Τὰ σκοτεινὰ φυλλώματα τὰ πεῦκα ἀργοσαλεύουν,
σὰ ρασοφόροι στὸ βουνὸ ποὺ μάχονται ν᾿ ἀνέβουν,
κι ὁ θλιβερός τους ὁ ψαλμὸς στ᾿ ἄδεια βογγάει λαγκάδια
σὰ μουσικὸς ἀντίλαλος ἀπὸ βαθιὰ πηγάδια.
Μαζί τους κάτι ὁλόγυμνα κλαριὰ δὲν ἀποσταίνουν
τρελλὰ μιὰ χειμωνιάτικη καμπάνα νὰ σημαίνουν,
ὅπου τὰ γέρνει ὁ ἄνεμος γέρνουν, σημαίνουν, δίχως
ἀπ᾿ τὸ βουβό τους σήμαντρο ποτὲ νὰ βγαίνει ὁ ἦχος.
Καὶ στὸν καθρέφτη τοῦ νεροῦ, ποὺ σὰν τὴν καταχνιά,
κάποτε -τ᾿ ἀνοιξιάτικο τὸ λέει τὸ παραμύθι-
τὸν κῆπο τῆς Νεράιδας ἐστρῶναν τὰ κλωνιὰ
τίποτε τώρα στὰ θολὰ δὲν ἀπομένει βύθη.
Σὲ ραγισμένους γύρω αὐλοὺς οἱ καλαμιὲς φυσοῦνε
τὰ νυφικὰ μαλλάκια τους μαδοῦν μαδοῦν οἱ ἰτιές,
τὸν κῆπο τῆς Νεράιδας σβημένο νοσταλγοῦνε
καὶ κλαῖν τὶς ἀνοιξιάτικες ἐφήμερες σκιές,
Ὤ! κι ὅλο σκύβουν στὰ νεκρὰ νερὰ τὰ βουρκωμένα,
ὤ! κι ὅλο σειοῦνται κι ἔχουνε μὲς στὸν πικρὸ βοριᾶ
τὰ ἴδια τὰ κινήματα, τ᾿ ἀργὰ κι ἀπελπισμένα,
πού ῾χομε μὲς στὴ λύπη μας κι ἐμεῖς τὴν πιὸ βαριά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου