Σελίδες

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2012

ΤΟ ΑΓΑΘΟΠΟΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΩΔΕΙΟΥ





Είναι το φάντασμα ενός νέου, που πέθανε στα εβδομήντα του, χωρίς να ξέρει ούτε τις νότες. Μεγάλωσε μέσα στην κατοχή. Ούτε λεφτά για ωδεία δεν υπήρχαν ούτε χρόνος για τέτοιες σκέψεις. Αγαπούσε παρ’ όλα αυτά να ακούει την απέναντι μεγαλοκοπέλα να παίζει στο πιάνο κάθε απόγευμα στις πέντε την ίδια πάντα μελωδία. Το Für Elise του Beethoven. Μένανε στο Πασαλιμάνι, όμως κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών της Αθήνας από τους Γερμανούς είχανε καταφύγει σε ένα σπίτι μιας άκληρης θείας του στο Κουκάκι. Τους παραχώρησε δωρεάν το υπόγειο. Οι Γερμανοί δεν βομβάρδιζαν γύρω από τον ιερό βράχο της Ακρόπολης, κι έτσι όλοι έτρεχαν να μείνουν στην Πλάκα, στου Μακρυγιάννη, στο Κουκάκι. Ακόμα και στο Μετς ήταν πολύ καλύτερα από αλλού. Μόνο που εκεί ήταν το νεκροταφείο δίπλα, και οι δεισιδαίμονες το απέφευγαν. Λέγανε ότι τα φαντάσματα των σκοτωμένων παιδιών γυρνούν πάνω από τα μνήματα τις νύχτες και παίζουν τόπι,  κρυφτό, τραμπάλα, αιωρούνται από τα δέντρα, και κάνουν όλες τις ζαβολιές που η ζωή – ή μάλλον ο Θάνατος – τους αρνήθηκε. Η δική του βαθιά επιθυμία ήταν να μάθει μουσική και να παίζει στο πιάνο την ώρα που μία κοπέλα με κρινένια δάχτυλα και ψιλή φωνή θα τραγουδάει. Θα τραγουδάει… και τα δάχτυλά της θα χαϊδεύουν την απαστράπτουσα μαύρη επιφάνεια ενός πιάνου με ουρά. Είχε δει ένα τέτοιο πιάνο κάποτε σε μαγαζί της οδού Ιπποκράτους. Δεν τόλμησε να μπει και να καθήσει στο σκαμνάκι μπροστά και να δοκιμάσει να παίξει. Ήτανε τα ρούχα του φτωχικά. Φοβήθηκε ότι κάποιος από τους υπαλλήλους, ο πιο ψηλός, ο πιο νταβραντισμένος θα τον πετούσε έξω. Έτσι ποτέ δεν τόλμησε. Γενικώς, ποτέ δεν τόλμησε για τίποτα. Μετά τον πόλεμο ένας θείος του παρακάλεσε – δεν ξέρει ποιον, δεν ρώτησε… – και τον πήραν στην Εθνική Ασφαλιστική κλητήρα. Έμεινε τριανταπέντε χρόνια στο θυρωρείο της οδού Καραγεωργή Σερβίας να παρατηρεί ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει. Ααα, σε αυτό δεν του ξέφευγε κανένας. Παρ’ όλη την άνοια που είχε εμφανιστεί απρόσκλητη λίγο πριν τα πενήντα πέντε του. Όταν πήρε σύνταξη, αγόρασε με το εφάπαξ – ήταν ένα γενναίο ποσό τότε – ένα δυαράκι στον δεύτερο όροφο επί της οδού Τήνου, λίγο πιο πάνω από την Πατησίων. Από το Ωδείο που ήτανε απέναντι έβγαιναν κάθε απόγευμα μελωδίες θείες. Κι έτσι συνήθιζε να πίνει το καφεδάκι του στο καθιστικό με συνοδεία μουσικής. Την τηλεόραση την είχε πάντα αναμμένη, αλλά χωρίς φωνή. Ούτως ή άλλως δεν τον ενδιέφερε τι γίνεται στον κόσμο. Δεν τα καταλάβαινε. Με το ζόρι είχε βγάλει το δημοτικό. Με ντενεκέδες λάδι και με μεγάλα κεφάλια μυζήθρας, αλμυρής μυζήθρας. Σαν κεφάλια μωρού ήταν εκείνα τα παραλατισμένα κομμάτια τυριού. Κάποια στιγμή κατάπεσε. Δεν είχε κανέναν να τον κοιτάξει. Η γυναίκα του έφυγε με τον πρώτο της ξάδερφο που ήταν κι αυτός παντρεμένος, για τη Γερμανία ή για την Αυστραλία ίσως. Ποτέ δεν ρώτησε να μάθει. Κι ο γιος του, ο γιος της δηλαδή, όταν έμαθε ότι ήταν παράνομος καρπός της μάννας του με τον ξάδελφό της, εεε, τότε ήτανε που έριξε μαύρη πέτρα πίσω του και δεν ξαναμίλησε ποτέ στον φτωχό πατέρα του. Όχι πως είχανε και ποτέ ιδιαίτερα θερμές σχέσεις, αλλά, όπως και να το κάνουμε, τηρούσαν τα προσχήματα, όπως όλος ο κόσμος… Κανείς δεν ξέρει πόσες μέρες έμεινε πεθαμένος. Τον βρήκαν πεσμένο μπροστά από την κλειστή μπαλκονόπορτα, με το δεξί χέρι κοκκαλωμένο, σα να προσπαθεί να τραβήξει την κουρτίνα. Από τότε το φάντασμά του γυρίζει άκακο στις αίθουσες του απέναντι ωδείου, και παρακολουθεί ανελλιπώς όλα τα μαθήματα. Μόνο που δεν μπορεί να γράψει τις εργασίες του για το σπίτι, γιατί τα γυάλινα δάχτυλά του δεν υπακούουν, και το στυλό γλιστράει από τα χέρια του. Παρ’ όλα αυτά γυρνά αμέριμνος και καλοκάγαθος παντού. Περνάει μέσα από τους τοίχους, γιατί τις σκάλες πάντα τις βαριότανε, κι όταν κάνουν λογοτεχνικές βραδιές στο υπόγειο, κουρνιάζει πάνω από το κουρτινόξυλο, ακριβώς πάνω από το πιάνο, μακριά από την πόρτα – για να μην τον χτυπάνε τα ρεύματα – και παρακολουθεί με μανία όλες τις εκδηλώσεις ρουφώντας λαίμαργα και την τελευταία συλλαβή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου