Γεμάτος νύχτα ὡς τὴν ψυχή, ἀνάβω τὰ κεριά μου,
Χριστομαρτύρητε θὰ ρθεῖς, μὰ κούφιο εἶμαι καρύδι.
Εἶναι χακὸς τόπος αὐτός. Στὴν ψίχα τῆς καρδιᾶς μου
δὲν ἔχει στάλαγμα νεροῦ καὶ σέρνεται τὸ φίδι.
Καρβουνιασμένος οὐρανὸς χιονίζει ὅλο βαμβάκι,
χῶμα, βαμβάκι πούπουλο, βαρὺ σὰν τὸ μολύβι.
Κόπιασε, Ἑσπερώτατε, διῶξε μου τὸ φαρμάκι
τὸ κάθε κύμα, ἕνα νησί, στὰ σωθικά του κρύβει.
Ἀπὸ φυλλώματα νυχτὸς κι ἀπὸ καπνοῦ τολύπες
τί κρυσταλλένια ἀλόγατα, δροσιᾶς μαργαριτάρια
περνοῦν στὸν σάπιο ὕπνο μου κι ἀνάβουνε τὶς λύπες —
μὰ οἱ νεκρωτὲς καραδοκοῦν μὲ βέλη καὶ κοντάρια.
Ἄνοιξε χρυσοχώραφο στὶς ἄραχλες τὶς ὧρες
πετραδερό μου διάφωτο τῆς μέσα προσευχῆς.
Κροτίζει ὁ τόπος ὁ κακός. Πὼς ἔρχεσαι ταχὺς
τὸ βλέπω μαῦρος καὶ στὶς κάψες καὶ στὶς μπόρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου