Χάθηκες
μάνα
χάνεσαι
σε φύσηξε ο
αέρας
σε παίρνει
και φεύγεις
νύχτα, μια φλόγα
τόση δα
φλογίτσα που ανεβαίνει
και σβήνει
στον αέρα.
ένα φωτάκι
σα κι αυτό που βλέπεις
στο
απέναντι μπαλκόνι,
Όχι δεν
είναι φωτιά μάνα
που
κατεβαίνει από το βουνό
πρόσεχε θα
σε καταπιεί
μη το
κοιτάς!
Και οι
σκιές στο ταρατσάκι
αυτά τα
πλυμένα καθαρά πουκάμισα
κρεμασμένοι
άνθρωποι,
κορμάκια
που δροσίζονται.
Ας είναι
μάνα
αν
σκαρφαλώσεις στο πεύκο απέναντι
πόσα μέτρα
απέχεις απ’ το Θεό;
Είναι
πολλοί εκεί σκαρφαλωμένοι απόψε
ποιος
ξέρει, μια φορά το χρόνο ανεβαίνουν
θα το χουν
τάμα φαίνεται.
Μαύρο
ποτάμι ο κόσμος, μάνα
«Την
καλοσύνη του ήθελα, πίστεψέ με»
σ΄ακούω να
μου λες
«μα πνίγηκα
όμως, πνίγηκα».
*
Συχνά σε
όνειρο
το παλτό
της έβλεπε
άδειο από
κορμί να πέφτει
τότε στο
πάτωμα άπλωνε το χέρι
κι έλεγε:
Να σώσω
ό,τι προλάβω.
Απόψε το
χέρι της άκουσε
την άκουσε
σύρθηκε στο
σκοτάδι
άνοιξε τις
ραφές, έσκισε τη φόδρα
ραμμένο με
κλωστή, φαρδύ από ακινησία
χρόνο
ξήλωσε.
Τίποτα δεν
περισσεύει, είπε
ένα κουβάρι
τύλιξε, τόσο πρόλαβε
το πήρε κι
έφυγε.
Μέρες
αργότερα την είδαν
δίπλα στη
θάλασσα να περπατά.
Κι αν δεν
υπάρχει χρόνος; έλεγε.
Ένα κουβάρι
είναι, τίποτα περισσότερο.
Και
πιάνοντας την άκρη του
το πέταξε
στη θάλασσα.
Εδώ
τελειώνει η θάλασσα στα χέρια μου
σκέφτηκε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου