Γιατί η φλόγα σβήστηκε του τύμβου, Σιμωνίδη
του παραγγέλματος πώς
αποδιώχτηκε η ηχώ;
Ενύχτωσαν τα σύμβολα, ξεθώριασαν, χαθήκαν
ορφάνεψε από χαραγές
η πλάκα
και το «ω ξειν» μονάχα
αδέσποτη απόμεινε
κραυγή.
Πού κείτεται η Λευτεριά, που η ζωή λιμνάζει
κι αφήνει τάφου παγωνιά με ρούχo Απριλομάη;
Τίνων μαντάτα
στέλνονται , σε ποιους ομολογούνται
ποιανού
προστάγματα σκληρά ευπείθεια απαιτούνε;
Άλλος οιωνός εφιαλτικός θαρρώ πως αιωρείται.
Εξέτασε τα σφάγια
για το χρησμό ω, μάντη
και μην αργείς, προφήτευσε , τι κρίσιμη είναι η ώρα.
Ποιοι Λεωνίδες θα βρεθούν να μη χαλάσει η χώρα
που τρέμουν σύγκορμοι οι λωλοί
που λοιδωρούνται οι σκλάβοι;
Κι οι
Μήδοι φτάσαν ποιητή, περάσανε, περνάνε …
Ξύπνησε μάνα, σύναξε, θάρρυνε τα παιδιά σου
και μη μοιράζεις τα φιλιά, μονάχα μη θωπεύεις
όσα
μπροστά πλασάρονται, κομπάζουν, χαιρετίζουν
μα επάνω στο
«Μολών λαβέ» σιωπάνε
ή τραυλίζουν.
Θυμήσου, με πόνο εδιδάχτηκες- σα να ’ταν χτες
που σου ’σφαζε τα σωθικά των όπλων η κατάρα-
κι αν
προελαύνει η αντρειά στης μάχης την αντάρα
οπισθοφύλακες κρατούν κερκόπορτες κλειστές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου