Aπόψε, ἡ γῆ σου εἶν᾿ ὄμορφη -Θέ μου- ὅλη πέρα ὡς πέρα:
τὸ λόφο ρείκια κόκκινα τὸν ἔχουνε στολίσει,
σὰ νά ῾ναι μιὰ παραμονὴ γλυκιᾶς γιορτῆς, κι ἡ μέρα
σὰν ἀγαθὸ χαμόγελο κι ἐκείνη ἀργεῖ νὰ σβήσει.
Δεξιά, ζερβὰ στὴ μοναξιὰ τοῦ δρόμου οἱ λεῦκες μένουν
ἀκίνητες στὸ λίγο φῶς, δὲ σειέται ἕνα κλαδί τους,
δὲν τρέμει οὔτ᾿ ἕνα φύλλο τους· ὅπου κι ἂν δεῖς σωπαίνουν
καὶ σὰ μιὰ δέηση βουβή, θαρρεῖς, εἶν᾿ ἡ σιωπή τους.
Κάτω στὰ πλάγια τοῦ βουνοῦ, ποὺ γέρνει βυθισμένο
μέσα στοῦ ὀνείρου τὴ σκιά, μὲς στὴ θολὴ γαλήνη,
τὸ μακρινό, τὸ βραδινὸ χωριὸ τ᾿ ἀγαπημένο
σὰν ἄυλος τόπος γιὰ ψυχὲς πού ῾ν᾿ ἅγιες ἔχει γίνει.
Κι ἀπάνω ἐκεῖ δυὸ σύννεφα, λὲς κι εἶν᾿ ἀσπροντυμένοι
ἀγγέλοι, ποὺ μὲ τ᾿ ἀνοιχτὰ φτερά τους σταματῆσαν
κι ηὗραν τὴ γῆ τόσ᾿ ὄμορφη καὶ τόσο εὐτυχισμένη,
ποὺ ἐμεῖναν καὶ τὸν οὐρανὸ γι᾿ ἀπόψ᾿ ἐλησμονῆσαν...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου