ΧΧΙ
Πήγαινε
η Ειρήνη, πήγαινε,
Περνούσε μέσ’ απ’ τους εφιάλτες.
Όμως καμιά φορά γινόταν ωσάν νάχε φτάσει
Χωρίς να ξέρει γιατί
Μόνο το αγέρι ξαφνικά γινόταν ίσκιος
Κι έπαιρνε λάμψη μια στιγμή πριν να ξαναχαθεί.
Αυτό το δροσερό και το βαθύ λιμάνι
Άνοιγε μέσ’ στο σώμα της ο άνεμος.
Της έλεγε «Μη με ξεχνάς.»
Και χαμηλά, στα πόδια της απαντοχής
Ένα λουλούδι μεγάλωνε στην άσφαλτο, στην
καραβόπισσα,
Στα τσίγκινα τραπέζια, στις καρέκλες του λιμανιού,
Ένα λουλούδι τύλιγε στα πέταλά του τον κόσμο.
Κι όλα τα μάτια μοιάζανε, όλα τα φώτα τρέμαν
Στην προκυμαία
Σαν το λυχνάρι της αγάπης της.
ΧΧΧΙ
–Μια θάλασσα άσπρη, μια τρικυμία–
Δεν
ξέρω γιατί ξαφνικά έμοιαζες τόσο μόνος
Ας
είχες γεννηθεί σε μιαν ακτή
Που
παρεκεί γινόταν λίμνη
Και
τα δέντρα τόσο ψηλά που ξεχνούσες –Τι;–
Και
μια μέρα φέραν τους μαύρους κύκνους στη λίμνη.
Δεν ξέρω πια τι απ’ όλ’ αυτά
Δεν ήταν μοναχά παγίδες κάποιου ονείρου
–Μια σόμπα ηλεκτρική, ένας τοίχος πριν να ξημερώσει
Να καις στον πυρετό.–
Μην χάνεσαι, Υκ, μη φεύγεις άλλο στις εκτάσεις
της νύχτας
Ή τότε πάψε πια να μου μιλάς, να κοιμηθώ.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου