13. Κυριακή. Ιανουάριος '85. Πως σε λένε;...
Κάνω προσπάθεια να "γράψω"...
Του λόγου μου το αληθές, όταν διαβάζεις αυτές τις
γραμμές
θα 'ναι να ' χω πετάξει.
Στις αράδες μου μπλέκονται αγριοφράουλες και
βατομουριές
χιλιόμετρα που πέφτουν απάνω μου δε μ' αφήνουν να
προχωρήσω...
Αυτός ο κατακερματισμένος μανδύας, σκισμένος απο
αέρηδες
κι απο βροχές, αυτός ο άσπρος σταλαγμίτης το σώμα μου
μπλέκεται μέσα στα ανυπόδετα πόδια μου, εκθέτει τη
χωρίς
ανθρώπινη ανταπόκριση ψυχή μου.
Κάνω προσπάθεια να γράψω...
Οι δρόμοι της πολυαγαπημένης πόλης μου, φίδια τώρα
της γνώσης
μου παραδώσανε της πόλης τα κλειδιά, με εκπαιδεύσανε
με μάθανε
όσο με σφίγγουνε ν' ανοίγομαι, τώρα με σφίγγουνε,
ανοίγω...
Τώρα σε λίγο δε θα μπορέσεις να με πιάσεις πια, αν
μπορέσεις
κυνήγα με, δε θα με βρείς στους δρόμους της πια, με
προφυλάνε
με κρύβουνε ανεβαίνω...
Σε λίγο αν κοιτάξεις λυπημένος το βράδυ στον ουρανό
ψηλά
θα' μαι ένα χαζό παιδικό άστρο που όλο θα πέφτω.
Ίσως κάνω λάθος που θέλω να γράψω για να κρατηθώ.
Είναι ίσως γιατί νομίζω πως δεν πρόλαβα να πώ
Ευχαριστώ
κι αντί για πεφτάστρο που πρέπει να γίνω και να χαθώ
σαν άνθρωπος αντίθετα ακόμα να σκέφτομαι
και θέλω ρόδο αγάπης να γίνω...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου