Κρυπτό
Στην τέταρτη αιωνιότητα, στην εικοστή τέταρτη
εβδομάδα,
καθώς η μέρα έβγαινε ζεστή και λεία
κάπου απ’ τα σπλάχνα ενός τεράστιου ζώου
καλόβολου
κι έπαιρνε χίλιες όψεις, άλλες στερεές, άλλες
υγρές,
και προχωρούσε και χυνόταν
στα διψασμένα στόματα τ’ αμέτρητα της Αττικής
και θύμιζε νύχτες αρχαίες:
Φάνηκε ξάφνου εμπρός μου ο πατριάρχης του
Φερνέ.
Διάφανος σαν πουλί που δεν το πιάνει σκάγι.
Στάθηκε πιο ψηλά απ’ τη γη σε βάθρο από φως.
Τίναξε το κεφάλι του, έσκυψε το αϊτίσιο ράμφος
του,
σαν που να σκάλιζε μες στον αέρα, κι είπε:
«Σημείωνε, για να μην ξεχάσεις.
Οι μέρες σώνονται και φτάνουν άλλες μέρες.
Προτού συμπληρωθούν τα έργα τα δίσεχτα,
θα γίνει μέτρημα στη Βαβυλώνα τη μεγάλη.
Κι αν ξέρεις να μετράς,
πέρα από τις εξήντα εβδομάδες,
θα βγουν απ’ τις προβιές τους όλα τα ζωντανά
την ώρα του ύπνου
κι από τα τέρατα πολλά δεν θα μπορούν να
ξαναμπούν σαν ξημερώσει.
Θα σκουντουφλούν αλαφιασμένα, στα τυφλά.
Και δεν θα ξέρουν ποιο είναι ποιο. Κι απ’ το
πολύ το σάστισμα
θα πέσουν να δαγκάνουν ό,τι βρουν. Και τότε,
από τη γη που βλέπεις θ’ αναβρύσουν
αρχαία ποτάμια εκατόγχειρα,
θα ξυπνήσει το ιερό φίδι στο βράχο,
κι αργά-αργά,
θα προχωρούν, θα γίνουνε πλοκάμια,
θα τυλιχτούν, θα
δέσουνε, θα πνίξουν.
Κι οι μέρες, τότε,
θα σωθούν.
Κείνες τις ώρες, πρόσεξε,
Πάρε φωνή τον
άνεμο, πάρε γραφή τα χρώματα του τόξου τα εφτά,
Τέντωσε την ημέρα,
σφράγισε πάνω το μήνυμα
ενός που δεν
επίστεψε στον άλλο κόσμο,
ενός που δεν μπορεί
να βρει στον άλλο κόσμο αναπαμό
πριν ακουστεί ως τα
πέρατα πως δεν υπάρχει πιο μεγάλος κίνδυνος
πάρεξ όταν ο
άνθρωπος φορτώνεται στους ώμους του το θρίαμβο,
πάρεξ όταν πατάει
το τέρας στο κεφάλι
και λέει πως έγινε
ψηλότερος από τον ίσκιο του.
Τα τέρατα που
φεύγουν σπέρνουν τέρατα
όταν ο άνθρωπος
φορτώνεται
το πλήρωμα του
χρόνου αλόγιστα
και πίνει απ’ το κακό
νερό της λησμονιάς.»
Είπε και χάθηκε.
Ένοιωσα να πέφτω σε
μια γούρνα της ημέρας
διψώντας ως το
κόκαλο ταπεινοσύνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου