«Ἐγώ, σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἀπὸ μικρὸ παιδί, ἤμουνα γιὰ τὰ χαράμια
καὶ τὰ τυφλοφώμια, ἀλλὰ μονάχα
γιὰ νὰ κρατήσω ἀσημωμένα τὰ βουνά μου μὲ ἐλιὲς κι ὅλους μου
τοὺς κόρφους χλωρὰ στρωμένους βελάσματα ἀθώων κι ἀγριάδες
ἀπὸ παίδι μικρὸ σκέπασα τὴν ψυχὴ μὲ μαῦρο ράσο
κι ἐκεῖνοι βλέπανε λερωμένο πανωφόρι
Τί στέκεσαι κι ἀναμετρᾶς μὲς στῆς φυγῆς μου τὸν ἀντίλαλο,
ὅπως ὁ βράχος,
στὰ κάματα διψάει φύλλα καὶ δροσερὰ πουλιά, τέτοια ποὺ μόνο βάσανα
φωλιάζουνε στῶν λέξεών μου τὰ ἔγκατα
Ὅλος ὁ βίος Τετράδη κι εἴδησις θανάτου
κι ὅ,τι εἴπαμε καὶ γράφαμε οὔτε μισὴ ὀκὰ
τσιγαρέττα ψιλὰ Ἀγρινίου τοῦ Βάρκα
Νὰ κάμεις νόμο-τρόπο νὰ περνᾶς μὲ δέντρου ἀλκὴ
ποὺ τὸ ποτίζει στάλασταλα ἡ προσδοκία τῆς ἐπιστροφῆς
Τί θέλεις, ναί, Χριστούγεννα, κι οἱ λίθοι τοῦ ἀναθέματος,
μαζεύονται στὸ στῆθος μου (αὐτὸ ὁ γιατρὸς τὸ λέει βήχα)
μὲ τὸ κερὶ στὸ στόμα θὰ ψάλω τὴν καταβασία
καὶ μ᾿ ἕνα δάκρυ θὰ ἀνασάνει ὁ κόσμος τελευταία φορά, κι ὕστερα
Ὁλόφωτα —
Γιατὶ ἀλλοῦ γεννήθηκα, οὔτε θὰ φύγω οὔτε θὰ ξανάρθω»
Ἀνάδευε τὸ δάχτυλο στὴν στάχτη καὶ τὸ βλέμμα
σπασμένο γυαλικὰ ὅπως κατεβασιὰ τῆς μνήμης ποὺ φυσάει
ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἐφάνη τῶν ὑδάτων
κι ἔγραφε μὲ τὸ δάχτυλο στὴν ἀμμουδιὰ
ὅσα δὲν γίνεται ἄνθρωπος νὰ γράφει καὶ νὰ πεῖ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου