Πως με κοιτάζει έτσι
αυτό το άσπρο κομμάτι χαρτί
πως με κοιτάζει έτσι το φεγγάρι...
Πως θροϊζει μέσα μου
αυτό τον παγωμένο χάρτη στο βυθό
πως με κοιτάει έτσι το φεγγάρι...
Ποιανού καιρού το λυπημένο δάχτυλο
κρυμμένο πίσω απο δάση και βουνά
δείχνει παντού και πουθενά
τι θέλει το φεγγάρι...
Ποιανού αλόγου τρελαμένου το χλιμίντρισμα
κάνει τόση αντήχηση μέσα μου
μου διογκώνει το Εγώ μου...
Ποιανής σελήνης έκλειψη
ποιού φεγγαριού η χάση
μαζί σηκώνει μέσα μου
άμπωτη και παλίρροια δίδυμες αδερφές μου...
πως με κοιτ...
Πως σκύβει έτσι πάνω στο στόμα μου να δεί
αν ανασαίνω ο Καρυωτάκης...
Πίσω απο γαλακτερό αέρα πηχτό
και φθαρμένες κουρτίνες
βαριές βυσσινιές
ξυπνάω... ζώ... κοιμάμαι... έχω πεθάνει;...
Απο δώ
δεν μπορώ άλλο να δώ
παρά φτέρες ψηλές εκλάμψεις χιονιού
κι επιταφίων ουρές
Κάπου μακριά υπάρχει η πόλη.
Φύσηξε
Φύσηξε
Τόμας Ντύλαν
Ρεμπώ
αυτό τον πράο λαό
πίσω απο τριανταφυλλιές
αυτή η πολύ νεαρή νεκρή
μ' ένα στεφάνι ηρωϊνης κοιμάται...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου