Σελίδες

Κυριακή 25 Μαρτίου 2012

Σταμάτης, πίνοντας κονιὰκ στὸ κρύο τοῦ ὕπνου καφενεῖο

Ἀπὸ ποῦ ἐρχόμουνα. Οὔτε θυμᾶμαι.
Ὅμως ἀκόμη τώρα τὸ φῶς σφαγμένο, σοβάδες ὤχρας και κομμάτια.
Ὡς συνήθως ἔβρεχε, χαράματα. Περπατοῦσα μόνος, σὲ πόλη, σὲ πόλη
τόσο ξενὰ φιλική, πρὸς μαγαζιά κλειστὰ κι ἐρήμωση τῶν ΚΤΕΛ
στῆς Καλαμάτας τὸ ποτάμι.
Μπῆκα, οὔτε καὶ ξέρω πῶς, στὸ ἄδειο καφενεῖο, κι ἐκεῖ στὸ βάθος
Μακρινός, μέσα στήν ὤχρα τῶν καπνῶν γκρίζος καὶ λερωμένος καθότανε
Κι ὅπως ἔκανα νὰ τρέξω. Μὲ βλέμμα πέτρινο σκληρὸ
«μὴν ἔρθεις» μοῦ ἔκανε, «πές μου πρῶτα ἕνα τραγούδι»
« ποιὸ θὲς μωρὲ Σταμάτη», τραύλισα, κι ἐκεῖνος σφύριξε
«Ὅλα τὰ πουλάκια κι ἀμὰν ἀμάν» κι ὅπως ἀρχίνισα
πρόλαβα κι εἶδα τὸ ποτήρι του κρύσταλλο κολονᾶτο
γεμάτο ὣς ἀπάνω μαῦρο ποτὸ αἷμα κι ὅπως ἀρχίνισα
τὀν ἔφαγαν, τὸν χώνεψαν ἡ ὤχρα κι ὁ καπνός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου