Σελίδες

Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2023

ΑΓΟΡΑ / Κωστής Παλαμάς.


Πάντα διψᾷς,ὅπως διψάει τὸ πρωτοβρόχι
Στεγνὴ καλοκαιριὰ,τὸ βλογημένο σπίτι,
Καὶ μια κρυφὴ ζωὴ σὰ δέηση ἐρημίτη,
Ἀγάπης καὶ ἀρνησιᾶς ζωοῦλα σὲ μιὰ κώχη.
Διψᾷς καὶ τὸ καράβι ποὺ τὸ πέλαο τὄχει
Κι ὅλο τραβάει μὲ τὰ πουλιὰ καὶ μὲ τὰ κήτη,
Κ’ εἶναι μεστὴ ἡ ζωή του μ’ ὅλο τὸν πλανήτη·
Καὶ τὸ καράβι καὶ τὸ σπίτι σοῦ εἶπαν. “Ὄχι!
Μήτε ἡ παράμερη εὐτυχιὰ ποὺ δὲ σαλεύει,
Μήτε ἡ ζωὴ π’ ὅλο καὶ νέα ψυχὴ τῆς βάνει
Κάθε καινούργια γῆ καὶ κάθε νιὸ λιμάνι·
Μόνο τἀλάφιασμα τοῦ σκλάβου ποὺ δουλεύει·
Σέρνε στὴν ἀγορὰ τὴ γύμνια τοῦ κορμιοῦ σου,
Ξένος καὶ γιὰ τοὺς ξένους καὶ γιὰ τοὺς δικούς σου.

Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2023

ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ / Γιώργος Αλεξανδρής

 


 

[ Αθήνα  6−12−08.
Σκοτώνουν ένα δεκαπεντάχρονο αγόρι.
Το δικό μας αγόρι, το παιδί του κόσμου.
Επειδή  επέμενε να ζει στον κόσμο των παιδιών
και η εξουσία δε συγχωρούσε παρατάσεις στη χώρα των ονείρων.
Ήταν επικίνδυνο. ]

Αγόρι μου,
που σε μεγάλωνα με πεθυμιές κι ανάσες
κι ονειρευόμαστε μαζί στου ήλιου το κατόπι,
να ’ναι η ζωή σου ανατολή κι οι μέρες σου δοξάρι,
πώς έγινε και βιάστηκες στο λιόγερμα να φτάσεις,
χωρίς σεργιάνι στην αυλή, στου κόσμου τα περβόλια,
χωρίς  αγνάντιο σε στρατί ψηλά από παραθύρι!

Αγόρι μου,
στο ματωμένο στήθος σου, στα σφαλιστά σου μάτια,
σημάδεψαν το όνειρο τ’ αβόλευτο της νιότης,
αυτό που εγώ ζωγράφιζα και θέριευε σε σένα,
να μας νυχτώσουν την ψυχή, το νου να μας φοβίσουν,
της μέρας γύρισμα ζεστό να μην αφουγκραστούμε,
γιατ’ είναι η ζωή μας μέτρημα και οι καιροί δικοί τους!

Αγόρι μου,
οργίστηκαν οι γειτονιές και πλάτυναν οι δρόμοι,
ανέσπερο φως σε έδειξαν, παιδί του κόσμου σ’ είπαν.
Πού νa ’βρω κουράγιο να τους πω, σοφία να μαρτυρήσω,
πως κάθε μέρα πέθαινες στη μοναξιά μαζί τους,
πως κάθε πρωί και μια βολή κι απόγνωση η νύχτα
γιατ’ είναι πολλοί αυτοί που ως λάφυρο θα σε πανηγυρίσουν!


       Γιώργος  Αλεξανδρής
Από τη συλλογή  "ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ ΤΗΣ  - Ω"

ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ / Σταυραετός / Β.Α

ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΑ  ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

 

Φτωχή μου φάτνη ταπεινή μικρού χωριού εκκλησία

στον κόρφο σου μας έκρυβες σε χρόνια παιδικά

και στ’αχνοθάμπο κεροφώς μ’ αγγέλων παρουσία

την πάναγνη μας την ψυχή νανούριζε γλυκά

 

του ψάλτη η σιγανή φωνή και του χωριού ποιμένα

που έφτανε ως της Βηθλεέμ την Άγια τη βραδιά

τα δέντρα μ’αστερόλαμπα ψηλά ήταν στολισμένα

με μια χαρά και με πολύ αγάπη η καρδιά.

 

Και που και που αναλαμπές από το άγιο βήμα

ημέρωναν τον άγριο του κόσμου τον καιρό

<<Χριστός γεννάται >> ακούγονταν καταβασίας ρίμα

χιονονυφάδες άρχιζαν στη νύχτα το χορό.

 

Μ΄απόψε στέκεις σκοτεινή και με σβηστά καντήλια

μόνη σου τώρα συντροφιά εξόδιοι παλιοί

κι απόδημοι στα μακρινά με τα σφιγμένα χείλια

που ακούνε πόνου δοξαριές στης μνήμης το βιολί.

 

Ξύπνα ιερέα έσχατε και χτύπα την καμπάνα

και μεις οι ζωντανοί νεκροί θα ’ρθούμε όλοι εκεί

θλιμμένη είναι μα ζωντανή η Αγιασμένη Μάνα

κάθε παιδί της καρτερεί στα σπλάχνα της να μπει.

 

                                                                           Β.Α.

 

 

Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2023

Ο γεροχειμώνας / Σεκλιζιώτης Θ.Καραθύμιος


Ανάμεσα στις μυγδαλιές κινάς για να χορέψεις,
βαρύ χορό μες στα κλαδιά και τ´ άνθη τους να κλέψεις,
γυρνάς ψηλά στ´ ακρόκλωνα κι ολόλευκα τα ντύνεις,
δεξιά σου ρίχνεις τη μάτια και ζέρβα κρύο δίνεις,
ερέτης μες στα σύννεφα φυσάς και μας παγώνεις,
ζυγώνεις στ´ ακροκέραμα και το χαλί απλώνεις,
ηγέτης είσαι στον καιρό του Φλεβαριού αλάνι,
θεριό φαντάζεις δυνατό της άνοιξης σεργιάνι,
ιππότης όλων των καιρών ασπρίζεις και τον Μάρτη,
καβάλα σ´ άσπρο άλογο κι αυτόν τον κάνεις γδάρτη,
λιμάνι είσαι στ´ Απριλιού την όμορφη αγκάλη,
μεριάζεις φεύγεις γέρος πια και πας σιγά κι αγάλι,
ν´ αράξεις στ´ άσπρα γένια σου να ξαναδέσεις κάβο,
ξεχνάς τις κρύες σου βραδιές το χρώμα τους το μπλάβο,
οάσεις είναι τώρα πια τα πρωτινά τερτίπια,
περνά ο Μάης ανθηρός δίχως παπούτσια τρύπια,
ρεκάζουν μες στις ρεματιές τα γάργαρα ρυάκια,
σαγήνη και οι πέρδικες μες στα κοντά κεδράκια,
τινάζονται φτεροκοπούν να χτίσουν τις φωλιές τους,
υγρά τα νυχοπόδαρα, γλυκές και οι λαλιές τους.
Φλογάστερες ανασαιμιές βαθιά στο καλοκαίρι,
χορεύουν μες σ´ ακρόγιαλα και στων βουνών τα μέρη,
ψηλά μες στο φθινόπωρο στα κίτρινα τα φύλλα,
ωραίος είσαι γέρο μας με τη γλυκιά σ’ ασπρίλα.
Θανάσης Καραθύμιος Σεκλιζιώτης

Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2023

ΓΑΛΑΖΙΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ / Παπάνας Νίκος



Επάγγελμά μου το γαλάζιο αδιέξοδο,
η καλλιέργεια των ιριδισμών σου.

Θρησκεία και ζήλος της μορφής σου,
στιλπνής αυγής περισπωμένη.

Υπαινιγμός ολάνθιστης βροχής,
φιλί αλεξίπτωτο.

Έτσι λοιπόν, χορογραφία ζωής,
της απουσίας σου αργυρό κυκλάμινο.

Αέναη πεισματική εκδρομή
στο νηπιαγωγείο των λέξεων.

Ἡ κλώσσα / Βιζυηνός Γεώργιος

 


Κλόκ, κλόκ, κλόκ, μ᾿ ἕνα θυμὸ
στὴν αὐλὴ γυρνᾶ ἡ κλώσσα
μὲ τὸ φουντωτὸ λαιμὸ
καὶ μὲ τὰ παιδιὰ τὰ τόσα.

Κλώσσα, φίλη μου παλιά,
τὶ θυμώνεις σὰ ζυγώνω;
Δὲν σοῦ ἐγγίζω τὰ πουλιὰ
μόνο σοῦ τὰ καμαρώνω.

Μιὰ τὰ κράζεις τρυφερά,
κάτι ποὖβρες νὰ μοιράσουν,
μιὰ ἀπὸ κάτω ἀπ᾿ τὰ φτερά,
τὰ σκεπάζεις, νὰ ἡσυχάσουν.

Κι ὅταν δεῖς κανὰ σκυλὶ
ποὺ ὀρέγεται πουλάκια,
χύνεσαι ὠσὰν τρελλὴ
νὰ τοῦ βγάλεις τὰ ματάκια.

Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2023

ΤΟ ΓΕΦΥΡΙ / Χριστοφίδης Τίτος


Στα βάθη των καιρών
πριν γεννηθεί το μέτρημα του χρόνου
και αριθμοί σημάνουν την αρχή
ροή νερού την κοίτη χάραξε εις το ποτάμι
κτιστάδες μαυαλωμένοι τόλμησαν
γεφύρι πέτρινο σοφό στο κτίσμα και αφή
τις δύο όχθες να ενώνει.
Τις όψεις σκάλισαν γενναίων Αμαζόνων
λόγια πυκνά σε νόημα οι ζωγραφιές
ανάχωμα στις καταιγίδες των αιώνων
τις πέτρες εμψυχώνουν μη λυγίζουν σταθερές.
Τρέμουν οι λέξεις την ώρα της αφήγησης
δεν στέρεψε το δροσερό νερό στήν κοίτη,
συσσωρευμένα δάκρυα απόθεμα ντροπής
ξετίναξαν τη γέφυρα θρύψαλα το ποτάμι
τα δάκρυα με το νερό γενίκανε κατράμι.

Ρήγματα στο λευκό ============== Γιάννης Ποταμιάνος


Να παίρνεις την ελευθερία της θάλασσας
το πάφλασμα της νηνεμίας
την αντάρα της θύελλας
κι αβίαστα να ποιείς συναίσθημα
Να παίρνεις μια φούχτα ανατολή
ένα ουράνιο τόξο και δυο σύννεφα
κι αβίαστα να ποιείς ταξίδι
Να παίρνεις ένα καραβάκι πλησίστιο
και να ταξιδεύεις ανάμεσα
στις γραμμές του τετραδίου,
από περιθώριο σε περιθώριο
Να αγναντεύεις νοσταλγία
Να ψάχνεις ρήγματα στο λευκό
για να ριζώσεις ρήματα
Και να γράφεις
ξέροντας πως έρχεται χειμώνας,
πως το χειμώνα φυσάει
και πως τα ποιήματα πρέπει
να ριζώνουν βαθιά στον κρόταφο
σαν σφαίρες
κι ας πλημμυρίζει με αίμα η σελίδα

ΕΙΔΩΛΑ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΑ / Αλεξανδρής Γιώργος


Έλεγε:
«Θα γκρεμίσω τα είδωλα, απέναντι να περάσω,
θ’ αποκαθηλώσω τα σύμβολα πίσω να τους αφήσω
και θ’ αμφισβητήσω λογικές το νου μου να λυτρώσω».
Μου φάνταζε τόσο μόνος και τον πίστεψα!
Έλεγε:
«Θ’ αφεθώ ελεύθερος και απρόβλεπτος για να δημιουργώ
θα χαράξω τη δική μου πορεία για τον κοινό σκοπό
σε ασύλληπτα όρια και ασύλητα περιθώρια».
Μου φάνηκε πως είχε αρχές και τον φοβήθηκα.
Έλεγε:
«Δεν είναι θέμα επιλογής ο στοχασμός και η γνώση
ούτε ζήτημα προσαρμογής η άρνηση κι η πίστη.
Ανάγκη ζωής η έκφραση χωρίς ιδανικά».
Μου φάνηκε τόσο ξένος και τον ακολούθησα!
Τον είδα,
αβόλευτη ανθρώπινη σπορά και ιστορίας γέννα,
σημάδι του χρόνου και αιχμή, ανατροπή και κόψη,
να διαφεντεύει τη ζωή κι αλώβητος να προσπερνά τα τείχη.
Τον δαχτυλόδειξα, τον φώναξα «ερημίτη».
Τον είδα,
να πελεκάει τους καιρούς και είδωλα να μαστορεύει,
να ξεφυλλίζει στοχασμούς και σύμβολα ν’ απεικονίζει.
Τον άντεχα να στέκεται ανάμεσα ανάγκης και σοφίας.
Με δαχτυλόδειξε, με κάλεσε με το «μπορείς ακόμη».
Γ.Α.
Από τη συλλογή
ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ ΤΗΣ -Ω

Τὸ σκυλί / Βιζυηνός Γεώργιος

 


Κάθε νύχτα στὴν αὐλὴ
γάβου-γάβου τὸ σκυλί,
δῶσ᾿ του καὶ γαβγίζει.
Τοῦ σπιτιοῦ ἐδῶ αὐτὸς
εἶναι φύλακας πιστός,
ποιὸς δὲν τὸν γνωρίζει;

Ἀψηλὰ τ᾿ ἀφεντικὰ
κοιμηθήκανε γλυκά,
πέρασε ἡ ὥρα.
Τὸ γνωρίζει τὸ σκυλὶ
καὶ φωνάζει ἀπ᾿ τὴν αὐλὴ
γάβου, γάβου τώρα.

Γιὰ νὰ ξέρουν οἱ κακοί,
ποὺ γυρνοῦν ἐδῶ κι ἐκεῖ
κάτι νὰ σουφρώσουν,
πὼς σὰν ἔμπουν στὴν αὐλή,
θὰ τοὺς πιάσει τὸ σκυλὶ
καὶ δὲ θὰ τὴ γλυτώσουν.

''στης μνήμης το βυθό'' / Θεοδοσιάδη Σοφία


Κι εγώ που έλεγα πως πλάστηκα
γοργόνα στ' ανοιχτά να κολυμπάω
πέρασα μέρες στην ακτή ιχνηλατώντας..
τώρα στης μνήμης το βυθό σε κατοικώ
λούζομαι στα σκοτάδια τις νυχτιές
τη μέρα στον αφρό σου ξαποσταίνω..
κι αν σου έτυχε ποτές να βυθιστείς κοράλλια
ν' ανασύρεις στο λαιμό σου
γοητευμένος την ανάσα να κρατείς
τι όμορφα στ' αλήθεια που είναι εδώ να πεις
στων κοραλλιών τις κρύπτες
ν' αγαλλιάζει η ματιά σαν τα κοιτάς
στους ήχους τους να υγραίνεται η ψυχή
και στις στεριές σου να στεγνώνει.
Μη μ' αρνηθείς κι απόψε την κατάδυση
το σκότος του βυθού μου δε φοβούμαι
γοργόνες μου χορεύουν ρυθμικά
σ' εσένανε με φέρνουνε σιμά
λικνίζουνε το νου μου...
συχνά απολησμονιέμαι στα βαθειά
δεν με τραβά κοντά της η πεζότης
το αλισβερίσι της ζωής μου φαίνεται φτηνό
αγοράζω όσο- όσο τις στιγμές
εκειές που στο βυθό μου με μεθούνε..
μα πάλι επιστρέφω τα πρωινά
σαν μου χτυπά το τζάμι η αγάπη λατρεμένων..
σβήνω τις φλόγες στο γαλάζιο μου βυθό
όσες τις νύχτες τις μοναχικές
έρχονται και με καίνε..
''στης μνήμης το βυθό'' - Σοφίας Θεοδοσιάδη