Πάντα διψᾷς,ὅπως διψάει τὸ πρωτοβρόχι
Στεγνὴ καλοκαιριὰ,τὸ βλογημένο σπίτι,
Καὶ μια κρυφὴ ζωὴ σὰ δέηση ἐρημίτη,
Διψᾷς καὶ τὸ καράβι ποὺ τὸ πέλαο τὄχει
Κι ὅλο τραβάει μὲ τὰ πουλιὰ καὶ μὲ τὰ κήτη,
Κ’ εἶναι μεστὴ ἡ ζωή του μ’ ὅλο τὸν πλανήτη·
Καὶ τὸ καράβι καὶ τὸ σπίτι σοῦ εἶπαν. “Ὄχι!
Μήτε ἡ παράμερη εὐτυχιὰ ποὺ δὲ σαλεύει,
Μήτε ἡ ζωὴ π’ ὅλο καὶ νέα ψυχὴ τῆς βάνει
Κάθε καινούργια γῆ καὶ κάθε νιὸ λιμάνι·
Μόνο τἀλάφιασμα τοῦ σκλάβου ποὺ δουλεύει·
Σέρνε στὴν ἀγορὰ τὴ γύμνια τοῦ κορμιοῦ σου,
Ξένος καὶ γιὰ τοὺς ξένους καὶ γιὰ τοὺς δικούς σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου