Σελίδες

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014

Β’ Η γιανούλα.




Δεν έκαμα τίποτα στη ζωή μου, χωρίς να ρωτήσω πρώτα τη γιαγιά μου. Εμένα αγαπούσε μέσα σ’ όλα της τα παιδά­κια. Την έλεγα γιανούλα και της άρεζε να τ’ ακούει. Όλα της τα χάδια, όταν ήμουνε παιδί, όλες μου τις τρέλες και τα τρυφερά της μαλώματα, τα θυμόμουνε κάθε φορά που τη φώναζα γιανούλα. Έβλεπε αμέσως πως γύρεβα να την καλο­πιάσω. Όταν έγινα μεγάλος, συχνά ακόμη έτσι της μιλούσα. Τι μοναδική γυναίκα που ήτανε κείνη! Πόσες ανοησίες μ’ εμ­πόδισε να κάμω, κι ας μοιάζανε κάποτες οι ανοησίες μου σωστές! Πόσα καλά, πόσα φρόνιμα λόγια είχε πάντοτες να μου πει! Με τι τρόπο ήξερε να μ’ αρμηνέψει! Μόνες οι γυ­ναίκες γνωρίζουνε, χωρίς να τη μάθανε ποτέ τους, την τέχνη που μαλακώνει την καρδιά και πείθει το νου. Ο λόγος τους μπαίνει ίσια μέσα στην ψυχή. Η γυναίκα, ότι γεννηθεί, είναι μάνα· μάνα την έχει η φύση καμωμένη, και με τον ίδιο τρόπο που ξέρει μωρά να μας νανουρίζει, να μας ησυχάζει με το φιλί της, έτσι και κατόπι, με την ίδια καλοσύνη, με την ίδια αγάπη, ξέρει να παρηγορεί, ξέρει να κάμει μέλι τη ζωή μας.
Μια γλύκα ξεχωριστή είχανε της γιανούλας μου τα λόγια· είχανε τα λόγια της μια φρόνηση δική τους. Το πρόσωπό της είχε ένα χαμογέλιο έξυπνο και τρυφερό συνάμα· τέτοιο και το μίλημά της. Δεν ήμουνε γω που την έκανα κάπου κάπου να ξεχνά τις τόσες πίκρες της ζωής της, τις δυστυχίες που σαν τ’ αγκάθια κεντούσανε την καρδιά της· μ’ όλα της τα χρό­νια ήτανε κείνη που μ’ έσπρωχνε, που μου έδινε θάρρος, που μου έλεγε πάντα να μην απελπίζουμαι. Μαζί της ησύχαζα. Άμα είχα κανέναν καημό, αμέσως στη γιανούλα! Έτσι και τώρα. Όση βία κι αν είχα να βγω στο ταξίδι, να διω την πατρίδα, να χαιρετήσω τους δασκάλους, συλλογίστηκα μέσα μου· — «Καλό είναι να πάω πρώτα να βρω τη γιαγιά μου, τι θα μου πει.»
Όταν πήγα, την ήβρα καθισμένη στην πολτρόνα της· φορούσε τη μάβρη της σκούφια λίγο στραβά στο πλάγι, που της σκέπαζε το ένα της τ’ αφτί· ήτανε πάντα μαβροφορεμένη κι ωστόσο την έβλεπες πάντα με τ’ αγαθό της το χαμογέλιο, που έλαμπε μέσα στα ζωηρά της, τα γλυκά της τα μάτια.
— Γιανούλα μου χρυσή, την εφκή σας! Το ’χω απόφαση από χτες· θα σύρω στην Ελλάδα. Αποθύμησα τους ομογε­νείς (αφτή τη λέξη, θυμούμαι, η γιανούλα δεν την αγα­πούσε). Κοιμάται μέσα στο στήθος βαθιά της πατρίδας η αγάπη· άξαφνα μια μέρα, και κει που κανείς δεν το προσ­μένει, παίρνει φωτιά, κορώνει σα σπίθα κρυφή και σου καίει γλυκά την ψυχή.
— Ο ίδιος είσαι που ήσουνε πάντα, ορμητικό, πεταχτό παιδί, μεγαλόκαρδο κι αστόχαστο. Δεν κάθεσαι, Γιάννη μου, στη γωνιά σου; Σωστό ν’ αγαπά κανείς την πατρίδα του, να τη θυμάται, ακόμη κι αν έκαμε άλλη πατρίδα· η ιδέα σου φρόνιμη μοιάζει κι ο πόθος σου φαίνεται καλός. Μα δεν το βλέπεις πως κάνεις τρέλα; Πρώτα πρώτα δε μου λες, από πότε σ’ έπιασε τόσος πατριωτισμός, εσύ που δε θέλεις ν’ ακούσεις τέτοια λέξη;
— Από χτες, γιαγιάκα μου, από χτες! Αλήθεια είναι, το ’χω αφτό το κακό· σιχαίνουμαι τα λόγια, και ντρέπουμαι, για το παραμικρό πράμα που θα κάμει κανείς, να βγάζει τόση λέξη από το στόμα του. Σιχαίνουμαι τον πατριωτισμό, γιατί κάτι νομίζουνε πως λένε όσοι για πατριωτισμό σου μιλούνε. Σιχαίνουμαι τους φαφλατάδες, τους φωνακλάδες τους μισώ! Μ’ αρέσει δουλειά, όχι ρητορική και φωνές.
— Τι πας τότες στην Ελλάδα; Τι πας να κάμεις με τους ομογενείς; Όλες σας οι ιδέες αντίθετες· έλα να τις πάρουμε μια μια. Πρώτα πρώτα, ποτέ σου δε θέλησες να το πιστέψεις πως έχουμε στις φλέβες μας μέσα, ίδιο κι απαράλλαχτο, των αρχαίωνε το αίμα. Λες πως και σε μας, όπως και σ’ ό­λους τους λαούς του κόσμου, αρχαίους και νέους, αίματα ξένα πολλά με τον καιρό ανακατωθήκανε και στο τέλος γενήκαν ένα.
— Δεν πρέπει λοιπό να λέμε τέτοιο πράμα;
— Όχι! Πρέπει να μη μοιάζουμε με κανένα έθνος. Ας πα να είναι και καθώς το θέλεις, δε σου λέω· αν είναι, πώς μπορούμε κιόλας να κάμουμε να μην είναι; Να πούμε όμως την αλήθεια, δε γίνεται. Για στοχάσου το λιγάκι! Εσύ τώρα, είχες έναν παππού Ιταλό· ο άλλος σου παππούς ήτανε Χιώ­της και μένα ο πατέρας μου Αρβανίτης. Ταιριάζει, σε παρα­καλώ, να φανερώσεις ποτέ σου τέτοια γενιά; Πρέπει να την αρνηθείς. Η Εβρώπη, που σ’ έχει για απόγονο του Περικλή, τι θα πει, άμα τα μάθει; Αμέσως ξεπέφτεις.
— Όχι μόνο δεν ξεπέφτω· μου φαίνεται μάλιστα πως ανεβαίνω. Ο Θεός να με φυλάξει να ντραπώ για την αλή­θεια· πιότερο από καθετίς η αλήθεια μάς τιμά. Πήραμε αί­ματα ξένα, τα κάμαμε δικά μας. Ποιος βλέπει σήμερα στην Ελλάδα πως και Φράγκοι και Σλάβοι την έχουνε πατημένη, πως μας χύσανε ο ένας ή ο άλλος μια σταλιά αίμα στη φλέβα μας τη ρωμαίικη; Ρωμιός είναι, Ρωμιός λέγεται ο καθέ­νας, η καρδιά του φωνάζει Ρωμιός. Νίκησε το ελληνικό το στοιχείο, κι έτσι πλουτίσαμε με δύναμη νέα και με νέα ζωή.
— Τέτοια φιλοσοφία, παιδάκι μου, δεν τη σηκώνουμε ακόμα. Θέλεις να συφωνούνε οι άλλοι με την ιδέα σου; Πρέ­πει πρώτα να πάρεις εσύ τη δική τους. Ποιοι είναι που έχουνε πέραση στον κόσμο; Όσοι ξέρουνε και κολακέβουνε τους αθρώπους. Ποιους αγαπούνε στην Ελλάδα; Όσους όλο τα ίδια κοπανίζουνε. Έτσι να το κάμεις και συ. Ό,τι σου πούνε, ποτέ σου να μην πεις όχι. Αν ακούσεις μάλιστα τίποτα για την προφορά, αμέσως σώπα. Θα το καταφέρεις; Δεν το πιστέβω. Κανείς ως τώρα δεν μπόρεσε να σε καταπείσει, πως δυο και τρεις χιλιάδες χρόνια στάθηκε δυνατά να προφέρνουμε πάντοτες με τον ίδιο τρόπο. Κάθε τριάντα χρόνια παντού, λες, αλλάζει κάθε προφορά. Πρόσεχε καλά· θα πειράξεις και τους άλλους λαούς. Φαντάσου να βγούνε τώρα στη μέση κι οι Εβρωπαίοι! Αν πούμε στους Γάλλους πως δε μιλούνε σήμερις απαράλλαχτα σαν που μιλούσανε ή στα χίλια ή στα χίλια διακόσια, θα νομίσουνε πως τους βρίζουμε. Μήπως κι αφτοί δεν είναι οι ίδιοι Γάλλοι που ήτανε και τότες; Τον πατριωτισμό τι τον κάνεις;
— Τον αφήνω κει που πρέπει. Ο Πλάτωνας βέβαια δεν πρόφερνε σαν τον Όμηρο. Στοχάστηκε ποτές κανένας να του πει πως δεν ήταν Έλληνας και κείνος σαν τον Όμηρο; Δεν είμαστε ακόμη σαν τους πεθαμένους. Δε μας πλάκωσε ο τάφος, να βουβαθούμε. Οι πεθαμένοι μονάχα δεν αλλάζουνε. Ένας ζωηρός, δραστήριος λαός σαν το δικό μας, τουλάχιστο κάθε τριάντα χρόνια βγάζει καινούρια προφορά κι από κει φαίνεται πως είναι ο ίδιος λαός. Έτσι μας δείχνει ίσια ίσια πόση ενέργεια έχει μέσα του η ψυχή του, πόσο τρέχει μέσα στο στόμα του η γλώσσα του. Ίσως είναι τ’ αφτιά μου χαλα­σμένα· μα τέτοια ακούω να μου λέει σιγά σιγά ο πατριωτι­σμός. Ο πατριωτισμός θέλει πρώτα πρώτα να ξέρουμε τι γί­νεται στον κόσμο, τι λένε και τι κάνουνε οι αληθινοί σοφοί. Καιρός είναι που κατάλαβε η επιστήμη με τι τρόπο, με τι νου πρέπει κανείς να πιάνει τέτοια ζητήματα· έμαθε να ξεχωρίζει πράματα που μαζί δεν ταιριάζουνε· άλλο πατριωτισμός κι άλλο γλωσσολογία. Μόνοι μας θα μείνουμε πίσω, μέσα στ’ άλλα τα έθνη; Ένα βλέπω και λυπούμαι, πως με τις ιδέες μας, με το μπόσικο μας το πείσμα γενήκαμε περιγέλιο στον κόσμο. Και τη λύπη μου τούτη τη λέω πατριωτισμό.
— Εμένα, θα με ξεχνιάσεις με τα λόγια σου; Σε κατά­λαβα και βλέπω πού θέλεις να με φέρεις. Τους δασκάλους και τη γλώσσα τους πολεμάς να ξεπαστρέψεις. Και ποιόνα ελπί­ζεις να ’χεις με τα μέρος σου; Όλος ο κόσμος λέει τη γλώσσα μας βάρβαρη· εσύ λες πως να μην την ξέρουμε είναι βάρβαρο. Εμείς φωνάζουμε πως διόρθωση θέλει· εσύ γράφεις πως διόρ­θωση θέλει το κεφάλι μας. Άραγες θα βρεθεί κανένας να σε πιστέψει; Ο καθένας νομίζει πως γυρέβεις το κακό μας. Δεν είναι πιο φρόνιμο, δεν είναι πιο σωστό να μιλούμε μια γλώσσα σαν την αρχαία, που κανένας μας πια σήμερα δεν τη νοιώθει, παρά να καθούμαστε να μελετούμε τη μητρική μας γλώσσα, που και τα μωρά παιδιά μπορεί σήμερα να την καταλάβουνε; Τι να σου πω; Αφού μου λένε πως με ξεβγενίζει η καθαρέ­βουσα, άρχισε πιάνα μ’ αρέσει τω δασκάλωνε το σύστημα.
— Γιαγιάκα μου, ξέρετε όλα νόστιμα να τα λέτε. Βλέπω και γω η γνώμη σας που πέφτει. Η μόνη εβγένεια είναι της αλήθειας η αγάπη, κι η εβγένεια αφτή δεν κάθεται στα στό­μα· βρίσκεται μοναχά μέσα στην ψυχή· δεν την κάνουνε τα λόγια· γεννιέται με τον άθρωπο και μεγαλώνει με το νου του. Από την αλήθεια δεν μπορεί να βγει παρά καλό. Γίνεται τώρα να βρίζουμε της μάνας μας τη γλώσσα και μάλιστα να τα θαρρούμε σωστό; Η γλώσσα που μου μιλήσατε παιδί είναι σα θησαβρός κρυμμένος στην καρδιά μου. Τη σέβουμαι όσο σας σέβουμαι και σας. Τα καλά τα αιστήματα κάνουνε και τις ιδέες τις καλές. Θα ξεχάσω ποτές πως με παίρνατε στα γόνατά σας και πως μου λέγατε παιδί μου; Πώς να τολ­μήσω λοιπό, το παιδί μου που άκουγα τότες, τώρα να τα κάμω τέκνον μου;
— Με τα χάδια δεν πιάνεις τους δασκάλους. Εμένα μπο­ρείς να με πιάσεις. Κάμε καλύτερα καμιά παραχώρηση. Κοίταξε να τα σιάξεις με τους ομογενείς. Βάλε νερό στο κρασί σου.
— Το κρασί, μάνα μου, καλό και το νερό που πίνουμε στην πατρίδα λάμπει σαν τον ήλιο κι είναι καθαρό σαν το διαμάντι. Δε θέλει κρασί· πίνεται μοναχό του. Έτσι και με την αλήθεια. Να μην την ανακατέβουμε· καθαρή να την πίνουμε, για να μας δροσίζει το νου.
Το κρασί, λέω μάλιστα να τ’ αφήσουμε όλους διόλου· το κρασί μοιάζει σα να είναι το φοβερό εκείνο το ρωμαίικο φιλό­τιμο, που μας ζαλίζει το κεφάλι και που μας θολώνει την αλήθεια. Κάμαμε γλώσσα καινούρια, αλλάξαμε προφορά, με το δικό μας μαζί πήραμε κάπου κάπου στις φλέβες μας μέσα κι άλλο αίμα. Το πρώτο μας χρέος είναι να το ξέρουμε και να το λέμε. Ένας λαός υψώνεται άμα δείξει πως δε φοβάται την αλήθεια. Όταν τη φοβάται, θα πει πως δεν τιμά, πως δε σέβεται τον εαφτό του. Στολίζεται με ξένα ρούχα και βάζει ψέφτικες θωριές στο πρόσωπό του, σα να του φαινότανε πως δεν του φτάνουνε τα φυσικά του στολίδια. Πρέπει να ’χουμε συνείδηση καθαρή. Ας έχουμε και καλύτερη ιδέα για την καινούρια μας την Ελλάδα και για το νέο μας το λαό. Ας μην ντρεπούμαστε να φανούμε κείνο που είμαστε. Έτσι θα δείξουμε πιότερη αξιοπρέπεια. Να μη ζητούμε ξένα φτιασίδια και προτερήματα που δεν τα ’χουμε. Όσο μικρά κι αν είναι τα δικά μας, θα προκόψουμε την ημέρα που θα ’χουμε το θάρρος να περηφανεφτούμε για τα δικά μας μοναχά.
— Κάλλια, παιδί μου, να ’πιανες να ’γραφες κινέζικα, κάλ­λια να καταγινόσουνε — είναι καιρός ακόμη — με καμία γλώσσα της Αουστραλίας ή της Αφρικής, παρά να μελετάς τα ρωμαίικα· Μη σε μέλει· οι δικοί μας ποτές γνώση δε θα βάλουνε και συ άδικα θα χολοσκάνεις. Ο μπελάς στο κεφάλι σου θα ξεσπάσει. Ή θα σε βρίσουνε ή θα κάμουνε πως δε σε ξέρουνε. Τουλάχιστο να μου τα λες εμένα· μην τα λες εκεινούς.
— Το χρέος του πρέπει να κάμει ο καθένας, όσο ζει, και την πεποίθηση που έχει μέσα ριζωμένη στην καρδιά του, σα σκλάβος να την ακούει. Η πεποίθηση μέσα φωνάζει κι η φωνή της, άμα βροντήσει μέσα στο στήθος, πρέπει με κάθε τρόπο όξω να βγει!
— Πήγαινε το λοιπό, αφού έτσι το θέλεις! Ποιος σε πιά­νει; Μια χάρη μόνο θα σου γυρέψω. Πρόσεχε, παιδί μου, τη θρησκεία να μην την αγγίξεις. Θρησκεία σε μας πατριωτισμό σημαίνει και τον πατριωτισμό τον έχουμε ανάγκη για την ώρα.
Άκουσε κι ένα άλλο που θα σου πω, να σε βρίζουνε, μα εσύ να μη βρίζεις· τράβα ίσια το δρόμο σου και μη σε μέλει. Τρόπους καλούς μπορούμε να ’χουμε πάντα· έχε τους και συ. Ό,τι κι α σου πούνε στην ομιλία, πάντοτες να λες ναι· όταν πιάσεις την πέννα, τότες αλλάζει· όσο θέλεις, το όχι σου να το χτυπάς. Οι καβγάδες δε φελούνε· οι αθρώποι πιάνουνται με τα γλυκά τα λόγια. Για να το θυμηθείς ακόμη καλύτερα, φύλαγε στο νου σου κι αφτή μου την παραγγελιά·

Μ’ όλους όμορφα, παιδί μου,
Να φερθείς μη λησμονήσεις
— Και στον Κόντο να μην κάμεις

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου