Σελίδες

Τετάρτη 30 Απριλίου 2025

XAMENOΣ ΧΡΟΝΟΣ .../Τσιμπιρλή Βίκυ


Τί να την κάνεις την απάντηση ;
Ασεβής θα είναι !
Κουβάρι ξανά ,
θα μπερδέψει έντεχνα το μυαλό σου ,
ως κάνουν συνήθως ,
οι τζογαδόροι των ψυχών ...
Πάντα με δόλο
και πολύπλοκους ελιγμούς ,
εκτός θέματος θα σκορπίζεται ,
σ΄ έναν ξοδεμένο άδοξα χρόνο ...
Όπως τόσες και τόσες άλλες ,
"αναπάντητες απαντήσεις" ,
πού΄βαλαν το λιθάρι τους ,
στο σκοτεινό φράγμα του πηγαιμού σου ...
Σαν τρωκτικό και πάλι ,
θα ροκανίσει τον ύπνο σου
και την ύστατη πεταλούδα ,
που γυροφέρνει τα σωθικά σου ...
Γι΄αυτό ,
καλά έκανες ,
που πέταξες την ερώτηση ,
στην μουχλιασμένη από χρόνια ,
ντάνα των ερωτήσεών σου ...
Τί σημασία έχει άλλωστε ,
να μάθεις ,
αν ήταν Ένα ,
ή δύο ...
ή χίλιαδεκαδύο ,
τα σύννεφα που καλπάζουν ,
στους επιδερμικούς ουρανούς των ανθρώπων .
Άσε που με τα σάλια ,
εσύ ... Δεν βολεύεσαι !

ΑΜΙΛΗΤΑ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ / Θέμελης Γιώργος


Αμίλητα πεθαίνουν τα φτωχά λουλούδια

Όπως τα καρπερά καλοκαίρια επάνω στα δέντρα
Τα χέρια που αφήνονται χωρίς να ραγίσουν

Αμίλητα πεθαίνουν τα φτωχά λουλούδια
Γαλήνια εγκατάλειψη πιο τρυφερή κι από μητέρα

Ύπνος βαραίνει τα δάση σκοτεινή βροχή
Τα εγκαταλελειμμένα σπίτια που κλείστηκαν στην ερημιά τους
Κι αν δακρύζει για μας –ποιος ξέρει– κάποιος άγγελος
Κι αν μας θυμάται κάποιος ουρανός
Είναι για τα λουλούδια που πεθαίνουν έτσι απλά
Για τα φτωχά λουλούδια που έχασαν τη μιλιά τους

Όμως η καρδιά τους ανοίγεται σαν ένα μυστικό
Η σιωπή τους βυθίζεται μέσα στη νύχτα μας

Γαλήνια εγκατάλειψη πιο τρυφερή κι από μητέρα

ΑΠΛΩΜΕΝΗ ΚΗΛΙΔΑ / Θέμελης Γιώργος

 


Πρόσωπο χαραγμένο στον άνεμο
Μορφή αναμμένη στην όραση
Στόμα πικρό σφραγισμένο
Μ’ ένα κομμάτι πάχνη
Χέρια ξυλένια στο λιθόστρωτο

Σκιά μεγάλη
Αίμα λιωμένο
Που απλώνεις μια λίμνη σκοτεινή
Τριγυρισμένη από φαντάσματα
Επάνω στο χώμα

Ο ήλιος κατέβηκε να σε σκεπάσει
Με την πορφύρα του
Διάτρητη σχισμένη από ρανίδες

Παράθυρα λυγισμένα σαν ένα δάσος
Πόρτες πνιγμένες
Από καπνό και σύγνεφα

Όλα τα μάτια μεταμορφώθηκαν σε αγάλματα
Όλα τα χέρια εξαφανίστηκαν
Κάτω απ’ το δέρμα

ΦΑΝΤΑΣΜΑ / Θέμελης Γιώργος

 


Κανένας πετεινός
Δε θα λαλήσει πια
Κανένας πετεινός

Κόπηκε η καρδιά

Κανένας πετεινός
Τσάπες και φτυάρια
Μέσα στ’ αυτιά

Είχα μια ψυχή
Και την έχασα
Μες απ’ τα δόντια σου

Δε θα λαλήσει πια

Είχα μια ψυχή
Κι είχαμε μαζί
Ένα σώμα
Ζωντανό κρέας
Κι ένα σανίδι

Κόπηκε η καρδιά

Ψυχές που χάθηκαν
Καρδιές που κόπηκαν
Χωρίς να γνωρίσουν
Θέλουν τα δώσουν πίσω
Τ’ αποξενωμένα χέρια
Τα ψεύτικα κόκαλα

Τα μαλλιά και τα ξύλα θυμούνται

Ήμουνα παιδί
Κι είχα μια ψυχή
Δυο μήλα και δυο χέρια
Σαν περιστέρια

Είχα μια ψυχή
Κι είχαμε μαζί
Ένα σώμα

Χωρίς καρδιά δίχως σανίδι
Δεν μπορώ να κοιμηθώ
Χωρίς μήλα δίχως χέρια
Με μια πέτρα επάνω στο στήθος

Δεν μπορώ να κοιμηθώ

Ψάχνω να βρω σημάδια
Μέσα στα μάτια
Μέσα στο δέρμα
Επάνω στα παλιά
Λερωμένα εσώρουχα

Μια ρανίδα
Ένα βλέφαρο

"Χειμώνας" / Ρούλα Τριανταφύλλου


Ασάλευτοι χρόνοι.
Η ζωή, η μικρή μου ζωή, μια προσμονή.
Ο κόσμος υψώνει τα χέρια στον ήλιο
Κι έξω είναι χειμώνας
Να εδώ χάμω σ ΄αγγίζω και τρέμω.
Ψυχή μου ακοίμητη κι ασάλευτη
Ως πότε ελπίδες,
Ως πότε όνειρα,
Ως πότε ζωή μου;
Θάλασσα που σωπαίνει στις αδούλωτες τρικυμίες.
Κι ‘ότι πιστέψαμε ως εδώ ήταν;
Πως προχωρούν τα σκοτάδια.
Χαραγμένα στο ύστερο φως. Ασάλευτα.
Περίμενε λίγο είπες,
Λίγο ακόμα…
Άσε το παραθύρι ορθάνοικτο,
T’ ονείρου τα πουλιά
να διαβούνε και πάλι
Άσε το παραθύρι ανοικτό,
Η βροχή κι ο αγέρας να περάσουν,
να πλαγιάσουν στα δικά μας αλώνια.
Ω! Ασάλευτοι χρόνοι, ασάλευτη πόλη.
Εδώ η συντριβή.
Στα δάχτυλά αίμα η ζωή κυλάει.
Κι αν για λυτρωμό, μιλήσαμε,
Ευτυχία που είναι χειμώνας.

Κυριακή 27 Απριλίου 2025

ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟ ΔΟΞΑΣΤΙΚΟ / Δελιόπουλος Γιώργος

 


στην Αγιάσο

Σφυρίζοντας ανέβαινες και γύρευα νερό
μήπως βραχεί ο ίσκιος μου στην πέτρα
κι ασθμαίνοντας την ποίηση δεν πρόφθαινα
έμεναν πίσω νήπιες οι κουρασμένες λέξεις
να κυματίζουν με κλωστές απ’ τα παράθυρα

καθώς φυλούσες το ψωμί στην αγκαλιά
να μεταλάβω τη γιορτή σου πεινασμένος
κι είχα φορέσει αναμμένες προσευχές
είχες κρεμάσει τα καντήλια στον λαιμό

να δοξασθείς κατάφωτη τον Αύγουστο.

ΘΕΡΙΝΗ ΔΡΑΠΕΤΙΣ / Δελιόπουλος Γιώργος

 


Κεκλεισμένων των πάγων
και μαρσάρει ο Αύγουστος
ετοιμόφυγη γράφω στο κρύο

ανεβάζω τις στροφές, καταργώ τα φρένα
στύβω το γκάζι τέρμα, μηδενίζομαι
λίγα γραμμάρια στον άνεμο φτερά
μια κατηφόρα η ανάποδη κορφή

ώσπου τρέχουν κουρασμένοι
κάτω από τις ρόδες
θάλασσες οι δρόμοι

και μακραίνουν μέσα.

ΑΔΕΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ / Δελιόπουλος Γιώργος


Με φλογισμένα ποιήματα ξεκίνησα
μικρή-μικρή καταμεσής του δρόμου
κι έφθασα να θρηνώ την ηλικία μου
με κάρβουνα σε αναμμένα χείλη.

Γιατί χρειάζομαι αλήθεια ποιητές;
όταν καούνε οι προσευχές μας στον βωμό
κι όταν καθένας κουλουριάζεται στην όχθη του
όταν κανείς δεν επισκέπτεται τον στίχο
κι όπως οι λέξεις τους δεν ακουμπούν τα πράγματα
όταν μυρίζουν ναφθαλίνη στο συρτάρι
αφού δε γίνονται σωσίβια, άρα πνίγονται

πώς θα φωνάξουν τ’ όνομά μου βυθισμένες;

Τετάρτη 23 Απριλίου 2025

[Τα κεφάλια του Γένους…] / Βαφόπουλος Γεώργιος

 


“Τα κεφάλια του Γένους και του Κράτους”,
ο Παπαδόπουλος κι ο Μακαρέζος.
Έχει πια τώρα φτάσει κι η σειρά τους,
νά ’ρθει ένας άλλος μουσικός Βιεννέζος

τη δική τους να γράψει κωμωδία,
σ’ εύθυμης οπερέτας το λιμπρέτο.
Για την εφτάχρονη όμως τραγωδία,
χρειάζεται ενός Αισχύλου το στιλέτο.

Τενεκέδες, που κάμνουν φασαρία,
κάποτε μπαίνουν και στην ιστορία.

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΕΙΛΗΝΟΣ / Βαφόπουλος Γεώργιος

 


Ίσως μόνο κάποιος Γαλάτης ποιητής
θα μπορούσε να φαντασθεί ένα Φαύνο,
κυνηγώντας μέσα στο δάσος της Βουλόνης,
αντί Νύμφες ανύπαρκτες κι Αμαδρυάδες,
σύγχρονες υπαρκτές Κατερινέτες.

Όμως εμείς οι απόγονοι αυτών που στήσαν,
στην έξαρση μιας αχαλίνωτης μυθοπλασίας,
θεούς και δαίμονες πάνω σε βάθρα απίθανα,
πώς μπορούμε να φαντασθούμε τώρα
τα πανάρχαια της Αρκαδίας δάση,
δίχως τον Πάνα, με τη συνοδεία Σατύρων;

Ευτυχώς, μες στην αδιάκοπη ροή του χρόνου,
κατάφεραν, για τη δική μας ίσως ευφροσύνη,
ή και για τη δική μας δυστυχία, να επιζήσουν
οι Αμαδρυάδες με τους νεαρούς Ερωτιδείς,
σε σύγχρονα ορχηστρικά συμπλέγματα.

Αλλά ξάφνου, σε μιαν αναδρομή στο παρελθόν τους,
με τη βοήθεια ίσως του «από μηχανής θεού»,
οι Αμαδρυάδες, μαζί με τους Ερωτιδείς τους,
ξαναπαίζοντας τις παλιές ερωτικές καντρίλιες,
πανικόβλητες σκορπισθήκανε στο δάσος.

Μια αποφορά βαριά την όσφρησή τους πλήγωσε,
καθώς αντίκρισαν τυμπανιαίο το σώμα
ενός πρόσφατα πεθαμένου Σειληνού.

Ίσως να ’ταν ο στερνός του Διόνυσου οπαδός,
εκείνος που άλλοτε κρυμμένος μες στις λόχμες,
κρυφοκοιτώντας τα παιχνίδια των γυμνών Νυμφών,
με την πύρινη φλόγα των ματιών του
και με την ασελγή του προσδοκία, καραδοκούσε
να τρυγήσει τις ρώγες νεανικών μαστών.

Τώρα οι πανικόβλητες Αμαδρυάδες
κι οι ζωηρότατοι μικροί Ερωτιδείς τους
δεν τολμούσαν πια να γυρίσουνε στη λόχμη.

Με μιαν ανάστροφην αναδρομή τους στο παρόν,
προτίμησαν να σβήσουνε τον πανικό τους,
πίνοντας δυνατά ποτά της εποχής μας,
μες σ’ ένα μπαρ της σύγχρονης μυθολογίας.

Δε χόρεψαν το ροκ εντ ρολ ή κάποιον άλλο
χορό του δικού τους τώρα πια συρμού.
Συνομιλούσαν, κρατώντας το ποτήρι τους,
με κάποιαν έξαψη μαζί κι αμηχανία,
για τη στάση του σώματος του Σειληνού,
καθώς είχανε δει το χέρι του να σφίγγει
το μαραμένο του φαλλό, σε μια προσπάθεια
πιθανότατα γεροντικού αυνανισμού.

Κι αναρωτιόνταν τούτες οι μικρές Κατερινέτες,
αν το σώμα εκείνο ανήκε πράγματι
στον τελευταίο απ’ τους αρχαίους Σειληνούς,
έτσι καθώς είχαν θερμή την αίσθηση ακόμα
της βίαιης επαφής από τις περιπτύξεις
των νέων Φαύνων της δικής μας εποχής,
που τόση γοητεία ασκούν στ’ ανόητα θηλυκά.

(Όμως αναρωτιέμαι τώρα πια κι εγώ,
μήπως είναι όλοι τούτοι οι στίχοι
το καταστάλαγμα πικρών αισθήσεων,
ενός γεροποιητή, που τρέφεται μονάχα
μ’ αναμνήσεις μιας αμετάκλητα χαμένης νιότης;)

Δεκέμβριος 1983

ΤΟ ΞΑΝΑΓΥΡΙΣΜΑ ΤΩΝ ΣΑΤΥΡΩΝ / Βαφόπουλος Γεώργιος

 


Λυδία, στα φύλλα που έσταξε το δάκρυ η ψεσινή βροχή,
αργά σαλεύει μια άφραστη κι επίσημη γαλήνη.
Ενός αρχαίου ποιμενικού, που πέθανε, θεού η ψυχή,
με την παλιά της δόξα, λες, το δάσος μεγαλύνει.

Ποιός είπε πως η δόξα πάει των χρόνων των παλιών, πως παν
οι λάλοι αυλοί κι οι σύριγγες στης Αρκαδίας τα δάση;
Λυδία, καλή μου, έλα κοντά, ζει στους δρυμούς ακόμα ο Παν
και το αίμα των σατύρων του τις φλέβες πάει να σπάσει.

ΤΑΞΙΔΙ / Γιώργος Αλεξανδρής

                           

Σαν κινήσαμε τούτο το μακρύ και κρυφό μας ταξίδι,
απαλλαγμένοι από ύποπτους  θεούς, μύθους και προφητείες
και ανοιχτήκαμε στα βαθιά του λυτρωμού τα πελάγη,
γρήγορα αρνηθήκαμε το ούριο το πελαγίσιο ανέμι
και δεν αποζητήσαμε του λιμανιού το αραξοβόλι,
παρά  της ψυχής τ’ ανέμισμα και του μυαλού το ρίγος,
αβόλευτοι και λεύτεροι να πάμε στους καιρούς μας.

Προνοήσαμε να μην αφήσουμε του γυρισμού σημάδια
ούτε και χάρτες θέλαμε ν’ αποπλέουμε συμπληγάδες.
Μια θάλασσα δική μας  ζωγραφίσαμε, με δέος και λατρεία,
να φύγουμε απ’ τα όνειρα που ησύχαζαν στις μνήμες
και να διαβούμε ορίζοντες που άσπριζαν σαν κύμα,
μη μας γλυκάνουν την καρδιά, το νου μας μην πλανέψουν
και δώσουμε στις μέρες μας προοπτική και χρώμα,
και γίνει το ταξίδι επιστροφή κι η λύτρωση  ουτοπία.

Ξανοιγόταν μπροστά μας το αύριο ασυντρόφευτο
και πίσω δικάζαμε χρόνια στεγνά κι αξόδευτη γνώση.
Μεσοπέλαγα, μόνοι, χωρίς ορίζοντες και προορισμό
αποπλεύσαμε  τη συμφορά της δίνης των δισταγμών
και αρνηθήκαμε, ξένοι και ναυαγοί  να λογιαστούμε.
Και  πηγαίναμε, και μακραίναμε, αυθεντικοί και βέβαιοι
πως οι πτώσεις μας κι οι ανυψωμοί, οι φυγές κι οι δίκες,
δεν ήταν  του νου συμμόρφωση  και της ψυχής ανάγκη
παρά συνείδηση ζωής και ολοκλήρωσης ταξίδι.

                              Γιώργος  Αλεξανδρής    

ΣΟΥΒΛΙΟΣ ΑΜΝΟΣ / Σταυραετός / Β.Α

 


 
ΕΤΟΣ 2025 Μ.Χ.
 
Καλή χώνεψη
γιατί ενώ  έχεις καταγωγή από τους πιθήκους
είχες δικαίωμα να κάνεις Πάσχα σαν άνθρωπος.
Καλή χώνεψη
έστω και αν πλήρωσες το αρνί δέκα οχτώ ευρώ το κιλό
γιατί το στομάχι αν το μυαλό δε σκέφτεται
μπορεί να καταλύσει αρνί
μέχρι και χίλια πεντακόσια ευρώ το κιλό.
Καλή χώνεψη
από τις τόσες μακάβριες και απειλητικές ειδήσεις
που έφαγες αυτό το τριήμερο
πιστεύοντας ότι ενημερώνεσαι ειδησεογραφικά.
Καλή χώνεψη
από τα χαμόγελα της μεταφερόμενης
οδικώς ακτοπλοϊκώς  αεροπορικώς δυστυχίας
και της ευτυχίας
που έφαγες στα καφέ στη βόλτα  στους συγγενείς.
Καλή χώνεψη
από τις διαρκείς χαρατσοειδείς των διοδίων τιμές
που εμφανίζονται ως μορφή θυσίας
που είναι ηρωικώς αναγκαία
για να δεις το γέρο πατέρα τη γριά μάννα σου στο χωριό.
Καλή χώνεψη
από την ποσότητα της < χαλαρωτικής ευτυχίας >
που εισέπραξες στην τριήμερη πασχαλινή σου απόδραση.
Καλή χώνεψη
από τους ειδικούς που κάνουν αναλύσεις
για το σπληνάντερο το κοκορέτσι και το καλό ψήσιμο.
Καλή χώνεψη
από τα όνειρα που έκανες για αυτό το τριήμερο
γιατί μερικά βγήκαν ψηστικοί εφιάλτες.
Καλή χώνεψη
από τη συνολική κούραση
που σου έφεραν αυτές οι τρεις ωραίες μέρες.
Σου εύχομαι καλή ξεκούραση τώρα
και μην απελπίζεσαι
επειδή στην πρωτεύουσα θα επιστέψεις.
Θα περιμένουν με χαρά και πατρική αγάπη
να σε ξεκουράσουν
ο πρωθυπουργός
ο υπουργός προστασίας του πολίτη
οι οικονομικές υπηρεσίες
και οι λογαριασμοί
των κάθε είδους ταμείων κοινής και < κοινής > αφελείας.

ΟΙ ΚΑΟΥΜΠΟΥΣΕΣ ΜΕΛΑΓΧΟΛΟΥΝ ΣΤΑ ΧΡΥΣΑΝΘΕΜΑ / Αλισάνογλου Γιώργος

 


Αγάπησα τη διαδρομή της προς το κεφάλι
μιας καρφίτσας – το όμοιο με
το κεφάλι του σύμπαντος
το κατεστραμμένο της καλοκαίρι – το όμοιο με
το δικό μου καλοκαίρι
αγάπησα τα διαλυμένα της χείλη – τα όμοια με
τα δικά μου χείλη

πιο πολύ αγάπησα
τον πλατύγυρο σφυγμό
γύρω απ’ το πρόσωπό της
τον ίδιο με τον σφυγμό
του χρυσάνθεμου

ΔΙΑΦΑΝΟ ΣΩΜΑ/ Αλισάνογλου Γιώργος

 


Η κοπέλα με το πελιδνό δέρμα
έτσι όπως ξεμακραίνει θαρρείς
μέσα απ’ τα σύννεφα
φεύγει μέσα από το διάφανο της σώμα
η διαφάνειά της περιβάλλει τη γη
η πυξίδα δείχνει ακριβώς προς την κατεύθυνση
όπου η άνοιξη εκρήγνυται

[ Κυψέλες ] / Αλισάνογλου Γιώργος

 


Πού να ’ναι οι μέλισσες;
στις κυψέλες;
στο πολύτιμο σκοτάδι
του μυαλού σου;
στη λέξη που με
ακολουθεί στο στόμα;

— που να ’ναι οι μέλισσες;

— αιχμάλωτες στην ελευθερία

Πέμπτη 10 Απριλίου 2025

Με δίχως μπάντα / Τζανετάκης Γιάννης

 

Πάρτε μου
το κεφάλι

να τελειώνουμε

ζω σ’ ένα φιλμ
βουβό

με δίχως μπάντα

σ’ ένα
κάστινγκ που

δεν παίρνει άλλο

Τα βράδια με κοιτάει / Τζανετάκης Γιάννης

 

Τα βράδια με κοιτάει
στις ραφές

πάω ν’ αφαιρεθώ
ξηλώνει

ΘΑ ΠΑΜΕ ΠΑΛΙ / Τζανετάκης Γιάννης

 Ένα πρωί θα πάμε πάλι
στην παιδική χαρά
 
τώρα θα μου κρατάς
εσύ το χέρι
 
μη φύγω
-όπως φεύγουν οι μεγάλοι-
όλα απαράλλαχτα
 
οι κούνιες οι τραμπάλες
τα σχοινιά
 
θα είναι Κυριακή και θα φυσάει

Κυριακή 6 Απριλίου 2025

Η ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ / Κώστας Γραμματικόπουλος


Έβγαλα τα στολίδια της άνοιξης από το σεντούκι
με την πρώτη βροχή.
Όλοι συμβούλευαν τι δεν πρέπει να γίνει.
Περίσεψε ο χρόνος της προσμονής.
Μία καταιγίδα απρόβλεπτη ανέβαλλε την γιορτή.
Δεν είμαι εντελώς χρήσιμος.
Απλά θέλω που και που να μ΄αφήνετε να φαντάζομαι
πως θα μπορούσε να ήταν η ζωή χωρίς το προβλέψιμο.
Σε εσένα μιλώ και στον άνεμο!

ΤΟΥΤΟΣ Ο ΤΟΠΟΣ / Αλεξανδρής Γιώργος

 



Τούτος ο τόπος είναι μεγάλος,
έτσι όπως από παλιά φημολογείται.
Δεν τον ορίζεις με σύνορα και χάρτες
ούτε τον προλαβαίνεις με ταξίδια και περιγραφές
κι ακόμη δυσκολότερο να τον διαβάσεις
σε σημαδεμένες εποχές ιστορίας,
γιατί η κλειστή απεραντοσύνη του
είναι αγέρι του νότου από γόνιμες θάλασσες,
γέννα του βορρά από θυμωμένους ουρανούς
κι έρχεται μπροστά από το χρόνο
κι απ’ όλες τις γενιές που ακολουθούν.

Τούτος ο τόπος είναι όμορφος
έτσι όπως από παλιά ιστορείται.
Τον κατανοούν απείθαρχα πνεύματα,
τον νιώθουν αβόλευτες ψυχές
κι ακόμη περισσότερο στ’ ανθρώπινο μεγαλείο,
ανοχύρωτος σε παραλογισμούς και υστερίες
έκθετος σε ανήκουστα δεινά και κρίσεις,
προσπερνά με αξιοπρέπεια και αντοχές
τις ευθύνες και τη μεμψιμοιρία
και δεν ξιφομαχεί με είδωλα  και σκιές
ούτε και λύτρωση στο γδικιωμό γυρεύει.

Τούτος ο τόπος είναι ανθρώπινος
έτσι όπως από παλιά αναγνωρίζεται.
Δυο δρασκελιές ασυμμάζευτη γειτονιά
και μια οργιά αφύλαχτο καταφύγι,
να φτάνει η ανατολή γερόντισσα στους καημούς της
κι η δύση ξιπασμένη νια στον αυτισμό της,
κι ακόμη δικαιότερο του αληθινού,
πόρτα ανοιχτή στο άναρχο και το συνειδητό,
με την ανθρωπιά  διάφορη από τη βία της τάξης
και την  απείθεια στα μικρά και τα φτωχά,
φιλότιμο χωρίς ύστερα και προβολές στο μέλλον.


                       Γιώργος  Αλεξανδρής