Θυμάμαι φίλε,
κάποτε
συλλέγαμε στις τσέπες μας αστέρια
κρυφτούλι του ήλιου παίζαμε σε αλάνες γειτονιές
ηνίοχοι στα σύννεφα σε κόντρες του ανέμου
αείλαλα
τζιτζίκια του ελαιώνα δεν είχαμε
καιρό για αναπαμό.
Ατρόμητοι
μαχητές κάστρα του νου κουρσεύαμε
-με ξύλινα σπαθιά
κι ήτανε πάντα η λευτεριά ολοδικιά μας αγαπημένη
που
άγριοι στήναμε γύρω της λατρευτικό χορό.
Φοβέρα
δε μας έσκιαζε στα χρόνια μας τα αθώα
είχαμε
βλέπεις φίλε μου μέσα μας τη φωτιά.
Κι ήρθε ο καιρός που αφήσαμε το Μίμη και την Άννα
μήλα
και μέλι μείνανε παυσίλυπα του χωρισμού
ντύθηκε
η μαθητική ποδιά με όνειρα γαλάζια
που μαρτυρούσαν στα θρανία σκονάκια ιερογλυφικά.
Λευκή κορδέλα
στις κορυφογραμμές του νου
- μην τύχει κι εξωκείλει-
και
σχολική ταυτότητα στο πέτο
μας το σήμα
- του
λόγου γαρ το ασφαλές-
υποσχετική
η μαθητεία για μέλλοντα απλόχερα
κι ευοίωνα…
Κι
άλλαξαν φίλε οι χτύποι της καρδιάς ρυθμό
στα πάρτι
με τη γραφίδα της ,δείκτη αλάνθαστο, έρωτες να καταμετρά.
Κρυφό
ημερολόγιο η ψυχή
κιβωτός λογισμών ανείπωτων ,θυμάσαι;
Και ξεχυθήκαμε στον κόσμο ελπιδοφόροι
κυνηγοί από ονείρου ύλη
γερά
να χτίσουμε ό,τι ως πρότυπο είχαμε ήδη πλάσει
μα ήταν ανώφελο το πλάνισμα της θητεία μας
φίλε κι απάτη
αποκαθήλωση μεγάλων προσδοκιών, κατάρρευση τόση
που σπαρακτική σύρθηκε κραυγή στην αποκάλυψη :
«Ο
αυτοκράτορας είναι γυμνός!»
Κι ήρθαν και πέρασαν δύσκολοι καιροί και
υπερόπτες
-
στίχοι ομοιοκατάληκτοι-
συνέργειας
σε εμπορία ελπίδων δανεικών
- αβάσταχτοι
οι τόκοι-
νέας
δουλείας, πολέμου αλλοτροπικού με
προσωπείο φιλικό.
Αγαλματάκια στην αλλότρια επιβολή
εμείς
-αγέλαστα κι ακούνητα-
μαριονέττες
θλιβερής σκηνής θεάτρου σκιών
- εδιώχθη ως αιρετικός ο ‘ Μαυρομάτης’- .
Πωλείται η χώρα φίλε, ασήμι και χρυσός
πωλούνται ελπίδες θαμπές κι απομεινάρια όνειρα στοιχειά.
Το δάκρυ έπαψε πια να κυλά, στέγνωσαν οι αδένες
μόνο
ατενίζουμε καρτερικά το ανέφικτο, το θαύμα προσδοκούμε.
Κι εγώ, ξέχασα πια να αγαπώ
κουράστηκα στα αστέρια να προσφεύγω
και με
απόγνωση –μ’ ακούς;- φωνάζω:
«Εάλω
η πόλις φίλε!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου