Σελίδες

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2012

το γατακι





Καθόταν εκεί χνουδωτό κι ευτυχισμένο, με τσίμπλες στα δυο του χρυσά ματάκια. Ήταν τόσο μαύρο, που έπρεπε να το βάλεις πάνω σε μια κόκκινη κουβέρτα για να το φωτογραφίσεις. Αλλιώς φαινόταν σαν ένας μαύρος λεκές, απροσδιόριστος, γιατί κουνιόταν κιόλας και το τύφλωναν τα φλας. Ήταν δεκατριών χρονών, σαν γέρος 91 ετών! Ο φίλος του ο Παναγιώτης, ο κτηνίατρος και ποιητής, του είπε ότι κάθε χρόνος ζωής της γάτας αντιστοιχεί με επτά ανθρώπινα χρόνια. «Ουφ! Τι ταλαιπωρία να ζεις όταν σβήνει το καλοριφέρ» σκέφτηκε ο Μαυρούλης. «Μα τι τσιγκούνηδες άνθρωποι μένουν στο κτήριο αυτό; Γιατί δεν το ανάβουν μία ώρα παραπάνω; Αχ, τα κόκκαλά μου τρίζουν σαν τα σάπια σανίδια στο παλιό παρκέ, που είναι κούφιο από κάτω, και περπατάνε οι κατσαρίδες. Τις ακούω, χώνω το ποδαράκι μου, αλλά δεν δύναμαι να τις πιάσω. Κι εκείνες, σα να το ξέρουν, σουλατσάρουν ανενόχλητες και με κοροϊδεύουν πίσω από την πλάτη μου. Όταν ήμουνα νεαρός κοιμόμουνα με το ένα μάτι ανοιχτό, και το ένα μου αυτί γύριζε πέρα-δώθε σαν περισκόπιο. Τα είδα τα περισκόπια των υποβρυχίων σε ένα πολεμικό φιλμ στην τηλεόραση του αφεντικού μου… Όμως τώρα γέρασα. Βαριακούω από το δεξί αυτί. Έχω και γλαύκωμα, κι από τα δύο μάτια. Τι τα θέλεις; Έτσι είναι η ζωή. Ζήσαμε και γεράσαμε, όπως λένε οι άνθρωποι, όταν φυτέψουν κάποιον στο νεκροταφείο και πηγαίνουν πάνω από το κουτί του και κλαίνε. Ποτέ μου δεν το κατάλαβα αυτό το έθιμο. Τι ανοησία! Αφού αυτοί είναι καλά και υγιείς και ζωντανοί και τρώνε και πίνουν και γλεντάνε. Γιατί κλαίνε; Νομίζω ότι οι άνθρωποι δεν ξέρουν τι τους φταίει. Είναι ένα περίεργο ζώο. Καλοί βέβαια, και με το παραπάνω… Εμένα ο κύριός μου με βρήκε μωράκι στο δρόμο και με περιμάζεψε. Με τάιζε με αυτό το πράγμα που βάζουν βρασμένο γάλα μέσα – δεν ξέρω πώς το λένε – και ταΐζουν τα μωρά των ανθρώπων και τα κατσικάκια. Αλήθεια, πού έχω δει μωρά κατσικάκια; Δεν θυμάμαι. Ας όψεται η άνοια! Μμμμ… τι λέω; Ποιος είπε ότι έχω άνοια; Σίγουρα αυτός ο καλούλης κτηνίατρος που με περιθάλπει από μωρό και μου κάνει κι εκείνα τα εμβόλια που δεν πονάνε καθόλου. Μια φορά τον άκουσα να λέει στον κύριό μου, που είναι συγγραφέας, ότι είμαι ημίαιμος, και προέρχομαι από γάτα Βομβάης, και αγριόγατο. Γι’ αυτό τα μαλλιά πάνω από τα αυτιά μου είναι σκληρά και όρθια, σαν του Γιαννάκη απέναντι. Εκείνος όμως τα κάνει να στέκονται όρθια με μια ανοιχτή πράσινη κρέμα, σαν οδοντόπαστα. Ασχολείται ώρες με τα μαλλιά του και με τα σπυριά που έχει στο πρόσωπό του. Ακμή, νομίζω τα λένε, αν δεν με απατάει η άνοια. Αλλά γιατί η άνοια να με απατάει; Είναι σωστή αυτή η έκφραση ή θα με διορθώσει ο αφεντικός μου; Ποιος να ξέρει; Κάθεται με τις ώρες απασχολημένος μπροστά στο κομπιούτερ του και γράφει. Ποιος τα διαβάζει όλ’ αυτά τα βιβλία; Ο ίδιος πάντως σίγουρα! Έχει πάνω από επτά χιλιάδες τόμους σκορπισμένους στο σπίτι: στις ντουλάπες στο πατάρι, κάτω από την τραπεζαρία, πάνω στις καρέκλες, ακόμα και στο μπάνιο. Μου αρέσει η μυρωδιά του φρεσκοτυπωμένου χαρτιού. Πηγαίνω και κάθομαι πάνω και δεν το κουνάω. Όταν ήμουνα μωρό είχαμε κι ένα στερεοφωνικό με κάτι τεράστια κουτιά – ηχεία τα λένε – που ξάπλωνα επάνω κι άκουγα την κοιλίτσα μου να κουνιέται από τη μουσική. Μου άρεσε ιδιαίτερα ένας Μότσαρτ! Μμμμ… σήμερα θα φάω τόννο σε νερό. Ο τόννος σε ηλιέλαιο με αναγουλιάζει. Ευτυχώς το έχει καταλάβει ο κύριός μου και δεν επιμένει σε τροφές που δεν μου αρέσουν ή που δεν κάνουν καλό στην υγεία μου. Πρέπει να προσέχουμε την υγεία μας. Είναι ό,τι πολυτιμότερο έχουμε. Θα ήθελα να πλένω κι εγώ τα δόντια μου όπως εκείνος. Τρεις φορές την ημέρα, αλλά δεν ξέρω πώς να του το πω. Θεέ μου, γράφει πάλι… Θα ανέβω με τρόπο πάνω στο γραφείο, και θα ξαπλώσω πάνω σε μια στοίβα λεξικά που έχει δεξιά του. Μμμ… με αφήνει. Στις καλές του θα είναι. Δεν με κατεβάζει κάτω. Όμως κι εγώ θα κάνω τη σκανταλιά που την έμαθα όταν ήμουνα μικρός. Θα κουνήσω τη μακριά φουντωτή ουρά μου, δήθεν τυχαία, θα πατήσω το ακριανό αριστερό πλήκτρο, που γράφει Escape και θα τον εκνευρίσω. Θα γελάσω πολύ όταν δω να γουρλώνει τα μάτια του, και να γίνεται κατακόκκινος, όπως μια κακιά υπηρέτρια που είχαμε που με χτύπαγε με το σκουπόξυλο και με τράβαγε από την ουρά… Όμως ο αφεντικός μου ποτέ δεν θυμώνει. Με παίρνει στην αγκαλιά του, μου χαϊδεύει το κεφάλι, με χαϊδεύει στο λαιμό και μετά λέει: ‘Ααα, πάλι σε παραμέλησα φαίνεται γατάκι μου!’. Λέει το ‘γατάκι μου’ τόσο γλυκά που όταν το ακούω λιώνω. Τι να κάνεις; Είχα μια καλή ζωή εδώ. Νομίζω πως τώρα ήρθε η ώρα να πεθάνω. Νιώθω έναν φριχτό πόνο στην πλάτη και η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή. Πώς το είπε ο γιατρός την άλλη φορά; ‘Πλήρης καρδιακή ανεπάρκεια. Αν ήταν άνθρωπος, θα του βάζαμε βηματοδότη. Όμως αυτός ο γατούλης δεν θα αντέξει την επέμβαση, θα μας μείνει. Έχει και νεφρική ανεπάρκεια.’ Τελικά δεν είναι τόσο άσχημο να πεθαίνεις στα γεράματα! Το μόνο που έχω να δηλώσω είναι: έζησα μια ωραία ζωή!». Και ο Μαυρούλης έσβησε στην αγκαλιά του αφεντικού του. Εκείνος δεν τον κατάλαβε αμέσως, παρά μόνο όταν το παχύ σωματάκι κρύωσε. Τότε ένα δάκρυ κύλησε στο αριστερό του μάτι, το άλλο ήταν πάντοτε κόκκινο και ξερό… από τις πολλές ώρες μπροστά στον υπολογιστή. Απίθωσε το νεκρό σώμα του ζώου του σε ένα ζωγραφισμένο με λουλούδια κασελάκι και το πήγε στην οδό Τηλεμάχου, στο φίλο του τον Παναγιώτη, τον κτηνίατρο και ποιητή, που θα το θάψει με όλες τις τιμές στη φάρμα των ζώων στο Μαρκόπουλο, δίπλα στο εκκλησάκι. Αιωνία του η μνήμη!






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου