Πιὲ στοῦ γιαλοῦ τὴ σκοτεινὴ ταβέρνα τὸ κρασί σου,
σὲ μι᾿ ἄκρη, τώρα π᾿ ἀρχίσαν ξανὰ τὰ πρωτοβρόχια,
πιέ το μὲ ναῦτες καὶ σκυφτοὺς ψαράδες ἀντικρύ σου,
μ᾿ ἀνθρώπους ποὺ βασάνισε κι ἡ θάλασσα κι ἡ φτώχεια.
Πιέ το ἡ ψυχή σου ἀξέννοιαστη τόσο πολὺ νὰ γίνει,
ποὺ ἂν ἔρθ᾿ ἡ Μοῖρα σου ἡ κακιὰ νὰ τῆς χαμογελάσεις,
καημοὶ καινούργιοι ἂν ἔρθουνε μαζί σου ἂς πιοῦν κι ἐκεῖνοι,
κι ἂν ἔρθει ὁ Χάρος, ἥσυχα κι αὐτὸν νὰ τὸν κεράσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου