα με την ιδιότητα του παιδαγωγού-δασκάλου, είναι
πολύτιμο περισσότερο για κείνον, μαθαίνει κανείς τόσο
σπουδαία πράγματα από τα παιδιά, που δεν φαντάζεται. Όσο περισσότερο
προσπερνάμε την ηλικία της αθωότητας, τα παιδικά μας χρόνια, και βυθιζόμαστε
στις αμφίβολες ‘αξίες’ της εκάστοτε προγραμματισμένης συντεταγμένης γνώσης, αλλά
και των παραγόμενων ‘αγαθών’ του πολιτισμού μας, τόσο νιώθω πως ξεχνάμε στην
ουσία τον άνθρωπο, απομακρυνόμαστε από τον καθαρό σκοπό, το νόημα της ύπαρξής
μας, που είναι η αγάπη. Αγάπη για τον συνάνθρωπο, το περιβάλλον, την πλάση
ολόκληρη και το Δημιουργό. Το παιδί -πόσο μάλλον στα τρυφερά χρόνια του
νηπιαγωγείου- με την συγκινητική αφέλεια, την ειλικρίνεια και καθαρότητα των
συναισθημάτων, τις άδολες εκδηλώσεις αγάπης, τον αυθορμητισμό στις αντιδράσεις,
που δεν υποτάσσονται ακόμη στα μέτρα της
λογικής των μεγάλων (γεμάτη κενοδοξία κι εγωισμό), αλλά υπαγορεύονται ακόμη από τον μαγευτικό και
φιλόξενο κόσμο του, είναι πολλές φορές, όχι μόνον χαριτωμένη αφορμή αναπόλησης της χαμένης μας παιδικότητας, αλλά
και παράδειγμα ψυχικού μεγαλείου και ταπεινότητας προς μίμηση. Πολλοί σήμερα, ανάμεσά τους και οι ποιητές,
διατείνονται ότι υπάρχει ανάγκη να
προσεγγίσει ο άνθρωπος την παιδική του φύση, να διατηρεί την επαφή με το παιδί που υπάρχει
μέσα του, χωρίς να το θυσιάζει στο βωμό της σοβαροφανούς εκλογίκευσης του
ισχυρού, παντοδύναμου δήθεν ‘εγώ’ του. Εξάλλου, τυχαίο είναι πως κι ο ίδιος ο
Χριστός είπε: “εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα
παιδία, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών”;
6.
Εσάς πόσο σας επηρέασε;
Και
θετικά και αρνητικά. Θετικά, γιατί το να ζει κανείς καθημερινά με τα παιδιά και
να μοιράζεται τον περισσότερο δημιουργικό τους χρόνο, παρά τις πολλές δυσκολίες,
είναι συναρπαστικό και προνομιούχο. Μαγεύεται,
γίνεται ένα σιγά- σιγά με τον κόσμο τους, κι αν τύχει της αποδοχής και
ανυστερόβουλης αγάπης τους, γίνεται
κομμάτι του. Δεν ξέφυγα κι εγώ από αυτό φυσικά. Όταν βγήκα στη σύνταξη μετά από
27 χρόνια, ήταν πολύ δύσκολο, σαν να χάραζα καινούριο δρόμο ζωής σ’ έναν άγνωστο κι επικίνδυνο για την
ψυχοσύνθεσή μου κόσμο, που όπως αποδείχτηκε στην πράξη, δεν γνώριζα καλά.
Πράγμα που με φέρνει στο αρνητικό κομμάτι, της αποστέρησης, αφού δεν γινόταν
πια να επικοινωνήσω με τον τρόπο που
είχα συνηθίσει, όταν η καταλυτική επίδραση των παιδιών κάλυπτε τα κενά, σα να
μην υπήρχαν. Επόμενες λοιπόν οι συχνές παρεξηγήσεις, οι συγκρούσεις, η
πνιγηρότητα κι η αναζήτηση νέων
ενδιαφερόντων για κρατήματα της νέας ζωής.
Το πρώτο ήταν η ενασχόληση με την ποίηση. Ακολούθησε η προσφορά εθελοντικής
εργασίας σε δραστηριότητες-εκδηλώσεις
της Δημοτική Βιβλιοθήκης, συλλόγους αλληλεγγύης γενικότερα και ομάδες
προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος.
7.
Είστε θρησκευόμενο άτομο; Είναι
αναγκαία η θρησκεία, η πίστη στην ζωή μας; Εδώ δεν θα ήθελα να συγχύσουμε την
πίστη με την θρησκοληψία. Την άποψή σας;
Δεν
ξέρω αν αξίζω τον τίτλο, με την έννοια
πως σίγουρα θα επιθυμούσα να ήμουν
τακτικότερη στην εκτέλεση των
θρησκευτικών μου καθηκόντων σαν
Χριστιανή Ορθόδοξη, που το θεωρώ πολύ σημαντικό όταν γίνεται συνειδητά, με
πίστη κι όχι από τυπολατρία. Απλά έχοντας
πλέον τη βεβαιότητα πως μόνο η πίστη στον ένα και αληθινό Θεό σώζει, αναζητώ τη βαθύτερη ουσία της με τη
βοήθεια του πνευματικού μου και τη μελέτη θρησκευτικών και φιλοσοφικών βιβλίων,
καθώς και της Αγίας Γραφής φυσικά. Μετά
από δύσκολα - φάνταζαν αδιέξοδα τότε-
χρόνια, που επέφεραν προσωρινή σύγχυση στον ψυχισμό μου, μαζί με απομυθοποίηση, απογοήτευση και αμφισβήτηση των
πάντων (συμπεριλαμβανομένης της εκκλησίας και των λειτουργών της), καθώς κι αγανάκτηση για την άσπλαχνη των ανθρώπων
μοίρα, αποδίδοντας κάθε άσχημο σε υπαιτιότητα Εκείνου, θεωρώ πως έχω πια βρει το δρόμο μου
ακολουθώντας εκείνη τη μικρή μα λαμπερή κουκίδα φωτός που με οδηγεί κι είμαι
ευτυχής που αξιώθηκα να Τον γνωρίσω καλύτερα. Τον ευχαριστώ δε για την αγάπη και την μακροθυμία Του, για την
ελπίδα που φύτεψε στην ψυχή μου διώχνοντας μακριά τη βαθιά θλίψη και την αίσθηση της
μοναξιάς. Όχι, δεν είναι ούτε μόνος,
ούτε αδύναμος ο άνθρωπος που πιστεύει
στο Θεό.
8.
Θα φανταζόσασταν μια κοινωνία χωρίς
πίστη, χωρίς θρησκεία;
Τα απαισιόδοξα μηνύματα της σημερινής
κοινωνίας της παγκοσμιοποίησης και της δήθεν
ανεξιθρησκίας που μιλάνε για ανυπαρξία
πίστης στο Θεό, ακόμη και για ανυπαρξία του Θεού γενικότερα, σίγουρα ευνοούν τα
σχέδια όσων θεοποιούν την ανθρώπινη δύναμη και λογική, το δημιούργημα δηλαδή
παρά τον Δημιουργό, θύουν στο βωμό κακόβουλων συμφερόντων και επενδύουν στον
αφανισμό του ανθρωπίνου είδους. Σίγουρα
όμως υπάρχει πίστη στο Θεό, παρά τα
μέγιστα λάθη των εκπροσώπων της εκκλησίας μας (μιλώντας για την Ορθόδοξη
εκκλησία), κι ακόμη αγάπη στο Χριστό,
την Θεομήτορα Παναγία, τους αγίους και οσιομάρτυρες της πίστης. Ήδη, με την σκόπιμη απομάκρυνση του ανθρώπου
από την αληθινή πίστη που συντελείται σήμερα, βλέπουμε τα αποτελέσματα:
Απογοήτευση, ψυχικές ασθένειες, έλλειψη νοήματος ζωής, αυτοκτονίες. Δεν είναι
δύσκολο λοιπόν να φανταστώ- σαν σε
φρικτή ταινία επιστημονικής φαντασίας- μια κοινωνία χωρίς πίστη, απλά πιστεύω
ακράδαντα πως θα είναι καταδικασμένη σε εξαφάνιση και καταβαράθρωση πάντων όσων
την απαρτίζουν και την αφορούν, χαώδης.
9.
Και ξαναγυρίζουμε. Είχα επισκεφτεί την Πρέβεζα πριν από χρόνια
και προσπάθησα να επισκεφτώ το σπίτι Καρυωτάκη, αν θυμάμαι καλά, χωρίς
επιτυχία, αφού πρωινές ώρες Κυριακής ήταν κλειστό. Αλήθεια πότε περιμένουν
κάποιοι να το επισκεφτούμε; Το ρωτώ αυτό διότι το σπίτι του κάθε ποιητή όταν
λειτουργεί ως μουσειακός χώρος θα έπρεπε να είναι προσβάσιμο ειδικά τις αργίες
που ο πολίτης έχει τον ελεύθερο χρόνο να τα επισκεφτεί.
Συμφωνώ απόλυτα. Μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση,
το δωμάτιο που έμενε ο ποιητής Κ. Καρυωτάκης
τις λίγες ημέρες πριν την
αυτοκτονία του, ανήκει σε ιδιόκτητη κατοικία, της οποίας η γηραιά ιδιοκτήτρια,
κληρονόμος της σπιτονοικοκυράς του ποιητή,
είναι μόνιμη ένοικος, ενώ ουδέποτε μέχρι τώρα συμφώνησε να παραχωρήσει
(με πώληση ή ενοικίαση του χώρου) το οίκημα για δημιουργία μουσειακού χώρου,
παρά τις επανειλημμένες κρούσεις από το Δήμο μας και τους πολιτιστικούς
συλλόγους. Έτσι, προς το παρόν είναι
δύσκολη η επισκεψιμότητα του σπιτιού, στο οποίο δεν υπάρχουν βέβαια καθόλου
προσωπικά πράγματα του ποιητή. Εξάλλου, ελάχιστα ήταν και τα πράγματα που είχε
φέρει μαζί του, ενώ μετά θάνατον, ο
αδελφός του ήρθε και μάζεψε οτιδήποτε άφησε πίσω του ο Καρυωτάκης. Ο επισκέπτης
βέβαια, μπορεί να δει και την προτομή
του Καρυωτάκη πλησίον του σπιτιού, ενώ μπορεί να επισκεφθεί το χώρο, όπου ο
ποιητής άφησε την τελευταία του πνοή, στη γειτονιά μου, το Βαθύ. Εκεί, όπου
βρίσκεται η πλάκα που θυμίζει το τραγικό συμβάν, μέλλει να ανεγερθεί σύντομα νέο μνημείο. Χαρά μου να σας ξεναγήσω εκεί και στις ομορφιές της πόλης, όποτε
ξανάρθετε.
10.
Για την Πρέβεζα ο αυτόχειρας
Καρυωτάκης είναι αρνητική χροιά ή μια θετική πνευματική διαθήκη;
Μετά από τόσα χρόνια
, είναι γενικά παραδεκτό από την πλειονότητα των κατοίκων της Πρέβεζας, πως ο
Καρυωτάκης με την ιδιόμορφη
προσωπικότητα, την νεωτερική ποιητική έκφραση, την πεσιμιστική διάθεση και όλα
όσα οδήγησαν τελικά στην αυτοχειρία του, ουδόλως έβλαψε την εικόνα της πόλης,
παρά τις φιλολογικές αψιμαχίες και
γενικότερες συγκρούσεις απόψεων των πρώτων καιρών μετά θάνατον του ποιητή. Το αντίθετο, την
έκανε ευρύτερα γνωστή, ενώ σε κείνον χρωστάει την είσοδό της στη νεοελληνική
ποίηση, γενόμενη η ίδια ποιητικό σύμβολο. Είναι το λιγότερο συγκινητικό - και τύχη, γιατί όχι;- το γεγονός πως ένας
ποιητής του μεγέθους του Καρυωτάκη έζησε τις τελευταίες, έστω, μέρες της ζωής
του στην πόλη μου και από τότε ως τα
σήμερα συνεχίζει να γονιμοποιεί πολλές ποιητικές ψυχές δίχως η μελαγχολία και η θρυλούμενη θανατοφιλία
του να επηρεάζει καταστροφικά κανέναν θαυμαστή της ποίησης και της ζωής
του, παρά μόνο δημιουργικά. Άλλωστε ο
πρόωρος χαμός του λόγω έλλειψης πίστης και άλλων κρατημάτων ζωής, αποδεικνύει
την ίδια την αξία της ζωής μα και της πίστης γενικότερα:
«Χωρὶς πίστη κι ἀγάπη, χωρὶς ἕρμα, / ἐγίναμε
τὸ λάφυρο τοῦ ἀνέμου
ποὺ ἀναστρέφει τὸ πέλαγος. Θὰ βροῦμε / τουλάχιστον τὸ βυθὸ τῆς ἀβύσσου; Κ.Καρυωτάκης
ποὺ ἀναστρέφει τὸ πέλαγος. Θὰ βροῦμε / τουλάχιστον τὸ βυθὸ τῆς ἀβύσσου; Κ.Καρυωτάκης
11.
Η Πρέβεζα έχει πολιτιστική ζωή;
Πραγματοποιούνται βραδιές ποίησης, λογοτεχνικές παρουσιάσεις. Υπάρχει
κινητικότητα γύρω από τον πολιτισμό;
Η
Πρέβεζα έχει έντονη πολιτιστική ζωή καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Ειδικά το Καλοκαίρι υπάρχει πάντα πλούσιο πρόγραμμα
πολιτιστικών εκδηλώσεων που αφορά Διεθνή
Φεστιβάλ παραδοσιακών χορών και χορωδιακά φεστιβάλ (και Jazz festivals), θεατρικές παραστάσεις
για μικρούς και μεγάλους, συναυλίες, εκδηλώσεις διαφόρων πολιτιστικών συλλόγων, χορευτικών και
γυμναστικών σχολών και ομίλων, καθώς και
ωδείων της πόλης, εκθέσεις ζωγραφικής, φωτογραφίας και διαφόρων ειδών τέχνης,
πάμπολλες παρουσιάσεις βιβλίων όλο το χρόνο , λειτουργία κινηματογραφικής λέσχης κλπ. Ο σύλλογος περί Βιβλίου Πρέβεζας διοργανώνει
κάθε χρόνο- εκτός από τις άλλες του δραστηριότητες και εξαιρετικές λογοτεχνικές
του παρουσιάσεις - και γιορτή ποίησης με αφορμή την ανοιξιάτικη Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης στις 21 Μαρτίου, ενώ
από πέρυσι, με τη σύσταση ομάδας Πρεβεζάνων δημιουργών ποίησης, κομμάτι της
ευρύτερης ομάδας Πρεβεζάνικης Λογοτεχνίας, καθιερώθηκε ετήσια ποιητική
βραδιά της ομάδας, αφιερωμένη στην
εγχώρια ποιητική δημιουργία και γενικότερα
στην ποίηση και τη λογοτεχνία. Η Λέσχη Ανάγνωσης Δημοτικής Βιβλιοθήκης Πρέβεζας είναι ακόμη ένας πόλος έλξης λογοτεχνικού ενδιαφέροντος για γνωριμία με το καλό λογοτεχνικό βιβλίο με
επιτυχημένες εκδηλώσεις παρουσίασης του
έργου καταξιωμένων συγγραφέων και ποιητών. Κι επειδή φυσικά, ως βασικό στοιχείο
και μέτρο πολιτισμού μιας κοινωνίας,
βαρύνει περισσότερο το να βρισκόμαστε πιο κοντά στον συνάνθρωπο που έχει
την ανάγκη μας, καθώς και στο περιβάλλον που δεινοπαθεί, πρέπει να προσθέσω πως
υπάρχουν σύλλογοι αλληλεγγύης (όπως κοινωνικό ιατρείο και παντοπωλείο) και
εθελοντικές ομάδες, που δραστηριοποιούνται
ποικιλοτρόπως και περιθάλπουν όπου χρειάζεται –τα παιδιά κατά κύριο λόγο-
και είναι εφικτό. Ναι, περισσεύει ακόμη ανθρωπιά, κι εδώ στην Πρέβεζα, μα και
στον κόσμο ολόκληρο, αν και προσπαθούν να μας πείσουν για το αντίθετο,
αφού μόνο το κακό προβάλλεται πια παντού, ενώ το καλό θεωρείται …παλιομοδίτικο κι άχρηστο
αφού δεν πουλάει.
12.
Και συνεχίζουμε. Βρίσκεται στον δρόμο της έκδοσης η πρώτη σας
ποιητική συλλογή με τον τίτλο: «Μανόλιες και ευκάλυπτοι». Να ’σου και δω οι
Μανόλιες. Μιλήστε μας για αυτή την συλλογή.
Όπως προανάφερα, με τη σύνδεση του ευκάλυπτου με τον θάνατο του
ποιητή Καρυωτάκη και της μανόλιας με την ωραιοποιημένη μα σύντομη και σίγουρη φθορά,
οι μανόλιες και οι ευκάλυπτοι έχουν
αναχθεί πια μέσα μου σε ποιητικά σύμβολα
ζωής και θανάτου. Η πρώτη μου ποιητική συλλογή περιέχει το πρώτο χειμαρρώδες και αγνό εκχύλισμα συναισθημάτων, εικόνων,
μελωδιών και σκέψεων, που βρισκόμενα
πιθανόν αρκετό καιρό στο ‘ περίμενε’ του υποσυνείδητου, ένιωσαν επιτακτική την
ανάγκη να βγουν και να συνομιλήσουν μαζί μου.
Εδώ, το γκρίζο της μελαγχολίας και το θολό της
θλίψης και του θυμού, διακόπτεται κάποτε
από την αναλαμπή της ελπίδας,
όπως συμβαίνει και στη ζήση. Η άμεση σκέψη μου, παρμένη από το λεκτικό
‘οπλοστάσιο’ των παιδικών μου χρόνων ήταν να την ονομάσω «μπες μολόχα, βγες
τσουκνίδα», όπως λέγαμε παλιά, μα τελικά
αποφάσισα να δεχτώ την επόμενη επιλογή
μου, «μανόλιες και ευκάλυπτοι», σαν
‘σοβαρότερη κι αξιοπρεπέστερη’ και για
τους λόγους που εξήγησα παραπάνω. Δεν ξέρω σε πιο φωτεινό μονοπάτι ή
κατασκότεινο σοκάκι θα με οδηγήσει περαιτέρω ο μαγεμένος αυλός της ποίησης, νομίζω όμως πως
τα πρώτα αυτά κατασταλάγματα ψυχής θα εξακολουθούν να είναι τα αγαπημένα μου,
όπως καθένας στρέφεται πάντα με τρυφερή νοσταλγία στα παιδικά
του χρόνια. Αυτό ίσως είναι για
μένα η πρώτη αυτή συλλογή, η πιο τρυφερή, αυθεντική κι ανεπιτήδευτη ποιητική μου ηλικία που θα αγαπώ πάντα.
13.
Ασχολείστε και με κάποιο άλλο είδος
της λογοτεχνίας; Π.χ. μυθιστόρημα ή σας απορροφά ο ποιητικός λόγος;
Πριν ασχοληθώ εντατικά με την ποίηση, είχα ήδη αρχίσει μια
μικρή καταγραφή λαϊκών, παραδοσιακών παραμυθιών και μύθων, καθώς και μια
προσπάθεια για συγγραφή μυθιστορήματος, που βέβαια έμεινε στη μέση. Σε λίγο καιρό θα ξεκινήσω και on-line μαθήματα
δημιουργικής γραφής για όσον το δυνατόν
καλύτερη κατάρτιση σχετικά με τεχνικές γραφής, ενώ σκέπτομαι να ανανεώσω τη συμμετοχή
μου στη Λέσχη Ανάγνωσης Βιβλιοθήκης Πρέβεζας για να είμαι περισσότερο κοντά στο
καλό βιβλίο. Δεν είμαι σίγουρη αν θα μπορέσω να ανταποκριθώ στις συγγραφικές
προκλήσεις που πλανώνται γύρω μου –
ειδικότερα όσον αφορά το παιδικό
βιβλίο- πιστεύω όμως, πως τουλάχιστον
στην ποίηση θα παραμείνω ιέρεια πιστή.
14.
Και κάτι που συνεχίζω να ρωτώ σε
όλους τους εν δυνάμει ποιητές. Τι είναι για εσάς η ποίηση; Γιατί γράφετε;
Κάθε
φορά που με ρωτούν ή αναρωτιέμαι η ίδια,
δίνω και διαφορετική απάντηση, ανάλογα τις ειδικές συνθήκες που επικρατούν
τριγύρω και μέσα μου κάθε φορά. Όταν διάβασα το ερώτημά σας, η πρώτη φράση που
βγήκε από το ξαφνικό brain storming που αυτο-υποβλήθηκα, ήταν «έξοδος κινδύνου».
Επιχειρώντας να εξηγήσω τα σημάδια του υποσυνείδητου, κατάλαβα πως
ήταν πέρα για πέρα σωστό. Η ποίηση υπήρξε για μένα μια έξοδος κινδύνου - χωρίς
να ξέρω ακόμη με σιγουριά πού με οδηγεί- από τη βαθιά κρίση που αφορούσε αδιέξοδες, εσωτερικές συγκρουσιακές
καταστάσεις και γενικότερη δυσαρμονία. Δεδομένης
της υπερευαισθησίας μου και της άρνησης να συμβιβαστώ με καταστάσεις
ισοδύναμες με αυτό που θα ’λεγα ‘χάσιμο του ονείρου’, ένιωθα να βουλιάζω, σαν
σε κινούμενη άμμο, όλο και βαθύτερα σε κάθε μου κίνηση, σε κάθε φωνή απελπισίας.
Η ποίηση, μου έδωσε την ευκαιρία να μετατρέψω
αλχημιστικά το σπαραγμό αυτής της κραυγής αγωνίας σε λυτρωτική έκφραση άλλου είδους, ενώ η
πίστη μου χάρισε την ελπίδα και τη
δύναμη να παλέψω. Φυσικά, τώρα πια έχω πολλούς άλλους λόγους που γράφω, σας
μετέφερα όμως την πρωταρχική μου αίσθηση κι εμπειρία.
15.
Η ποίηση μπορεί να αντέξει μέσα σε μια κοινωνία γεμάτη
προβλήματα ή η ίδια η κοινωνία την αποβάλλει ως μια ιδεατή κατάσταση;
Έχει ειπωθεί πολλές φορές κι από πολλούς
που ασχολούνται με τον ποιητικό λόγο- και συμφωνώ κι εγώ- ότι η ποίηση είναι
κάτι περιττό κι άχρηστο, που όμως η ζωή μας γίνεται καλύτερη με αυτό χωρίς να
αλλάζει δραματικά βέβαια. Μια κοινωνία γεμάτη προβλήματα όπως η σημερινή, συμπτώματα
κι αυτά της πολυεπίπεδης κρίσης, δεν παύει να γεννά καινούριες εστίες ποίησης που φωτίζουν τα ‘κακώς κείμενα’ αποκαλύπτοντάς τα και τα καυτηριάζουν
αφυπνίζοντας κοιμισμένες συνειδήσεις. Δεν αναμένεται βέβαια από τον ποιητή να
παίξει ρόλο μοντέρνου μάντη ή πυθίας,
όπως και δεν μπορεί η ποίηση να προβεί
σε σωστικές επεμβάσεις και λύσεις. Η αφυπνιστική της δύναμη όμως, μέσω του
αποκαλυπτικού της ρόλου, που στηλιτεύει την απάθεια και τη νωθρότητα του
ανθρώπινου νιρβάνα, με αποτέλεσμα ίσως την εκ νέου δραστηριοποίηση και κατάλληλη δράση, είναι
πολύτιμη. Μπορεί η ποίηση ακόμη, να μην
αγοράζεται και να μη διαβάζεται όσο θα θέλαμε ή και να απαξιώνεται από κάποιους
λόγω της αδυναμίας της να χρησιμεύσει στην πρακτική ζωή, αφού γίνεται αντιληπτή
μόνο ως ιδέα, όμως, – πείτε με ρομαντική ή υπεραισιόδοξη- δεν πιστεύω πως η
κοινωνία μας επιθυμεί να την αποβάλλει.
Όλο και περισσότεροι άνθρωποι, αισθάνομαι, πως την αποζητούν και εμβολιάζονται με
το … μικρόβιο της ποίησης απολαμβάνοντας
ανυψωτικές καταστάσεις του νου και της ψυχής την υπέροχη μέθη. Ο καιρός θα
δείξει τι μέλλει γενέσθαι, προσωπικά όμως ελπίζω στην ανατροπή των απαισιόδοξων
σεναρίων και προοπτικών και στον θρίαμβο της ποίησης.
16.
Ποιοι ποιητές σας εκφράζουν περισσότερο και ποιο είδος
ποίησης θα υποστηρίζατε με περισσότερο πάθος;
Ήδη,
σας έχω αναφέρει τους δυο κορυφαίους αγαπημένους μου ποιητές, τον Καβάφη δηλαδή και τον Καρυωτάκη,
που θεωρώ μέντορά μου, εφόσον η αγάπη μου για κείνον με έβαλε δυναμικά στο χώρο
της ποίησης και με έφερε σε μεγαλύτερη επαφή
με τους νεορομαντικούς-νεοσυμβολιστές ποιητές της γενιάς του ’20 που άγγιξαν
την ψυχή μου, όπως το εξομολογητικό ύφος και το ερωτικό πάθος στην ποίηση της Πολυδούρη. Δεν παύουν βέβαια να με συγκινούν
και να με συνεπαίρνουν, για παράδειγμα, οι θεσπέσιοι στίχοι του Σολωμού, οι
στομφώδεις οραματισμοί του Παλαμά, ο διονυσιακός αισθησιασμός του Σικελιανού, η
ειλικρίνεια στον πόνο του Σαχτούρη, η προσανατολισμένη στην αγάπη του ανθρώπου
φωνή του Βρεττάκου, η αγωνιστική, επαναστατική φύση του Ρίτσου, η αποσπασματική
κι ελλειπτική μορφή διαφόρων δημιουργών της σύγχρονης ποίησης. Αγαπώ
ακόμα, να ανακαλύπτω στοιχεία που με γοητεύουν στην ποιητική δευτερευόντων
(κι άδοξων κατά Καρυωτάκη), παραμελημένων ποιητών κάθε εποχής, σαν
χρυσοθήρας που ψάχνει πυρετικά να βρει ψήγματα χρυσού στην ποταμίσια άμμο ή υπομονετικός αλιέας μαργαριταριών στις
ανοιχτές θάλασσες. Στην ποίηση, ανεξάρτητα από την ιδιαίτερη ποιητική τέχνη
κάθε δημιουργού, είναι η επικοινωνία αυτό που περισσότερο αναζητώ. Γοητεύομαι
να κυνηγώ και να ανακαλύπτω μυστικά
σύμβολα και κρυμμένα μηνύματα, απεχθάνομαι όμως να πλανώμαι άδικα σε ερημικά
και ακατανόητα μονοπάτια. Οι ποιητές και τα ποιήματα που με εκφράζουν
περισσότερο - είναι όσοι και όσα εξιτάρουν μεν το νου με συναρπαστικό τρόπο, συγκινούν δε πολύτροπα
την ψυχή , χωρίς επιτήδευση, αλλά έχοντας την σφραγίδα της ειλικρίνειας και του
αυθεντικού, που με κάποιο μαγικό τρόπο γίνονται αντιληπτά στον συνειδητό αναγνώστη.
17. Ποιο από τα
ποιήματά σας θα χαρακτηρίζατε ως αγαπημένο;
Όλα
τους έχουν μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου, αφού προέρχονται από προσωπικά
βιώματα και στάσεις ζωής, αλλά θα μπορούσα εύκολα να διακρίνω το ποίημα «Αμφίβιο»,
που φανερώνει τη διττή κατάσταση ζωής ( σε δυο κόσμους, των παιδιών και των ενηλίκων)
μέχρι το γεγονός- σταθμό της συνταξιοδότησης, που επέφερε τελικά οριστική απομάκρυνση από
τον νηπιακό κόσμο και σηματοδότησε νέα μεγάλη ανατροπή και υπαρξιακή κρίση. Ακόμη, το «Μέλλον άδηλον», που γεννήθηκε από αιφνίδια, οξεία παρατήρηση επτάχρονου αγοριού,
που με άφησε εμβρόντητη, κατά τη διάρκεια εθελοντικών δραστηριοτήτων με παιδιά Δημοτικού
στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Πρέβεζας (στα πλαίσια της εκστρατείας φιλαναγνωσίας της
future
library). Σαν τελευταίο, αναφέρω και το ποίημα με τίτλο «Δέντρα του δρόμου»,
για λόγους που αντιλαμβάνεται καθένας.
18. Κυρία Κωστάκη θα θέλαμε να σας ευχαριστήσουμε για την
τιμή που μας κάνατε, να μας παραχωρήσετε αυτή την συνέντευξη. Ευχαριστούμε που
μοιραστήκατε μαζί μας, τις σκέψεις και τους προβληματισμούς σας.
Θα
ήθελα να κλείσω τη φιλική μας κουβεντούλα, ευχαριστώντας σας και πάλι για την
ευγενική φιλοξενία, τονίζοντας ( σαν
πρέσβειρα της πόλης μου), πως η Πρέβεζα είναι μια πόλη λουσμένη στο φως,
δέχεται τα δροσερά χάδια του Αμβρακικού
κόλπου και του ζαφειρένιου Ιονίου, έντονα συνδεδεμένη- όπως προείπα – με την
παράδοση και τον πολιτισμό, προικισμένη με πολλές φυσικές ομορφιές και τουριστικά
αξιοθέατα( σε όλο το νομό) και οπωσδήποτε με φιλόξενους κατοίκους και πολλές- πολλές
γαστρονομικές απολαύσεις. Και μιας και μιλάμε για γαστρονομία, να θυμίσω,
πως φέτος η παραδοσιακή πια ‘γιορτή της
σαρδέλας’ θα τελεστεί στις 23 Αυγούστου στο λιμάνι της πόλης. Προλαβαίνετε λοιπόν
να μας επισκεφθείτε όλοι, για διακοπές
με χαμόγελο, κέφι και πολλές χαρούμενες σκέψεις, μακριά από κάθε θλίψη. Να
είστε καλά!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου