ΔΙΝΟΥΝ ΚΟΥΒΕΡΤΕΣ
Χρειάζονται οἱ λέξεις
σκεπάζουν πελώριες ρωγμὲς
σώζουν
ἀπὸ γκρέμισμα δεύτερου ὀρόφου
ὅταν
τὰ ὀνόματα
τὰ πράγματα
σαπίζουν ἤ ἀνοίγουν πληγὲς μέσα μας
Χρειάζονται
Τὰ ἀδιέξοδα σκοτάδια νὰ ξεθυμάνουν
στὸ ἄδειο κελάρι τῆς καρδιᾶς μου
νὰ κεράσουν φῶς
Σὲ νύχτες κρύες
σὲ μιὰ σιωπηλὴ κενὴ σελίδα
πού ʼχει στραγγίσει δάκρυα τόσης προσδοκίας
κρυφτὸ νὰ παίξουν μέ τὴ σκιά σου σὲ ἕνα ψέμα ἄνθος μηλιᾶς
ἐκεῖ ὅπου τὸν ἦχο τῆς φωνῆς σου ἀπὸ τὴ λησμονιὰ ξεκρεμῶ
προσμένοντας μιὰν Ἄνοιξη καρφιτσωμένη στὸ χθές
γιὰ λίγη ζωὴ σὲ μιά ἄπτερη ἐλπίδα
χρειάζονται
κουβέρτες δίνουν
στὴν τυραννία τῆς ἀγάπης
στὴν ἄκαρδη προπαγάνδα τοῦ θανάτου
στὰ καπνισμένα ἐρείπια καλέμι δίνουν
γιὰ τὴ σκουριὰ τῆς λησμονιᾶς
Ὅταν προσκέφαλο ζεστὸ
καμιὰ ἀπόγνωση νὰ ἀκουμπήσω
δὲ βρίσκω
δίνουν στὸ μοναχικὸ ἑαυτὸ μου-ἀγρίμι πεθαμένο-
κουβέρτα ζεστὴ πολύχρωμη
στὸ τίποτα
γεύση γλυκοῦ δώρου
στὸ τελευταῖο σπασμένο κλαδάκι πίστης
χέρι δίνουν νὰ μὴν παρασυρθεῖ
ὅσο οἱ κόρες
τῶν ματιῶν μου
τόσο καὶ ἀκόμα περισσότερο
χρειάζονται
Δρόμο ἄλλο δὲν ἔχω νὰ σέ βρῶ
**
ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΗΜΟΥΝ ΤΙΠΟΤΕ ΑΛΛΟ
Παρὰ ἕνα ἀνυπάκουο παιδὶ
μὲ λύπη ὥς τὰ βάθη
ποτισμένο
μὲ ὅλους τοὺς ἀπελπισμένους
μὲ τοὺς μέχρις ἐξαντλήσεως παραπλανημένους
ἀνάμεσα σὲ κοῖτες ἀγάπης
αἰχμηρὲς
γιὰ νὰ συντελεσθεῖ
ἡ ἄνθηση τῶν χρυσανθέμων
Ἀνυπάκουος
τεταπεινωμένος
στὸ χρονοτίποτα ἐμφανίζω ρωγμές τώρα
ἀναιρῶ τὰ καθιερωμένα
μέ ἐσώστρεφα ὅπλα-λέξεις
στὸ ἀκρόχειλο
παλίρροιες ποίησης
γιὰ τὴν ὀργὴ τῆς καρδιᾶς
μὲ πυροβολῶ
θλιμμένο μολύβι ἔκθετο αἷμα
στὸ λευκὸ χαρτὶ
ποτὲ δὲ ἤμουν κάτι ἄλλο
**
Ὅσο κι ἄν Γράφω
τὸ τότε καὶ τὸ τώρα
παραποιῶ μόνο
ἀλύτρωτος μένω
τὸ παρελθὸν ἤδη τετελεσμένο
τὸ μέλλον χωρὶς καμιὰ ἠχὼ
ἀνοιχτὸ μὰ ἄδειο
Μὲ τοὺς βαρυφορτωμένους ὤμους μου
νὰ ἔχουν καμπουριάσει
μὲ τὰ ξερὰ χέρια μου πληγιασμένα
στιγμές ξαναζυγίζω λησμονημένες
Οἱ ἀναμνήσεις ἀκήδευτες μένουν πάλι ὅμως
Ἡ σιωπὴ τοῦ ἄδειου μὲ περονιάζει
παραλύει τὰ μέλη μου βουρκώνει τὰ μάτια
γοερὰ σὲ ψιθυρίζει
Μὲ Ἀνεύωδα χαμόγελα ἡ ψυχὴ μου
ριγεῖ στὴ μοναξιὰ της
στά χείλη μου ἁφές σου διεδικοῦν συμβίωση
μὲ τιμωροῦν σὰν ἀνάξιο ἀποστάτη δειλὸ
Στέκω
ὥς νὰ μὴ στέκω
Ζῶ ὥς νὰ μὴ ζῶ
Ἄχ
Εἶναι τόσα τὰ ἀκατονόμαστα
ποὺ μὲ ζώνουν
Τί νὰ πῶ
Τί νά γράψω
Ἄδειασα
Νοστάλγησα
Δὲν εἶναι σιωπὴ ἡ σιωπὴ
μιὰ χούφτα νύχτα εἶναι
μιὰ σιωπὴ ποὺ δὲν κυλάει
στὴν ἄδεια καρδιὰ μου συσσωρεύεται
μόνιμα σταθμεύει
ὦ ἡ νύχτα κάθυγρη βαθιὰ
στὸ ἄδειο στῆθος μου
ὦ
Τὸ χέρι σου μόνο νὰ μὲ ζεστάνει
νὰ μὲ τραβήξει ἀπὸ δῶ ζητῶ
Νὰ μοῦ δείξει τὸ φεγγάρι
στὴ χαμένη στίλβη τῶν ματιῶν σου
ἀκυβέρνητος ναυαγισμένος στὸ λιμάνι σου
πεθαμένος ἔστω κι ἔτσι νὰ σωριαστῶ
Στὰ πέρατα τοῦ ΤΟΤΕ
ἀπὸ τόση προσμονὴ
Ξεθώριασα
Μὲ μιὰ πιστολιὰ λέξεις στὸν κρόταφο
τί ἄλλο νὰ σοῦ γράφω
τί νά πῶ
παλιὰ σφουγγαρίστρα ἀνάμεσα
σὲ μνήμη καὶ λήθη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου