Σελίδες

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014

Α’ Πόθος κρυφός



Ένα πρωί στην έξοχη, που μυροβολούσανε οι πεδιάδες και που τα δέντρα κελαδούσανε, πουλιά γεμάτα, βγήκα και γω — κάτω στης δυτικής Γαλλίας τ’ απόμακρα τα παράλια όπου βρισκόμουνε τότες — να σεργιανίσω όξω στους κάμπους και να λούσω στη δροσιά της αβγής κορμί και ψυχή. Ανέβηκα απάνω σ’ ένα λόφο μικρό. Στο πλάγι μου, τα χόρτα είχανε ξαπλω­μένη τη λαμπρή τους πρασινάδα· μισοβρεμένα από την πρωι­νή δροσιά, σαν καμαρωμένα μέσα στο ζωηρό τους το χρώμα, όλα τους φορούσανε τη στολή τους, διαμάντια, σμαράγδια και μαργαριτάρια. Το χορτάρι, χρυσολούλουδα κεντημένο, έμοιαζε ύφασμα ζωντανό. Τα τριαντάφυλλα ανοίγανε τα κόκ­κινά τους φύλλα. Τ’ αγιόκλημα, η αλιφασκιά, οι σπαρτιές περεχούσανε την καρδιά με τη μυρωδιά τους. Φυσούσε αγέρι σιγαλό· παρέκει, σε μια κοιλάδα, κουνιόντανε τα στάχυα αγά­λια αγάλια και κάνανε την κυματιστή τους την κουβέντα· έσκυφτε το ένα στ’ άλλο, σα να χαιρετιόντανε. Ήτανε όλο χαρούμενα που τα ζέσταινε ο ήλιος με τις γλυκές του αχτίδες. Ο ουρανός ερωτεμένος γλυκοκοίταζε τη γης, σαν που κοιτάζει την αγάπη του ένας νιος, όταν περάσει και τη διει. Τόσο φως, τόση φλόγα σκόρπιζε από κει απάνω στον κόρφο της μέσα, που φαινότανε, αλήθεια, σα να μην ήξερε ο ήλιος πώς να προ­φτάσει από τα τρελά φιλιά που γύρεβε να της δώσει. Η άνοιξη είναι ο μεγάλος έρωτας που μας ανάφτει και που κάθε χρόνο τον κόσμο γεννά. Όλα τα ξανοίγει, όλη τη φύση, όλες τις ψυχές· πες μια πλημμύρα ζωή που κατεβαίνει.
Καθόμουνε ήσυχος, δίχως φροντίδα, δίχως καμιά συλλογή. Γαλήνη γινότανε η ψυχή μου. Μ’ όλη μου τη δύναμη τέν­τωνα τα στήθια μου, για να τα γεμίσει ζωή. Χαιρόμουνε και γω την άνοιξη, τη φύση, τον κόσμο. Η εφτυχία, τι είναι; Μια ενέργεια, τίποτις άλλο. Όλα ενεργούσανε τριγύρω μου και μέσα μου, τα δέντρα για να λουλουδιάσουνε, η καρδιά μου για να καταλάβει ακόμη καλύτερα τη γλύκα, την ομορφιά της ζήσης. Άκουγα τη φύση και τραγουδούσε κοντά κοντά στ’ αφτιά μου το παντοτινό της το τραγούδι, που κάθε χρόνο το ξαναλέει, το τραγούδι της ζωής και της αγάπης. Έβλεπα την όμορφη θέα που είχα μπροστά μου, από πάνω μου τον ουρανό με τη φεγγοβολιά του, στο πλάγι μου κάμπους και πρασινάδα κι άξαφνα πιο κάτω, άμα σήκωνα τα μάτια, απέ­ραντη θάλασσα με τα μαβιά της κύματα, θάλασσα γελαστή, άσπρους αφρούς στολισμένη.
Αχ! τη θάλασσα, γιατί να τη διω; Γιατί να μη μου τη σκεπάσουνε οι πλατάνοι, οι ιτιές και τ’ άλλα τα δέντρα που βγάζει το χώμα το γαλλικό; Μόλις την είδα τη θάλασσα, και πήρε η φαντασία μου άλλο δρόμο. Θυμήθηκα την πα­τρίδα! Και στην πατρίδα θάλασσα θα με πάει. Ότι το συλ­λογίστηκα, ότι έβαλα τέτοια ιδέα στο νου μου, του κάκου! Δεν μπορούσα πια τίποτις άλλο να συλλογιστώ. Ξέχασα την πρασινάδα, τα λουλούδια, τον ουρανό, και τη φύση που πρώτα δε χόρταινα να τη βλέπω. Κάτι με τραβούσε! Μια λιγούρα μου έτρωγε την καρδιά και δε μου άφηνε ησυχία. Στη στιγμή έπρεπε να σηκωθώ, να γυρίσω σπίτι, να μετρήσω τους παρά­δες μου — να βγω στο ταξίδι.
— «Ναι! έλεγα μέσα μου όσο περπατούσα και πήγαινα σπίτι, είναι ανάγκη πια! Πρέπει, πρέπει χωρίς άλλο να διω τους ομογενείς! Τέτοια λαχτάρα έχει η καρδιά μου. Δεν ξέρω, μα σα να μου φαίνεται πως γέρασα πάρα πολύ. Είναι καιρός να πάω να ξανανιώσω, να πέσω μέσα στον Ιλισό, το νόστιμο το ποτάμι που δε φταίει το κακόμοιρο α δεν τρέχει, αφού δεν έχει μήτε μια σταλιά νερό. Πρέπει να διω τους δικούς μου, να διω την Πόλη, τη Χιο και την Αθήνα! Πόσα χρόνια είναι τώρα που άφησα την πατρίδα, πόσα χρόνια που ζω ήσυχος, φτυχισμένος στην καινούρια μου, την αγαπημένη πατρίδα! Εδώ τίποτις άλλο δεν έπαθα παρά καλό. Καιρός, καιρός είναι να μαλώσουμε λιγάκι με τους ομογενείς. Πότε θα τους χαρώ και γω τους βλογημένους μου Ρωμιούς, τους καλούς μου πατριώτες; Πάντα αψηλά πετά ο νους τους, όλο εβγένεια πνέει η ψυχή τους· ζούνε ακόμη με το Σωκράτη και με τον Περικλή. Από τ’ αρχαία τα χρόνια τίποτα ίσα με τώρα δεν άλλαξε, γλώσσα, αίμα, προφορά. Φτάνει να τους ρωτήσεις· έχουνε πάντα χίλια δυο να σου πούνε για να σου τ’ αποδείξουνε— και να σε βρίσουνε, αν πεις όχι.
Τις βρισιές τους, να τις ξανακούσω μια ώρα αρχύτερα! Εδώ στη Γαλλία που κάθουμαι, ποτές, όχι! ποτές κανένας μου φίλος — αλήθεια είναι, και πρέπει να το πω — μήτε θύμωσε, μήτε τα χάλασε μαζί μου, μήτε μου το βάσταξε βαρύ, μήτε μια γροθιά μου έδωσε στη ζωή μου. Αν και δε συφωνούσανε πάντα οι ιδέες μας, συφωνούσανε οι καρδιές μας. Το φέρσιμο μας πάντα της αθρωπιάς. Γίνεται τέτοια μονοτονία; Βαρέθηκα την τύχη μου. Θα φιλήσω τον πρώτο που θα με βρίσει. Καβγάδες δίψασε η ψυχή μου. Είναι καιρός που μου τρώει σα λιγούρα την καρδιά μου. Λαχτάρα μ’ έπιασε να ξαναδιώ τη μάνα μου — την Ελλάδα! Ο νους μου μεγάλα γυρέβει. Θέλω δόξα και γροθιές!
Πόσους είδα, πόσους γνώρισα στον κόσμο! Όσους φωστή­ρες έχει η καλή μου Γαλλία, μικρούς και μεγάλους, τους ξέρω. Πρόφτασα και τον περίφημο το γέρο, το Βιχτώρ Ουγ­κώ. Μου έκαμε σωρό τεμενάδες και μου είπε· — «Μεγάλος είσαι συ· τι είμαι γω;» Μόνο τους δικούς μας τους μεγά­λους, μόνο τους καλούς μας δασκάλους δε θα τρέξω να διω; Και τι να την κάμω τότες τη ζωή; Κάλλια μια ώρα να τους πλησιάσω και να πεθάνω, παρά να ζω χρόνια και να μην τους βλέπω! Ξέρεις τι γλύκα, τι νοστιμάδα πού την έχει ένας που σου πετά πρώτα στο πρόσωπο όσα λόγια, όσες βρισιές ξέρει και δεν ξέρει, κι έπειτα πετιέται κι ο ίδιος στην αγκα­λιά σου, λέγοντας· Μπρε αδερφέ! έλα να σε φιλήσω!
— Γυναίκα μου, να σε χαρώ, να ’χεις έτοιμο το σεντούκι. Ή αν το θέλεις κι έτσι (πλήρωσον το κιβώτιον και κράτει τας αποσκευάς ετοίμους.» Θα σε πάω στην Ελλάδα! Ας αφήσουμε για τρεις μήνες — το πολύ πολύ — τη γλυκιά μας τη γωνιά όπου καθούμαστε κουκουλωμένοι ζεστά στην αγάπη μας μέσα, σαν το πουλί στη φωλιά του. Έλα να διεις του αντρός σου την πατρίδα. Έλα να καταλάβεις πως μιλούσανε ο Πλάτωνας κι ο Σωκράτης. Έλα ν’ ακούσουνε τα βάρβαρά σου τ’ αφτιά την προφορά που έβγαζε του Όμηρου το στόμα. Τι κάνουνε οι σοφοί της Εβρώπης, οι επιστήμονες, οι αρ­χαιολόγοι, οι γλωσσολόγοι, όταν κανένα δύσκολο ζήτημα τους σκοτίζει το κεφάλι, όταν πολεμούνε να καταλάβουνε πώς ζούσανε οι αρχαίοι, με τι τρόπο ντυνόντανε, πώς βάζανε τη φορεσιά τους, πώς πεινούσανε και πώς τρώγανε; Τι κάνουνε, όταν απαντήσουνε άξαφνα σε κανένα συγραφέα, πεζογράφο ή ποιητή, μια φράση που τους ξεφέβγει, μια λέξη που δεν εννοούνε; Τι κάνουνε, όταν άλλη βοήθεια δεν έχουνε πια, για να φωτιστεί ο νους τους, παρά κανέναν κώδικα μισοσβησμένο, και προσπαθούνε, όλοι τους μαζί, να διορθώσουνε τα σακα­τεμένα χωρία ενός χερόγραφου; Μήπως κάθουνται και σπουδάζουνε, ανοίγουνε ή σφαλνούνε τα βιβλία της επιστήμης, σκαλίζουν επιγραφές και σπάνουνε το κεφάλι τους για να ξεδιαλύσουνε την αλήθεια, με τα λίγα μνημεία της αρχαιό­τητας που σωθήκανε ίσα με τώρα; Όχι βέβαια! Οι σοφοί Εβρωπαίοι, αν κανένας αρχαίος ζούσε ακόμη και σήμερα, θα τρέχανε αμέσως, θα φιλούσανε τα πόδια του για να τους πει την έννοια της λέξης που δεν ξέρουνε, το νόημα του χωρίου που τους βασανίζει, τα μέτρα του στίχου, την ποιότητα και την ποσότητα κάθε συλλαβής. Τώρα πάνε όλοι στην Ελλάδα, κι είναι σα να μιλούσανε κανενός αρχαίου. Ρωτούν ένα δά­σκαλο ή ένα χωρικό, κι ο δάσκαλος ή ο χωρικός αμέσως λέει του σοφού ό,τι θέλει ν’ ακούσει· όλες του τις απορίες με μια λέξη θα του τις λύσει, γιατί ξέρει ο καθένας στην Εβρώπη πως άμα πατήσει στο βασίλειο, θα βρει την αρχαία Ελλάδα απαράλλαχτη και ζωντανή.
Ας πάμε και μεις. Άβριο φέβγουμε. Ακόμη μια παραγ­γελιά να σου δώσω. Μην ξεχάσεις, ζωή μου, σε παρακαλώ, να βάλεις δυο τρεις σταφίδες στο σεντούκι. Είναι της αθρωπιάς να φέρουμε και μεις κανένα χάρισμα στους ομογενείς. Μπορεί να σωθήκανε κι οι σταφίδες. Πρόσεχε, φως μου, και θυμήσου να πάρεις καμιά Γραμματική της νεοελληνικής. Πρέπει να ξέρουμε να μιλούμε. Κάτω κάτω στο σεντούκι, ρίξε, ψυχίτσα μου, την Grammaire du grec actuel του Rangabe»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου