VII
Τράβηξα στον μεγάλο δρόμο. Το φως
Με κραδασμούς αγριοτριαντάφυλλου μου τάραζε τα
μάτια.
Τη φωνή που μου έδωσες δεν την ακούς
Πιο τεντωμένο από τόξο στην απουσία,
Οι πέτρες μαγνητισμένες, έτοιμες να πετάξουν
Πέρα σ’ όλα τα χρώματα και τους ορίζοντες του
Μάη
Δεν ακούν
Ο χώρος που σε κράτησε, γεμάτος
Χαριτωμένα αγρίμια τρέχοντας που γίνονται
Λάμψη αλυκής, χαλκού, βερικοκιάς,
Ούτε ο ήλιος φτιάχνοντας ίσκιους που σου
μοιάζουν.
Από καθρέφτη σε καθρέφτη περπάτησα ως την έρημο
Φωνάζοντας τ’ όνομά σου
–Τίποτ’ άλλο δεν έμεινε–
Σαν τ’ απαγορευμένο τ’ όνομα του Θεού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου