ΜΟΝΟΣΤΙΧΑ / Πέτρος Τσερκέζης
Στα μάτια σου γεννήθηκε θεϊκός ο εαυτός μου.
***
Στ’ αλώνια της παλικαριάς η απόγνωση χορεύει.
***
Σπάσε τα πόδια μοναξιά και μη χτυπάς τις πόρτες.
***
Μες το φιλί της σιωπής ανθίζει ένα λουλούδι.
***
Μέσα μου έχω ένα παιδί που κυνηγάει τον ήλιο.
***
Κλαρίνο γοερά θρηνεί, ξεσκίζει την ψυχή μου.
***
Μες στην ψυχή μου έχτισα κελί της φυλακής σου.
***
Έκλαψες κι απ’ τα μάτια σου ίριδα γεφυρώνει.
***
Τι δεσμά κρύβεις έρωτα που αιχμάλωτο με σέρνεις;
***
Είναι το δάκρυ σου φωτιά και η φωτιά σου πάγος.
***
Φτερά μου δίνεις ποίηση, ουρανό να πετάξω.
***
Πού θα με βγάλεις θάλασσα δεν είμαι Οδυσσέας.
***
Ψάχνω Ιθάκη μια ζωή στέγη για τα όνειρα μου.
***
Γλώσσα μου, γλώσσα της ψυχής, πατρίδα πονεμένη.
***
Μου καμπανίζουν οι φωνές το παρελθόν της λύπης.
***
Ακούει κλαρίνο η καρδιά μαντίλια ανεμίζει.
***
Στα μάτια της αγάπης μου βλεφάρισε η σελήνη.
Από τη συλλογή: «Στον καμβά του καλοκαιριού»
----
Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ/ Δέσπω Πηλαβάκη
Σαν πεταλούδα με χαρα φτεροπετώ
λίγο πιο πέρα η γιαγιά χαμογελά,
έχω τ´αδέλφια μου μαζί, δεν είμαι μόνη.
Με το χεράκι το μικρό δειλά τραβώ
τη χειροποίητη κουρτίνα σε μια άκρη,
βλέπω ως πέρα του χωριού τις ομορφιές
και στα ματάκια αναβλύζει ένα δάκρυ.
Πάλι παιδάκι σεργιανίζω στο χωριό
λες και καθόλου δεν με άγγιξε ο χρόνος,
τις δυσκολίες δεν θυμάμαι της ζωής,
δεν με ακούμπησαν τα λάθη και ο πόνος.
Μόλις ξημέρωσε και πάλι Κυριακή,
τα όμορφά μου ρουχαλάκια ετοιμάζω,
από το σπίτι της γιαγιάς πάντα περνώ
και το τσεμπέρι στο κεφάλι της το βάζω.
Λένε πως θα ´ρθει φωτογράφος, τι χαρά,
θα πάρω πόζα και για μια φωτογραφία,
όταν μια μέρα θα ´μαι πια κι εγώ γιαγιά,
να με θυμούνται στη μικρή μου ηλικία!!
---
Πρόσεχε / Σπύρος Ποδαράς
Τακτοποίησε τα όνειρα σου,
για να μπορείς να τα βρεις όταν έρθει η ώρα.
---
ΞΥΠΝΩΝΤΑΣ / Χρήστος Ντικμπασάνης
Έρχεται πάλι η αιώνια νύχτα
Πετώ μια φωτοβολίδα
για να σε ξυπνήσω απ' τη λήθη σου
μια ονειροπαγίδα
να μη ξεφύγουν τα όνειρα μου
Γιατί δε με κοιτάς
σου φωνάζει το αγουροξυπνημένο
είδωλο μου
μέσα απ' τον καθρέφτη του χρόνου
Έχω ντυθεί με όλα τ' αστέρια του ουρανού
μα εσύ δε μου ρίχνεις
ούτε ένα παγωμένο βλέμμα
Πόσο καιρό να σε προσμένω πια
να έρθεις να με αγκαλιάσεις;
Δες, άρχισε ήδη να χορταριάζει
το κορμί και η ψυχή μου!
Μα εσύ ξυπνάς
και ύστερα χάνεσαι
σε μια αέναη επανάληψη ακηδίας
Γίνε επιτέλους η συνοδοιπόρος μου
σε αυτήν την κρυστάλλινη γη του πάγου
Σκέπτομαι να σου στήσω ενέδρα
σε μια επικίνδυνη στροφή ενός παγόβουνου
Να πάψεις να βολοδέρνεις,
όπου ο άνεμος σε σπρώχνει,
περιφρονώντας το μέλλον της αγάπης μας
που ξεπαγιάζει μέσα στην ανελέητη
και ατέρμονη νύχτα της Ανταρκτικής
(Απ' την ανέκδοτη ποιητική συλλογή ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠ' ΤΗΝ ΠΑΓΩΜΕΝΗ ΓΗ)
---
ΤΑ ΓΡΑΠΤΑ / Χριστόφορος Τριάντης
Όλη του η ζωή ήταν μια συνήθεια, μια επανάληψη: ίδιες διαδρομές, ίδια πρόσωπα, ίδιες θέσεις κι αντιθέσεις, ίδιες απόψεις. Μοχθούσε ν’ αλλάξει κάποια πράγματα, όμως δεν ήταν δυνατόν. Ήταν ένας κομφορμιστής, ένας μικροαστός, ένας κανονικός άνθρωπος. Σκέφτηκε πολύ για μια νέα ζωή, υπήρχαν τα περιθώρια, τα χρονικά σίγουρα, για τ’ άλλα των αξιών, είχε κάποιες πιθανότητες, όμοιες με τυχερά παίγνια.
Αποφάσισε ότι θα ζούσε μέσα από τα γραπτά του. Στρώθηκε στο γράψιμο για τα καλά. Διάβαζε πολύ κι έγραφε πολύ. «Γέννησε» χίλιους ήρωες. Μπορεί να ήταν μυθιστορηματικοί, αλλά φαίνονταν τόσο αληθινοί, που μπορούσαν να ζουν κι έξω από τα βιβλία και τις λέξεις. Πέρα από το καλό και το κακό.
Ερωτεύονταν με πάθος, πολεμούσαν μέχρι θανάτου, επαναστατούσαν απέναντι στην αδικία, δεν ήταν δειλοί καμιά στιγμή. Σ’ ένα λεπτό ζούσαν, μια ολόκληρη ζωή. Διέσχιζαν θάλασσες και ωκεανούς για μια μικρή αλήθεια ή ένα μεγάλο ψέμα. Οι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες του, οι γεμάτοι φλόγα, ήταν κομμάτια από τον ιδανικό εαυτό του. Ήθελε να ‘ναι σαν τους ήρωες του, μα δεν μπόρεσε να γίνει, ποτέ. Όμως, στον τελικό απολογισμό που έκανε έβαλε δύο ρήματα : έγραψε κι αγάπησε. Το πιο σημαντικό ρήμα το άφησε για τις απαγγελίες των μεγάλων–ελασσόνων λογοτεχνών στα καλοκαιρινά (κατά προτίμηση) φεστιβάλ ποίησης .
---
BABY / Μιχαλάκης Τσαππαρίλας
Τον λάτρευε. Μα μήπως μπορούσε να κάνει και αλλιώς; Ήταν τα δικά του χέρια που το πήραν τότε, όταν πεινασμένο και τρέμοντας από το κρύο, αναζητούσε λίγα χάδια και φαγητό. Αυτός το πήρε και το έβαλε στοργικά μέσα στις παλάμες της. Και αυτή γεμάτη χαρά άρχισε να το χαϊδεύει και να του μιλά. Στο σπίτι το τάισαν και του ετοίμασαν το κρεβατάκι του. Το βράδυ καθισμένοι στο ντιβάνι τους αυτή κούρνιασε στην αγκαλιά του και αυτός τη χάιδευε και τη φιλούσε. Την έκανε ευτυχισμένη. Την επομένη του έδωσαν όνομα. BABY. Επιλογή δική της.
Πέρασαν τέσσερα χρόνια γεμάτα ευτυχία. Ο μικρός BABY μεγάλωσε, ψήλωσε. Κάθε μέρα έπαιζε μαζί τους αρκετή ώρα. Κυρίως με αυτόν, που τον λάτρευε. Πήγαιναν βόλτες. Τους έκανε νάζια και γελούσαν.
Μετά ήλθαν τα μαύρα σύννεφα. Κάτι χάλασε στη ζωή τους. Μια Δευτέρα βράδυ αυτός έβαλε στη μαύρη βαλίτσα του κάποια ρούχα και έφυγε. Πήγε στο δικό του διαμέρισμα. Την επομένη γύρισε, πήρε μαζί του τον BABY, την τουαλέτα και το κρεβατάκι του. Αυτή, καθισμένη στο ντιβάνι τους, έκανε πως παρακολουθούσε τηλεόραση. Μόνο σαν έκλεισε η πόρτα πίσω του ξέσπασε σε λυγμούς.
Δεν πέρασε μήνας και της τηλεφώνησε. Ρώτησε αν θα ήταν στο σπίτι το βράδυ. Στις εφτά κτυπάει το κουδούνι της. Ανοίγει και αυτός βάζει μέσα τον BABY, την τουαλέτα και το κρεβατάκι του. Το σκυλάκι τους ο BABY πήδηξε αμέσως στην αγκαλιά της. Αυτός άνοιξε την πόρτα και βγήκε. Σε δύο λεπτά ξαναγύρισε κουβαλώντας τη μαύρη βαλίτσα του.
Δεν άντεχαν μακριά της…
---
ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ / Λεωνίδας Οικονομίδης
Μια στάση στη λεμονιά,
κι όμως κυριαρχεί παντού
απόλυτος άρχοντας του κόσμου
Πότε κτύπησε ανελέητα
στοχεύοντας τις συνειδήσεις;
Όλα τώρα αλλοιωμένα
αναζητούν τη ταυτότητά τους
Στο πέρασμα της η καταιγίδα
παρέσυρε αρμούς και συνδέσεις
Κι άφησε το είναι σου λαβωμένο
να ψάχνει ακόμα τις απαντήσεις
Αύριο θ’ ανατείλει καινούργια μέρα
με διάχυτο άρωμα λεμονανθών
κι εσύ τότε, θ’ ανασαίνεις, ίσως,
τη τελευταία ελπίδα για την αλλαγή …
(Σκοτεινές Αναλαμπές)
---
Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ/ Στέφανος Κωνσταντινίδης
ο Δάνδολος που την υπερασπιζόταν
με Ορθόδοξους και Λατίνους
ήταν μετριότητα
κι ο Λαλά Μουσταφάς
καθόλου
δεν τον υπολόγισε.
Μπήκε θριαμβευτής στη Λευκωσία
και προσευχήθηκε στην Αγία Σοφία.
Ευτυχώς που την τελευταία στιγμή
έσωσε την τιμή μας
η Μαρία η Συγκλητική.
Το θέμα είναι τώρα
ποιος θα την σώσει
μετά τη δεύτερη άλωση.
---
ΑΝΑΙΜΑΚΤΑ / Χρήστος Κουκουσούρης
Κατακτηθήκαμε αμαχητί
και πέσαμε ευτυχισμένοι,
τίποτα άλλο πια δεν μένει,
τη λευτεριά την έχεις πια χεσμένη.
Για εφόδια καφές και κινητό
κι ένα σακίδιο στην πλάτη
σε κούρασαν τα λόγια πια, σπολλάτη
δεν θέλεις συμβουλές στο μιλητό
την μοίρα σου ελέγχει η Εκάτη.
Στο διάβα βρίσκεις δίχαλα κι ευχές
και πρέπει να διαλέξεις μονοπάτι
ανάμεσα σε Τίγρη και Ευφράτη
μην σε πτοήσουν θρήνοι κι οιμωγές
έχουν θεό δικό, προστάτη.
Στην άυλη φυλακή σου όπως μπορείς,
δεν σου ζητάει κανείς να ομολογήσεις
πιασάρικο συμβάν για τις ειδήσεις,
μηδενικό είσαι πια γι’ αυτό μην απορείς
μήτε που εξάπτεις συνειδήσεις.
Καινούργιου τύπου πόλεμος μπροστά
κι οι εισβολείς με κινητό και με μαντίλα
αναίμακτα, σε πιάνει ανατριχίλα,
μειώνουν παροχές και τα μιστά
ρετάλι, περιθώριο και ξεφτίλα.
Παιγνίδι των μεγάλων η φτιασιά
τα θύματα μυριάδες δίχως πόνο
πανευτυχείς με DATA και με χρόνο
κι αν ξεστομίζεις που και που καμιά βρισιά
δεν θα σε πάνε και για φόνο...
Συμπάθα με που λέω τα αληθή
γιατί θολό είν’ το μάτι και δεν βλέπεις
τον ήχο ακούς του κινητού στης πίσω τσέπης
και χάνεσαι στα έλη τ’ αβαθή
εκεί που όντας θαρρείς πως διαπρέπεις.
Από τα ‘’ΕΝ ΑΝΤΙΘΕΣΕΙ’’
Πολλά ευχαριστώ Δημήτρη για την ανάρτηση και δικού μου ποιήματος στην υπέροχη σελίδα σου. Να είσαι καλά.
ΑπάντησηΔιαγραφή