Καθώς ο ΄Ηλιος γέρνει
ανάμεσα από ένα δάσος κατάρτια,
μπροστά μου φεγγίζει η δύση
και η ατίθαση νύχτα αργά- αργά
απλώνει πάνω απ'το νησί
το γκρίζο της πέπλο.
Κατηφορίζω στο γυαλό
γιά ν' αγναντέψω το ήρεμο πέλαγο,
που μαυροανασαίνει απ' το καμάτι της μέρας
και αφήνομαι στων οραματισμών μου την πρόσκληση,
απέναντι απ' το πέτρινο πρόσωπο της σιωπής,
περιφερόμενος στα αχανή δωμάτια της νύχτας.
Και, αφού σεριανίσω αρκετά
και τα γέρικα πόδια μου αδυναμία δηλώσουν,
αισθάνομαι την ανάγκη του ΄Υπνου!
Ενός ΄Υπνου όπως κάθε βραδιά,
δίχως ελπίδες πλέον και όνειρα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου