Αμίλητη κύκνος διασχίζω της πόλης τα νερά...
Με τις φτερούγες μου κόβω της πόλης τους σιδερένιους
πάγους
θροϊσματα λουστρινένιων φουστανιών πίσω μου
σταματάνε απότομα
μόλις το κεφάλι γυρίσω
Κομμένα δάχτυλα πέτσινα
σέα αγκυλωτοί και στράς
φωτισμένα κρυφά απο πράσινο νέον
σε πύρινες σκάλες βουλιάζουνε
μόλις το κεφάλι πίσω γυρίσω...
.....................................................................
Γιατί τα πολύ μικρά πουλιά
κρύβουνε το κεφάλι στα φτερά
μόλις πάω να τους μιλήσω;...
Γιατί τα όνειρα δε με πλησιάζουνε πια
και στέκουνε μακριά
παράμερα τρομαγμένα;
Μήπως τα όνειρα είναι απο ύλη είναι φθαρτά
και τους φοβούνται τους πεθαμένους;
Γιατί εκεί που πρώτα ήτανε ένα σπίτι απο κάτασπρο φώς
είναι ένα σπίτι χιονιού
και στο κουδούνι σε φορείο κολλημένο το φεγγάρι...
.......................................................................
Στο βυθό
ένα πρόσωπο απίστευτα οικείο
εκτυφλωτικά σκοτεινό
με σέβεται. Με προστατεύει.
.......................................................................
Με επιταχυνόμενο πιο γρήγορο - πιο γρήγορο
πιο γρήγορα στις φτερούγες μου ρυθμό
μ' ιδρώτα παγωμένο σιωπηρό
διασχίζω της πόλης τα λιμνάζοντα νερά
Η ώρα της προδοσίας ήρθε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου