Είναι η βροχή που στάζει απρέπεια
κι έπειτα είναι η πόλη που στυγνά σε καταδίδει
σ´ ένα σκοτάδι αλλόφρον
Κι έρχεται η φωνή της κοπέλας του δρόμου
να θυμίσει πως ζουν ακόμα άνθρωποι,
πως τα υπόγεια μπάζουν νερά
κι η άνοιξη μας πρόδωσε.
Κοιμήσου, θυμίαμα ιερό,
στην γλύκα της νυχτιάς μιάς ιερόδουλης
που πέταξε τα παπούτσια
και τριγυρνά ελεύθερη σαν κτύπος
στο τελευταίο σπίτι του χωριού.
Ξανά και πάλι πάρε το σοκάκι,
πάρε την λέξη, την ορφάνια, τον λαγό
που την Αλίκη παραπλάνησε
κι έτσι άμαθος κι αθώος ομολόγησε
στην ύπαρξή σου πως δεν υπάρχει αύριο.
Είναι η βροχή που στάζει απρέπεια,
οι ποντικοί που ροκανίζουν τον χρόνο,
το ικρίωμα που καρτερεί,
η λάσπη που γνέθει πατήματα.
Μην καρτερείς, ο καπελάς δεν μπορεί
να σώσει το τίποτα για το κάτι.
Εγώ απλά αγάπησα στα παραμύθια
την εξαίσια παραφροσύνη της βροχής..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου